Σπλάχνο και τιμή του ΚΚΕ
Ετος Ρίτσου έχει ανακηρυχθεί το 2009 από το υπουργείο Πολιτισμού, με τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που πρώτη καθιέρωσε το θεσμό της τακτικής οργάνωσης ετήσιων αφιερωμάτων σε σημαντικές προσωπικότητες, προτρέποντας τα κράτη - μέλη να πράξουν ανάλογα. Ο φανερός στόχος της είναι «η προώθηση των ευρωπαϊκών πολιτιστικών αξιών» σαν «έκφραση της προσφοράς της στον πολιτισμό».1
Κρυφός στόχος, όμως, είναι μέσα και από τέτοιου είδους δραστηριότητες να διευρυνθεί και να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή αγορά «πολιτιστικών προϊόντων», να τονωθεί η κερδοφορία των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων (δισκογραφικές εταιρείες, εκδοτικοί οίκοι, επιχειρήσεις θεάματος, «ευαγή» ιδρύματα κ.λπ.) που συγκροτούν την αποκαλούμενη «πολιτιστική βιομηχανία» και λυμαίνονται - ελέγχοντας ασφυκτικά - το μεγαλύτερο μέρος του καλλιτεχνικού έργου στην ΕΕ και στη χώρα μας. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, τόσο των κρυφών όσο και των φανερών αυτών επιδιώξεων είναι τελικά το ίδιο: Η κακοποίηση και η διαστρέβλωση σε οτιδήποτε πολύτιμο και ωφέλιμο μας κληροδότησαν οι μεγάλοι διανοητές και δημιουργοί της ηπείρου μας σα μέσα πάλης για έναν ανώτερο ανθρώπινο πολιτισμό. Κι αυτή η κακοποίηση, ακόμη κι όταν δε γίνεται συνειδητά και σχεδιασμένα, είναι δεδομένη στο καπιταλιστικό σύστημα γιατί, τι άλλο μπορεί να είναι ο κυρίαρχος πολιτισμός από εικόνα κι αντανάκλαση της εκμεταλλευτικής κοινωνίας και των καταπιεστικών οικονομικών σχέσεων που την κυβερνούν;
Απ' αυτόν τον παραμορφωτικό φακό της «ευρωπαϊκής» πολιτιστικής ψευτο-ευαισθησίας περνά τα τελευταία χρόνια και το έργο του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Οσο κακό δεν κατάφερε να του προξενήσει στο παρελθόν η πολιτική των διώξεων, της απαγόρευσης, ή της αποσιώπησής του, επιχειρεί στις μέρες μας να το κατορθώσει η γραμμή του «αποχαρακτηρισμού» και της «κάθαρσης» του έργου και της ζωής του κομμουνιστή ποιητή από το ιδεολογικό και πολιτικό τους νόημα, εγχείρημα που διαπνέει και τη φετινή κρατική παρέμβαση με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. Οι περισσότερες από τις επίσημες δραστηριότητες για το σπουδαίο αυτό δημιουργό είτε είναι φλύαρα φιλολογικές, αποσιωπώντας την κομματική του ταυτότητα και αποσπώντας την ποίησή του από τη δράση του, είτε επιχειρούν - με παραλλαγές και διαφορετικούς τόνους κι αποχρώσεις - να τον παρουσιάσουν σα διχασμένη προσωπικότητα, που από τη μια «συντρίβεται στις μυλόπετρες των κομματικών απαιτήσεων» και των «ιδεολογικών πειθαναγκασμών» και από την άλλη υπακούει στις εσωτερικές του αναζητήσεις και στο προσωπικό του ποιητικό όραμα. Στη βάση αυτή διαχωρίζουν και το έργο του σε κατά παραγγελία πολιτικό με ελάχιστη έως καθόλου λογοτεχνική αξία και σ' εκείνο που δήθεν τον καταξιώνει σα μεγάλο ποιητή, δηλαδή την αλληγορική ποίησή του, την οποία ευκολότερα παρερμηνεύουν, με βάση τις ιδεολογικές στοχεύσεις τους σαν καταγγελία εκ μέρους του «των αγκυλώσεων της Αριστεράς», ή σαν καταδίκη «της έκπτωσης του σοσιαλιστικού ιδανικού». Εκατοντάδες σελίδες σοβαροφανών αναλύσεων γράφτηκαν αυτά τα τελευταία χρόνια, τόσο ξένες προς τη σκέψη του ποιητή και τόσο ανάξιες του διαμετρήματός του, ώστε να αποτελούν κυριολεκτικά βεβήλωση. Μια βεβήλωση που γίνεται ακόμη πιο βαριά, καθώς συντελείται θρασύδειλα, από τότε που ο ποιητής έφυγε από τη ζωή και δεν μπορεί πια, με τη γνώριμη σεμνότητα και συγκαταβατικότητα του λόγου του, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Οχι για να προστατέψει την ποίησή του - αυτή μιλάει από μόνη της σε όσους μπορούν και θέλουν να την καταλάβουν - αλλά για να υπερασπιστεί όπως πάντα το Κόμμα του, το ΚΚΕ, αφού αυτό το αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής του, αποτελεί τελικά τον κύριο στόχο τούτης της ιερόσυλης εκστρατείας. Και δεν είναι λίγες οι κατηγορίες που με την ευκαιρία της εκατοντάχρονης επετείου από τη γέννηση του ποιητή προστίθενται στην αντικομμουνιστική φαρέτρα της σημερινής συγκυρίας: Ξεκινούν από τις πιο ελαφρές επιθέσεις για τη «μονοδιάστατη», «δογματική», «αλλοιωμένη» και «συνθηματολογική» χρήση της ποίησης του Ρίτσου από το ΚΚΕ και φτάνουν ως τις πιο απροκάλυπτες περί «αριστερής βίας» απέναντι στους λογοτέχνες, ή και χυδαίες του τύπου «τις πιο μεγάλες διώξεις ο Ρίτσος τις υπέστη από το κόμμα του». Το χειρότερο είναι ότι πολλές από αυτές τις πολεμικές εκπορεύονται από ανθρώπους με πανεπιστημιακές, συγγραφικές, αλλά και «αριστερές» περγαμηνές, ορισμένοι από τους οποίους είχαν την τύχη να συνεργαστούν με τον ποιητή.
Ετσι το Κόμμα μας, τιμώντας φέτος τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γ. Ρίτσου έχει χρέος, όχι απλά να διασώσει την αλήθεια από τους παραχαράκτες της, αλλά να πραγματοποιήσει μιαν αντεπίθεση ισάξια με το ηθικό, καλλιτεχνικό και κοσμοθεωρητικό ανάστημα αυτού του τόσο διαλεχτού «σπλάχνου των σπλάχνων του».
Στην πλούσια δραστηριότητα που το Κόμμα μας ξεδιπλώνει αυτό το διάστημα, με τη συμβολή όλων εκείνων των ανθρώπων των Γραμμάτων και της Τέχνης που - ακόμη κι αν δε συμμερίζονται απόλυτα τις πεποιθήσεις μας - σέβονται και τιμούν την όρθια στάση του ποιητή, θέτει στο επίκεντρο της προσπάθειάς του να διαδώσει όσο πιο πλατιά μπορεί στο λαό και προπαντός στη νεολαία την ποιητική και γενικότερα κοινωνική προσφορά του Γ. Ρίτσου. Οχι γενικά, ούτε σε καμιά περίπτωση μουσειακά, αλλά υπογραμμίζοντας εκείνο το θεμελιακό στοιχείο της, που απίστευτα καθώς φαίνεται ενοχλεί - γιατί απειλεί - την αστική κυριαρχία και τους κάθε λογής υποτακτικούς της: Την τεράστια αφυπνιστική δύναμη της ποίησής του, μιας ποίησης που με βαθύ αίσθημα ευθύνης φρόντισε να αποτελεί διαχρονικό «οργανωτή του κοινωνικού αισθήματος», «οδηγό μάχης κι ευτυχίας», «όπλο» και «σημαία στα χέρια της ελευθερίας» σύμφωνα με τους δικούς του ορισμούς. Αλλωστε, ο λόγος του Ρίτσου εξακολουθεί να συνεγείρει και να εμπνέει στις μέρες μας, χωρίς να χάνει ούτε στο ελάχιστο την αρχική του ρώμη, γιατί ενσαρκώνει τους ανεκπλήρωτους ακόμη πόθους του λαού μας για δίκιο κι ευτυχία, γιατί με σπάνια ικανότητα, όπως κάθε μεγάλη τέχνη μετουσιώνει τα μεγάλα συμφέροντα της εποχής, την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης. Κι αυτή η ικανότητα δεν οφείλεται μόνο στην ευφυία, στη διορατικότητα και το ταλέντο του, αλλά προπαντός στους δεσμούς αίματος που τον ενώνουν με την εποχή και το φορέα της κοινωνικής αλλαγής, την εργατική τάξη και τους όπου Γης αδικημένους.
Χωρίς καμιά αμφιβολία, η ανωτερότητα της τέχνης του οφείλεται ακριβώς σ' αυτό που οι αντίπαλοί μας του καταλογίζουν σαν μειονεξία: Στη βαθιά, ακλόνητη κομματικότητα και το ξεκάθαρο ταξικό κριτήριο που διαπερνούν το ποιητικό έργο και τη ζωή του, στην υπεροχή της κομμουνιστικής ιδεολογίας που δεν απαρνήθηκε ποτέ και τελικά στο μεγαλείο της πάλης του ανθρώπου για την κοινωνική του απελευθέρωση, το οποίο υπηρέτησε με ψυχή και σώμα και ύμνησε με ανεξάντλητη - αλλά ποτέ ρηχή και επιπόλαιη - πίστη, αισιοδοξία και «βγαλμένο από τα βάσανα ανθρωπισμό».2
Κι αυτή η κομματικότητα - σε πείσμα όσων επιχειρούν να την αμφισβητήσουν - διαποτίζει ενιαία και αδιαίρετα το σύνολο της ποιητικής του θεώρησης. Οχι μόνο τα επικολυρικά, αλλά και τα στοχαστικά και συμβολικά του έργα, αποτελούν αριστουργηματικά γυμνάσματα στο διαλεκτικό υλισμό, στην πάλη του παλιού με το νέο, της ελευθερίας με την αναγκαιότητα, του προσωπικού με το κοινωνικό. Μια πάλη ιδωμένη πάντα από τη σκοπιά της αιώνιας ανοδικής κίνησης της ζωής, που έσπρωχνε με όλες του τις δυνάμεις έξω και πάνω από μικρότητες. Απόλυτα συνειδητά και καθόλου αβασάνιστα, είχε λύσει τέτοιου είδους αντιθέσεις μέσα από την ταύτιση του προσωπικά αναγκαίου με το γενικά και κοινωνικά αναγκαίο, μέσα από την απόρριψη της αστικής υποκρισίας για την απόλυτη ελευθερία του δημιουργού και τη βεβαιότητα ότι «ελεύθερος» μπορεί να είναι μόνον εκείνος που σκέφτεται και δρα δεσμευμένος στους νόμους και τα ιδανικά της κοινωνικής εξέλιξης. Οπως ο ίδιος έλεγε, καταρρίπτοντας τις θεωρίες περί αντιφάσεων και τραγικών διχασμών της ποίησής του, από τη μια σε επικαιρική και κομματικά υπαγορευμένη, και από την άλλη σε παν-χρονική και πανανθρώπινη, πως «ένας αληθινός ποιητής είναι προοδευτικός, είναι επαναστατικός. Ας μην το ξεχνάμε ποτέ, η πιο σημαντική ιδιαιτερότητα του ποιητή είναι να συνδέει το καθημερινό με το διαρκές».3 Γι' αυτό κι έταξε την ποίησή του σ' αυτήν τη σύνδεση του μερικού με το όλον, του παρόντος με το μέλλον, στην πορεία «από δω - προς τον ήλιο».
Αλλωστε, τα δικά μας λόγια είναι περιττά, όταν για όλα αυτά έχει μιλήσει τόσο καθαρά ο ίδιος:
«Το να έφευγα από τον κομμουνισμό, θα ήταν σα να έφευγα από την πατρίδα μου, σα να έφευγα από τη ζωή, σα να έφευγα από τον κόσμο. Σα να μην ήμουν πια τίποτα».4
Σημειώσεις:
1. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απρίλη 2008, σχετικά με την ευρωπαϊκή ατζέντα για τον πολιτισμό σ' έναν κόσμο παγκοσμιοποίησης (P6-ΤA(2008)0124)
2. Σόνια Ιλίνσκαγια «Τα σαράντα χρόνια της ποίησης του Ρίτσου», πρόλογος στη ρωσική έκδοση των ποιημάτων του Ρίτσου «Εκλογή», «Γ. Ρίτσος, Μελέτες για το έργο του», «Διογένης» 1976.
3. Οζντερίμ Ιντσέ «Συνάντηση με τον Γιάννη Ρίτσο», περιοδικό «Διαβάζω» 21-12-88.
4. Γιάννης Ρίτσος «για τη ζωή και την τέχνη» έκδοση «Ριζοσπάστη», Μάης 1987.
ΤηςΕλένης ΜΗΛΙΑΡΟΝΙΚΟΛΑΚΗ**Η Ελένη Μηλιαρονικολάκη είναι μέλος της ΚΕ και υπεύθυνη του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ
Στρατευμένος στον αγώνα για τον άνθρωπο
Συζήτηση με τον Γρηγόρη Βαλτινό
Το διαχρονικό έργο και η προσφορά του μεγάλου ποιητή, αποτελεί αναμφισβήτητα ευλογία καθώς μας κληροδότησε τους στίχους εκείνους με τους οποίους θα τραγουδάμε πάντα τους αγώνες της νεολαίας και του λαού μας. Γιατί ο Γ. Ρίτσος από θέση, είναι ποιητής στρατευμένος στον αγώνα για τον άνθρωπο. Οι στίχοι του μας συντροφεύουν . Χαράζουν δρόμους, μιλούν στην ψυχή και τη συνείδηση. Οι στίχοι του έγιναν μελωδία από τους σημαντικότερους Ελληνες μουσικοσυνθέτες. Μίκης Θεοδωράκης, Χρήστος Λεοντής και Θάνος Μικρούτσικος συναντήθηκαν με τον Γιάννη Ρίτσο καταγράφοντας τις σημαντικότερες στιγμές του ελληνικού τραγουδιού. Μ' αυτά τα τραγούδια θα συντροφευτούμε όλο το καλοκαίρι σε όλη την Ελλάδα, με τις συναυλίες που οργανώνει το Πολιτιστικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ. Σ' αυτές τις συναυλίες θα συναντήσουμε και τον Γρηγόρη Βαλτινό ο οποίος μας λέει:
«Η εποχή μας είναι εντελώς αντιπνευματική. Κάτι τέτοιες αφορμές πρέπει να τις εκμεταλλευόμαστε σαν οξυγόνο και σαν νερό. Γιατί και για μας αλλά κυρίως για τα παιδιά μας, το να σκύβουμε σε τέτοια κείμενα και στη ζωή τέτοιων ανθρώπων είναι σαν μια μετάγγιση αίματος, μετάγγιση ψυχής, μετάγγιση πνεύματος. Σε μια άνυδρη εποχή είναι ίσως το μόνο που χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε. Οι άνθρωποι αυτοί αφιέρωσαν τη ζωή τους στην τέχνη, στα γράμματα και στους συνανθρώπους τους. Αξίες που σήμερα δεν υπάρχουν. Σήμερα αφιερώνουμε τη ζωή μας στο χρηματιστήριο και στο επόμενο αυτοκίνητο που θα πάρουμε. Αυτό φταίει για την κατάντια μας. Οι εταιρείες προσπαθούν να βγάλουν καινούρια προϊόντα ώστε να αναγκάζουν τον άνθρωπο να υπερκαταναλώνει. Ο μόνος Θεός πλέον είναι η υπερκατανάλωση. Δεν υπάρχει αξία, δεν υπάρχει ηθική, και δεν το εννοώ με την θρησκευτική έννοια. Για την έννοια της συνύπαρξης των ανθρώπων μιλάω. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει να ασχοληθεί κανείς με την ποίηση του Ρίτσου, του Ελύτη, του Καβάφη, του Σεφέρη, της Δημουλά. Η συναυλία αυτή που είναι μια μείξη κειμένων και μελοποιημένων στίχων, μας φέρνει κοντά σε πράγματα που ξεχάσαμε, που πλέον δεν υπάρχουν γύρω μας».
Για τον έρωτα και την επανάσταση
Ο ποιητής που ευλόγησε με τους στίχους του τον Ερωτα, την Ειρήνη, τον Αγώνα, την Επανάσταση. Το μεγαλειώδες του έργο έγινε βάλσαμο για τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό, ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και έγινε κτήμα και μέρος του παγκόσμιου πολιτισμού. Το σημαντικότερο όμως, είναι ότι ο Γιάννης Ρίτσος δεν έμεινε ποτέ του στα λόγια. Ο αγωνιστικός ποιητικός του λόγος ήταν άρρηκτα δεμένος με την αγωνιστική του δράση.
«Είχα τη χαρά και την ευλογία να τον γνωρίσω» συνεχίζει ο Γρηγόρης Βαλτινός. «Την τελευταία 10ετία της ζωής του, στα μεγάλα αφιερώματα που γίνονταν, συνήθως διάβαζα την ποίησή του. Και είχαμε αναπτύξει μια ζεστή σχέση. Δεν θα τολμούσα να πω φιλία. Εχω την αίσθηση ότι γνώρισα έναν Αγιο και ξαναλέω όχι με την θρησκευτική έννοια, αλλά με την ουσία του Αγίου, του Ανθρώπου δηλαδή που έχει αφιερώσει τη ζωή του στον άνθρωπο και στον αγώνα. Που έχει υποφέρει από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του, μέχρι το τέλος. Αν κάτσει και σκεφτεί κανείς, τι πέρασε ο Ρίτσος και σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, πριν τον πόλεμο, κατά τη διάρκεια του πολέμου, στα Δεκεμβριανά, μετά την απελευθέρωση, μετά τη λήξη του εμφυλίου, δικτατορίες Μεταξά αλλά και του '67, εξορίες... Κι όλα αυτά αντί να τον μικρύνουν και να τον καταβάλουν, τον έκαναν ακόμη πιο μεγάλο. Πώς μετουσιώνουν αυτοί οι "Αγιοι" τον πόνο σε μεγαλείο».
Πιστός στην ιδεολογία του
Ο Γ. Ρίτσος παρέμεινε σε όλη του τη ζωή, πιστός στην ιδεολογία του, πιστός στους στόχους και στα οράματα του ΚΚΕ. Παρέμεινε στρατευμένος στον αγώνα, με το ήθος, τη θέληση, τις αξίες και το πείσμα που απαιτεί η ιδεολογία μας. Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται, για να γεννήσουν ομορφιά και να θυμίζουν στους ανθρώπους ποιο είναι το πραγματικό τους μπόι. Τέτοιος άνθρωπος υπήρξε ο Γιάννης Ρίτσος. Μπορεί να υπάρχει σωφροσύνη σ' αυτούς που επιχειρούν να διαχωρίσουν το έργο του σε ποιητικό και πολιτικό, σε στρατευμένο και μη;
«Είναι σα να προσπαθείς να διαχωρίσεις από ένα χρώμα τα επιμέρους» - λέει ο Γρηγόρης Βαλτινός. «Ξέρουμε καλά ότι για να ζωγραφίσει κανείς, κάνει πολλούς συνδυασμούς χρωμάτων. Ενα χρώμα βγαίνει από άλλα δυο, τρία ή τέσσερα χρώματα. Αν έχουν αυτή την ικανότητα "μπράβο" τους. Μπορούν να αναλύσουν δηλαδή και να πουν ότι ένα ποίημα του Ρίτσου έχει 20% πολιτική, 30% καθαρή ποίηση, 20% κοινωνική κατακραυγή και 20% ΚΚΕ; Μα, ο άνθρωπος έκανε το Ρίτσο να γράφει αυτούς τους στίχους. Και ο άνθρωπος είναι όλα. Δεν πρέπει να αποκόβουμε τον Ρίτσο από την εποχή που έζησε. Ηταν ενας ευαίσθητος καλλιτέχνης. Καλλιτέχνης σημαίνει ευαίσθητες κεραίες. Δεν μπορεί να αποκοπεί από αυτό που βασανίζει τους γύρω του και εντελώς αντιδραστικά να αρχίσει να γράφει για λουλούδια. Μοιραία λοιπόν, ο Ρίτσος και αυτή είναι η εντιμότητά του, βούτηξε μέσα στη φωτιά, στη μάχη, στο μπαρούτι και όχι από το γραφείο του. Ο Ρίτσος πήρε θέση και τα κοινωνικά προβλήματα έδωσαν έμπνευση στις λέξεις του».
Προς απάντηση όλων «Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη την είπαν ο έρωτας κι η επανάσταση. Ολη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση» (Γιάννης Ρίτσος).
Μέσα από τα τραγούδια και τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου θα περιδιαβούμε στην πολυτάραχη και γεμάτη ζωή του ποιητή. Θα ανατρέξουμε τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και του λαού μας.
«Στη συναυλία συμμετέχω και σαν ηθοποιός και σαν τραγουδιστής. Θα έλεγα ότι νιώθω σαν να απλώνεται μια γέφυρα με κείνα τα τελευταία αφιερώματα που συμμετείχα πριν φύγει ο ποιητής και χαίρομαι πάρα πολύ που είμαι ελεύθερος και μπορώ να συμμετέχω σε κάτι που κυριολεκτικά ευφραίνει την ψυχή μου και με ξαναφέρνει στην παλιά και πρώτη μου αγάπη, που με έφερε στο θέατρο και που ήταν η ποίηση. Λέω αποσπάσματα από τα μεγάλα έργα το "Καπνισμένο τσουκάλι", τον "Επιτάφιο", τη "Ρωμιοσύνη"... Και λέω και κάποια τραγούδια που επί δικτατορίας τα ακούγαμε μόνο φορώντας τα ακουστικά, κρυφά, γιατί δεν επιτρεπόταν να ακουστούν αυτά τα τραγούδια».
Σ.Α.
Ο Λουί Αραγκόν για τον Ρίτσο
«Κάθε φορά που μου φέρνανε στίχους, καλά είτε κακά μεταφρασμένους, αυτού του άγνωστου, ένιωθα πάντοτε όπως και την πρώτη φορά, ανίκανος να κυριαρχήσω τα μάτια μου, τα δάκρυά μου... Ολα γίνονται σάμπως ο ποιητής αυτός να γνώριζε το μυστικό της ψυχής μου, και να ήξερε, μόνος, μ' ακούτε, μόνος αυτός, να με συγκλονίζει έτσι. Στην αρχή δεν το ήξερα πως ήταν ο πιο μεγάλος απ' τους ζώντες ποιητές της εποχής αυτής που είναι η δική μας. Ορκίζομαι πως δεν το ήξερα. Το έμαθα σταδιακά, από το ένα ποίημα στο άλλο, παρά λίγο να πω από το ένα μυστικό στο άλλο, γιατί κάθε φορά ένιωθα το συγκλονισμό μιας αποκάλυψης. Η αποκάλυψη ενός ανθρώπου και μιας χώρας, τα βάθη ενός ανθρώπου και τα βάθη μιας χώρας...» (Από το κείμενο του Λουί Αραγκόν με τίτλο «Ο μεγαλύτερος ζων ποιητής ονομάζεται Γιάννης Ρίτσος», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Les Lettres Francaises», 1971).
Ο κόκκινος δρόμος της ζωής και της ποίησης
Βιογραφικές «ψηφίδες» μιας μεγάλης πορείας
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στις 14/5/1909 (1/5 με το παλιό ημερολόγιο) στη Μονεμβασιά της Λακωνίας, σε αρχοντική οικογένεια, τέταρτος και τελευταίος γόνος του Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του «μπολιάζονται» από την επαφή με τη φύση, τις λαϊκές ιστορίες και τα πανηγύρια που τον φέρνουν σε επαφή με τον πλούτο της παράδοσης του λαού μας. Τελειώνει το δημοτικό και το γυμνάσιο στη Μονεμβασιά και το Γύθειο. Το 1921 χάνει την αγαπημένη μητέρα και τον αδελφό του από φυματίωση.
Στην Αθήνα του Μεσοπολέμου
Το 1925 «ανηφορίζει» στην Αθήνα, σε μια πόλη που αρχίζει να γιγαντώνεται από τη φτωχή αγροτιά που εγκαταλείπει τη γη της, με πολύ νωπές τις συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής και με τη δικτατορία του Πάγκαλου «προ των πυλών». Πιάνει δουλειά ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Γράφεται στη Νομική Σχολή, χωρίς να φοιτήσει ποτέ και εργάζεται ως βοηθός βιβλιοθηκάριου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας.
Ηδη έχει προσβληθεί από φυματίωση και το 1927 εισάγεται στο «Σωτηρία». Τα τρία χρόνια που θα μείνει εκεί θα είναι καθοριστικά για τη συγκρότηση του ιδεολογικού προσανατολισμού του ποιητή. Μαρξιστές και προοδευτικοί διανοούμενοι, στελέχη και μέλη του ΚΚΕ που επίσης νοσηλεύονται, θα τον μυήσουν στον Μαρξ και τον Λένιν. Εκεί γνωρίζεται με την Μαρία Πολυδούρη.
Ο Ρίτσος αρχίζει ήδη να διαμορφώνει τη στάση του ως ποιητής, όχι κλεισμένος στον «πύργο» του, αλλά ετεροκαθοριζόμενος από τον πόνο και την αδικία που βιώνει και βλέπει γύρω του.
Ποίηση και Επανάσταση
Το 1934 είναι σημαδιακή χρονιά για τον Ρίτσο. Σε μια σχεδόν σημειολογική συγκυρία που πραγματώνει το όραμά του για την ποίηση και την Επανάσταση, εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Τρακτέρ» και γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, ενώ αρχίζει η συνεργασία του με τον «Ριζοσπάστη». Εχει ορίσει πλέον την προσωπική του «ρότα» που θα τον «ταξιδέψει» μέχρι το τέλος. «Από κει και πέρα η ζωή του ήταν ένας συνεχής αγώνας για την κοινωνική δικαιοσύνη, για την ανεξαρτησία, την ελευθερία», όπως είπε σε συνέντευξή της στον «Ρ» (Οχτώβρης 1995) η σύζυγός του, Φαλίτσα. Και ο ίδιος, στον «Ριζοσπάστη»: «Γιατί έγινα κομμουνιστής; Για ό,τι γίναμε όλοι μας. Γιατί διαπιστώσαμε ότι υπάρχει αδικία, εκμετάλλευση, καταπίεση και σαν άνθρωποι αντιστεκόμαστε (...) Γιατί έμεινα: (...) Το να έφευγα απ' τον κομμουνισμό, ήταν σα να έφευγα από την πατρίδα μου, σα να έφευγα απ' τη ζωή, σα να έφευγα
από τον κόσμο. Σα να μην ήμουν πια τίποτα».
Το 1935 εκδίδει τη συλλογή «Πυραμίδες».
Το 1937 νοσηλεύεται και πάλι, ενώ γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Μια σημαντική αναγνώριση της λογοτεχνικής του αξίας έρχεται όταν δημοσιεύεται «Το τραγούδι της αδελφής μου» (εμπνευσμένο από την αδελφή του Λούλα, η οποία είχε εισαχθεί στο Δαφνί) με τον Παλαμά να λέει το περίφημο: «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις».
Αυτό που για άλλους θα ήταν έργο ζωής και θα τους εξασφάλιζε ένα σημαντικό κεφάλαιο στη νεοελληνική ποίηση, για τον Ρίτσο δεν ήταν παρά η αρχή. Γιατί η ποίηση γι' αυτόν δεν ήταν «ενασχόληση», αλλά η ανάσα του.
Το 1938 κυκλοφορεί η «Εαρινή Συμφωνία» και προσλαμβάνεται ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή.
Το 1940 και η έναρξη του πολέμου για την Ελλάδα βρίσκει τον ποιητή κατάκοιτο. Λίγους μήνες πριν την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας έχει κυκλοφορεί «Το εμβατήριο του ωκεανού». Φυσικά, τίποτα δεν είναι ικανό να βγάλει τον Ρίτσο εκτός μάχης. Οργανώνεται στο ΕΑΜ και εντάσσεται στο μορφωτικό τμήμα του. Στο σπίτι του συνεδριάζει η Κομματική Οργάνωση των Διαφωτιστών και συνεργάζεται με την Ηλέκτρα Αποστόλου. «(...) με τούτη τη στάχτη της Ηλέκτρας, με τούτη τη φλόγα της Ζόγιας, έτσι θα σας νικήσουμε (...)».
Εξακολουθεί να γράφει πυρετωδώς. Αμείωτη βαίνει η συνεργασία του με τον παράνομο αντιστασιακό Τύπο. Η «Δοκιμασία» λογοκρίνεται από τους κατακτητές. Εχει ήδη αρνηθεί ευγενικά, το 1942 και με την πείνα να θερίζει την Αθήνα, τον έρανο υπέρ του, μετά από δημοσίευμα στην «Ακρόπολη» σχετικής έκκλησης του ηθοποιού Στέλιου Βόκοβιτς στο πλαίσιο χρονογραφήματος του Α. Λιδωρίκη. Αντίθετα, ο ποιητής ζητά, η όποια βοήθεια να δοθεί στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και να μοιραστεί ακριβοδίκαια στους λογοτέχνες που έχουν ανάγκη.
Η υποχώρηση του ΕΛΑΣ τον Δεκέμβρη του '44 από την Αθήνα βρίσκει μια ομάδα καλλιτεχνών, μεταξύ αυτών και τον Ρίτσο, να μεταβαίνει στην επαρχία. Συνάντηση με τον Αρη Βελουχιώτη στα Τρίκαλα. Οργανώνονται θίασοι και οι καλλιτέχνες χρεώνονται με το καθήκον της συγγραφής έργων. Μέσα σε μια βδομάδα ο Ρίτσος γράφει το μονόπρακτο «Η Αθήνα στ' άρματα». Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φλεβάρης 1945) επιστρέφει στην Αθήνα. Εκδίδει το ποίημα «Ο σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης». Εχει καθοδηγητικό καθήκον στο καλλιτεχνικό τμήμα της ΕΠΟΝ.
Στον ανηφορικό δρόμο του αγώνα
Τον Ιούλη του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Λήμνο. Το 1949 μεταφέρεται στο κολαστήρι της Μακρονήσου. Γράφει και ζωγραφίζει όπου και όπως μπορεί: Σε πέτρες, ξύλα, κόκαλα ζώων. Σύντροφοί του όπως ο Μάνος Κατράκης βοηθούν στο κρύψιμο της δημιουργίας του ποιητή. Υποτροπιάζει η φυματίωση, αναγκάζονται να τον απολύσουν βαριά άρρωστο, αλλά σύντομα τον ξαναστέλνουν στη Μακρόνησο και στη συνέχεια στον Αη-Στράτη. Γράφει το «Γράμμα στον Ζολιό-Κιουρί» και καταφέρνει να το στείλει στο εξωτερικό, όπου βρίσκει πλατιά απήχηση. Δημιουργοί όπως ο Αραγκόν, ο Νερούντα, ο Πικάσο κ.ά. δημιουργούν εκείνες τις συνθήκες πίεσης στο καθεστώς της Ελλάδας, ώστε το 1952 ο Ρίτσος απελευθερώνεται από τον Αη-Στράτη, χωρίς να υπογράψει δήλωση. Αντίθετα, υπογράφει αριστουργήματα όπως το «Ημερολόγιο Εξορίας» και το «Καπνισμένο Τσουκάλι», τον «Πέτρινο Χρόνο» και τις «Γειτονιές του κόσμου».
Εκλέγεται στη Διοικούσα Επιτροπή της ΕΔΑ. Γράφει το ποίημα «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», αμέσως μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του.
Το 1954 παντρεύεται τη γιατρό Φαλίτσα Γεωργιάδου. Ενα χρόνο μετά γεννιέται η Ελευθερία (Ερη).
Το 1956 δημοσιεύεται η ποιητική σύνθεση «Η σονάτα του σεληνόφωτος», η πρώτη της «Τέταρτης Διάστασης». Αποσπά το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης και μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες. Την ίδια χρονιά ταξιδεύει με άλλους διανοούμενους στην ΕΣΣΔ, μετά από πρόσκληση της τελευταίας. Το ταξίδι στην πρώτη σοσιαλιστική «πατρίδα» ήταν για κάθε κομμουνιστή - και μάλιστα εκείνη την εποχή - ευλόγως και πολλαπλώς σημαντικό. Πολύ περισσότερο για έναν κομμουνιστή ποιητή.
Την επόμενη χρονιά το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», στο πλαίσιο αφιερώματος για τα 40 χρόνια από την Επανάσταση του Οχτώβρη, δημοσιεύει τη μετάφραση του Ρίτσου στους «Δώδεκα» του Αλεξάντρ Μπλοκ. Λίγους μήνες μετά, το Φλεβάρη του 1958, ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος και ο Αυγέρης διώκονται, με αφορμή τα κείμενά τους στο αφιέρωμα του περιοδικού. Ξεκινάει νέα «εκστρατεία» υπεράσπισης του Ρίτσου εντός και εκτός Ελλάδας και το Μάη το καθεστώς εξαναγκάζεται σε νέα υπαναχώρηση. Την ίδια χρονιά ταξιδεύει σε Ρουμανία και Βουλγαρία. Τα ταξίδια στις σοσιαλιστικές χώρες θα πυκνώσουν τα επόμενα χρόνια.
Την ίδια περίοδο, θα λάβει χώρα μια συνάντηση που θα σημαδέψει ανεξίτηλα τα ελληνικά γράμματα και τη μουσική, αλλά και τη μετέπειτα δημιουργική και προσωπική πορεία του ποιητή και του Μίκη Θεοδωράκη. Το 1959 ο τελευταίος κυκλοφορεί μελοποιημένο τον «Επιτάφιο» και την επόμενη χρονιά ξεκινά επεισοδιακή περιοδεία σε όλη τη χώρα.
Το 1961 στη Ρουμανία γνωρίζεται προσωπικά με τον μεγάλο Τούρκο ποιητή, Ναζίμ Χικμέτ, του οποίου την ποίηση ο Ρίτσος ήδη γνώριζε. Το 1963 θα τρέξει στη Θεσσαλονίκη, κοντά στον ετοιμοθάνατο Γρηγόρη Λαμπράκη, από τη δολοφονική επίθεση του παρακράτους. Το 1964 τον βρίσκει υποψήφιο της ΕΔΑ, ενώ το 1966 ταξιδεύει στην Κούβα.
Μέχρι τότε έχουν κυκλοφορήσει πολλά έργα του, μεταξύ αυτών: «Χρονικό», «Αποχαιρετισμός», «Μακρονησιώτικα», («Πέτρινος χρόνος»), «Οι γειτονιές του κόσμου», «Υδρία», «Χειμερινή διαύγεια» (1957), «Οταν έρχεται ο ξένος», η «Ανυπόταχτη πολιτεία», «Η αρχιτεκτονική των δέντρων», «Πέρα απ' τον ίσκιο των κυπαρισσιών» (1958), «Οι γερόντισσες κ' η θάλασσα», το θεατρικό «Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα» (1959), «Το παράθυρο», «Η γέφυρα» (1960), δύο τόμοι από τα «Ποιήματα», «Ο Μαύρος Αγιος», «Ανθολογία Ρουμάνικης Ποίησης» (1961). Την ίδια χρονιά στο «Νέο θέατρο» ανεβαίνει από τον Μίκη Θεοδωράκη ο «Επιτάφιος». 1962: «Το νεκρό σπίτι», «Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού». 1963: «Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες», «12 ποιήματα για τον Καβάφη», «Μαρτυρίες» (σειρά πρώτη), «Ποιήματα» του Αττίλα Γιοζέφ (μετάφραση Νικηφόρου Βρεττάκου - Γιάννη Ρίτσου). Το 1964 κυκλοφορούν τα «Ποιήματα» του Μαγιακόφσκι, με πρόλογο και απόδοση του Γιάννη Ρίτσου. Την ίδια χρονιά εκδίδεται ο τρίτος τόμος των απάντων του («Ποιήματα») και τα «Παιχνίδια τ' ουρανού και του νερού». 1965: «Φιλοκτήτης». 1966: «Ρωμιοσύνη», «Το δέντρο» του Ερεμπουργκ με πρόλογο και απόδοση του Γιάννη Ρίτσου, «Μαρτυρίες» (σειρά δεύτερη), «Ορέστης», «Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών», «Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος» του Νικόλας Γκιλλιέν (σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου). Κυκλοφορεί η «Ρωμιοσύνη» από τον Μίκη Θεοδωράκη. 1967: «Οστράβα».
Με την επιβολή της χούντας το 1967 συλλαμβάνεται από τους πρώτους και βρίσκεται μεταξύ των χιλιάδων κρατουμένων στον Ιππόδρομο. Πριν, έχει αρνηθεί να φύγει και να κρυφτεί όπως τον καλούσαν οι φίλοι του. Εξορίζεται αρχικά στη Γυάρο και αργότερα στη Λέρο. Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του ξεσηκώνεται νέο κύμα συμπαράστασης από ξένους διανοούμενους. Ηδη λίγες μέρες μετά την έναρξη της χούντας και τη γνωστοποίηση της σύλληψης του ποιητή, Γάλλοι συγγραφείς δημοσιεύουν ανοιχτή επιστολή προς τους πραξικοπηματίες με αίτημα την απελευθέρωσή του.
Το 1968 μεταφέρεται στην Αθήνα, στον «Αγιο Σάββα», μετά από αιματουρία. Χειρουργείται ξαναστέλνεται στη Γυάρο και λίγο αργότερα στη Σάμο, όπου τίθεται σε κατ' οίκον περιορισμό. Στέλνει κρυφά στη Γαλλία το «Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα» που μεταφράζεται και εκδίδεται. Αργότερα «φυγαδεύει» τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», τα οποία μελοποιεί ο Μίκης Θεοδωράκης και τα παρουσιάζει σε συναυλίες στο εξωτερικό. Ξεσηκώνεται νέο διεθνές κίνημα συμπαράστασης, με αποτέλεσμα να αρθεί ο περιορισμός το 1970 οπότε έρχεται στην Αθήνα και ξαναμπαίνει στο χειρουργείο. Τον Γενάρη τον καλούν στην Αγγλία, σε ένα ποιητικό συνέδριο. Ο Παττακός φωνάζει τον Ρίτσο και του λέει ότι μπορεί να πάει με τη δέσμευση να μην πει τίποτα εναντίον του καθεστώτος. Ο Ρίτσος αρνείται λέγοντας ότι είναι αδύνατο να μη μιλήσει για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Τον ξαναστέλνουν στη Σάμο. Το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς ανακηρύσσεται μέλος της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών Μάιντς της Δ. Γερμανίας.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 τον βρίσκει στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων. Μέχρι τότε και λόγω της άρσης της λογοκρισίας σε μια προσπάθεια του καθεστώτος να προβάλλει διαφορετικό «προφίλ» δημοσιεύεται «Ο αφανισμός της Μήλος» (1971). 1972: «Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα», «Η Ελένη», «Χειρονομίες», «Τέταρτη Διάσταση», «Η επιστροφή της Ιφιγένειας», «Χρυσόθεμις», «Ισμήνη». 1973: «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», «Διάδρομος και σκάλα», «Γκραγκάντα», «Σεπτήρια και δαφνηφόρια». 1974: «Καπνισμένο τσουκάλι», «Υμνος και θρήνος για την Κύπρο», «Κωδωνοστάσιο», «Μελετήματα», «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη», «Χάρτινα».
Λαϊκή και παγκόσμια αναγνώριση
Η μεταπολίτευση θα φέρει την ποίησή του και τον ίδιο τον Ρίτσο ακόμη πιο κοντά στο λαό, ο οποίος τον τιμά όπως αξίζει σε έναν ποιητή «σπλάχνο από το σπλάχνο του». Παράλληλα, η ποιητική του αξία και η στάση ζωής του αναγνωρίζονται σε όλο τον κόσμο και όχι μόνο από τις μεταφράσεις που πληθαίνουν σε πάρα πολλές γλώσσες. Το 1975 του απονέμεται στη Σόφια το βραβείο «Γκεόργκι Ντιμιτρόφ», αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του απονέμεται το Μέγα Γαλλικό Βραβείο Ποίησης «Αλφρέ ντε Βινύ» και προτείνεται για το Νόμπελ. Γράφει και δημοσιεύει συνεχώς. Το 1976 του απονέμονται δύο διεθνή βραβεία ποίησης στην Ιταλία. Το 1977 απαγγέλλει στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ το ποίημα «Τα παιδιά της ΚΝΕ». «Στιγμή, απ' αυτές που δεν ξεχνιούνται, όταν τα μεγάφωνα ανάγγειλαν: "η τιμή σου, τιμή μας ποιητή", τιμή μας που είσαι δίπλα μας μεγάλε ποιητή του λαού μας Γιάννη Ρίτσο! Κι απλώθηκε ύστερα στα πλήθη μια σιωπή... Σιωπή γεμάτη αγάπη, σιωπή γεμάτη περηφάνια (...)» διαβάζουμε στο σχετικό ρεπορτάζ του «Ρ» της εποχής.
Τιμάται στην ΕΣΣΔ με το διεθνές βραβείο «Λένιν» για την Ειρήνη. 1978: Ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ (Αγγλία).
1979: Αναγορεύεται επίτιμος δημότης Λευκωσίας, του απονέμεται το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης για τον Πολιτισμό, από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης και το παράσημο της «Φιλίας των Λαών» της ΕΣΣΔ.
1983: Μέλος της Επιτροπής Απονομής του βραβείου «Λένιν». 1984: Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου «Καρλ Μαρξ» της Λιψίας (ΓΛΔ). Το 1985 αποσπά νέες βραβεύσεις σε Ιταλία και Γιουγκοσλαβία.
Ολο αυτό το διάστημα συμμετέχει σε πλήθος εκδηλώσεων στην Ελλάδα, απαγγέλλει, συζητά με τον κόσμο, γίνεται επίτιμος δημότης πολλών πόλεων. Πάντα γράφει και δημοσιεύει. Το 1986 του απονέμεται το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ, μετάλλιο από το Εθνικό Νομισματοκοπείο Γαλλίας και το Διεθνές Βραβείο «Λυτές». 1987: Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας και του απονέμεται το χρυσό μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων.
1989: Του απονέμεται ο μεγάλος Αστέρας της «Φιλίας των Λαών» στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και το μετάλλιο ειρήνης «Γρηγόρη Λαμπράκη» της ΕΕΔΥΕ.
Το 1990 του απονέμεται το μετάλλιο «Ζολιό-Κιουρί», ανώτατη διάκριση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης. Στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, ο κομμουνιστής ποιητής, ο άνθρωπος που ταύτισε τη ζωή του με την ποίηση και την Επανάσταση, ο αγωνιστής που δεν πρόδωσε στιγμή το Κόμμα και τις αξίες του, «φεύγει». Η εργατική τάξη που αποτέλεσε τη «Μούσα» του, η νεολαία, ο λαός, τον αποχαιρετά. Ενταφιάζεται στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά, λίγες μέρες μετά...
«Ο Γιάννης Ρίτσος ταυτίστηκε με ό,τι καλύτερο έχει να δείξει η νεώτερη Ελλάδα (...)», θα πει ο Χαρίλαος Φλωράκης...
Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ
Κρυφός στόχος, όμως, είναι μέσα και από τέτοιου είδους δραστηριότητες να διευρυνθεί και να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή αγορά «πολιτιστικών προϊόντων», να τονωθεί η κερδοφορία των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων (δισκογραφικές εταιρείες, εκδοτικοί οίκοι, επιχειρήσεις θεάματος, «ευαγή» ιδρύματα κ.λπ.) που συγκροτούν την αποκαλούμενη «πολιτιστική βιομηχανία» και λυμαίνονται - ελέγχοντας ασφυκτικά - το μεγαλύτερο μέρος του καλλιτεχνικού έργου στην ΕΕ και στη χώρα μας. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, τόσο των κρυφών όσο και των φανερών αυτών επιδιώξεων είναι τελικά το ίδιο: Η κακοποίηση και η διαστρέβλωση σε οτιδήποτε πολύτιμο και ωφέλιμο μας κληροδότησαν οι μεγάλοι διανοητές και δημιουργοί της ηπείρου μας σα μέσα πάλης για έναν ανώτερο ανθρώπινο πολιτισμό. Κι αυτή η κακοποίηση, ακόμη κι όταν δε γίνεται συνειδητά και σχεδιασμένα, είναι δεδομένη στο καπιταλιστικό σύστημα γιατί, τι άλλο μπορεί να είναι ο κυρίαρχος πολιτισμός από εικόνα κι αντανάκλαση της εκμεταλλευτικής κοινωνίας και των καταπιεστικών οικονομικών σχέσεων που την κυβερνούν;
Απ' αυτόν τον παραμορφωτικό φακό της «ευρωπαϊκής» πολιτιστικής ψευτο-ευαισθησίας περνά τα τελευταία χρόνια και το έργο του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Οσο κακό δεν κατάφερε να του προξενήσει στο παρελθόν η πολιτική των διώξεων, της απαγόρευσης, ή της αποσιώπησής του, επιχειρεί στις μέρες μας να το κατορθώσει η γραμμή του «αποχαρακτηρισμού» και της «κάθαρσης» του έργου και της ζωής του κομμουνιστή ποιητή από το ιδεολογικό και πολιτικό τους νόημα, εγχείρημα που διαπνέει και τη φετινή κρατική παρέμβαση με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. Οι περισσότερες από τις επίσημες δραστηριότητες για το σπουδαίο αυτό δημιουργό είτε είναι φλύαρα φιλολογικές, αποσιωπώντας την κομματική του ταυτότητα και αποσπώντας την ποίησή του από τη δράση του, είτε επιχειρούν - με παραλλαγές και διαφορετικούς τόνους κι αποχρώσεις - να τον παρουσιάσουν σα διχασμένη προσωπικότητα, που από τη μια «συντρίβεται στις μυλόπετρες των κομματικών απαιτήσεων» και των «ιδεολογικών πειθαναγκασμών» και από την άλλη υπακούει στις εσωτερικές του αναζητήσεις και στο προσωπικό του ποιητικό όραμα. Στη βάση αυτή διαχωρίζουν και το έργο του σε κατά παραγγελία πολιτικό με ελάχιστη έως καθόλου λογοτεχνική αξία και σ' εκείνο που δήθεν τον καταξιώνει σα μεγάλο ποιητή, δηλαδή την αλληγορική ποίησή του, την οποία ευκολότερα παρερμηνεύουν, με βάση τις ιδεολογικές στοχεύσεις τους σαν καταγγελία εκ μέρους του «των αγκυλώσεων της Αριστεράς», ή σαν καταδίκη «της έκπτωσης του σοσιαλιστικού ιδανικού». Εκατοντάδες σελίδες σοβαροφανών αναλύσεων γράφτηκαν αυτά τα τελευταία χρόνια, τόσο ξένες προς τη σκέψη του ποιητή και τόσο ανάξιες του διαμετρήματός του, ώστε να αποτελούν κυριολεκτικά βεβήλωση. Μια βεβήλωση που γίνεται ακόμη πιο βαριά, καθώς συντελείται θρασύδειλα, από τότε που ο ποιητής έφυγε από τη ζωή και δεν μπορεί πια, με τη γνώριμη σεμνότητα και συγκαταβατικότητα του λόγου του, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Οχι για να προστατέψει την ποίησή του - αυτή μιλάει από μόνη της σε όσους μπορούν και θέλουν να την καταλάβουν - αλλά για να υπερασπιστεί όπως πάντα το Κόμμα του, το ΚΚΕ, αφού αυτό το αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής του, αποτελεί τελικά τον κύριο στόχο τούτης της ιερόσυλης εκστρατείας. Και δεν είναι λίγες οι κατηγορίες που με την ευκαιρία της εκατοντάχρονης επετείου από τη γέννηση του ποιητή προστίθενται στην αντικομμουνιστική φαρέτρα της σημερινής συγκυρίας: Ξεκινούν από τις πιο ελαφρές επιθέσεις για τη «μονοδιάστατη», «δογματική», «αλλοιωμένη» και «συνθηματολογική» χρήση της ποίησης του Ρίτσου από το ΚΚΕ και φτάνουν ως τις πιο απροκάλυπτες περί «αριστερής βίας» απέναντι στους λογοτέχνες, ή και χυδαίες του τύπου «τις πιο μεγάλες διώξεις ο Ρίτσος τις υπέστη από το κόμμα του». Το χειρότερο είναι ότι πολλές από αυτές τις πολεμικές εκπορεύονται από ανθρώπους με πανεπιστημιακές, συγγραφικές, αλλά και «αριστερές» περγαμηνές, ορισμένοι από τους οποίους είχαν την τύχη να συνεργαστούν με τον ποιητή.
Ετσι το Κόμμα μας, τιμώντας φέτος τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γ. Ρίτσου έχει χρέος, όχι απλά να διασώσει την αλήθεια από τους παραχαράκτες της, αλλά να πραγματοποιήσει μιαν αντεπίθεση ισάξια με το ηθικό, καλλιτεχνικό και κοσμοθεωρητικό ανάστημα αυτού του τόσο διαλεχτού «σπλάχνου των σπλάχνων του».
Στην πλούσια δραστηριότητα που το Κόμμα μας ξεδιπλώνει αυτό το διάστημα, με τη συμβολή όλων εκείνων των ανθρώπων των Γραμμάτων και της Τέχνης που - ακόμη κι αν δε συμμερίζονται απόλυτα τις πεποιθήσεις μας - σέβονται και τιμούν την όρθια στάση του ποιητή, θέτει στο επίκεντρο της προσπάθειάς του να διαδώσει όσο πιο πλατιά μπορεί στο λαό και προπαντός στη νεολαία την ποιητική και γενικότερα κοινωνική προσφορά του Γ. Ρίτσου. Οχι γενικά, ούτε σε καμιά περίπτωση μουσειακά, αλλά υπογραμμίζοντας εκείνο το θεμελιακό στοιχείο της, που απίστευτα καθώς φαίνεται ενοχλεί - γιατί απειλεί - την αστική κυριαρχία και τους κάθε λογής υποτακτικούς της: Την τεράστια αφυπνιστική δύναμη της ποίησής του, μιας ποίησης που με βαθύ αίσθημα ευθύνης φρόντισε να αποτελεί διαχρονικό «οργανωτή του κοινωνικού αισθήματος», «οδηγό μάχης κι ευτυχίας», «όπλο» και «σημαία στα χέρια της ελευθερίας» σύμφωνα με τους δικούς του ορισμούς. Αλλωστε, ο λόγος του Ρίτσου εξακολουθεί να συνεγείρει και να εμπνέει στις μέρες μας, χωρίς να χάνει ούτε στο ελάχιστο την αρχική του ρώμη, γιατί ενσαρκώνει τους ανεκπλήρωτους ακόμη πόθους του λαού μας για δίκιο κι ευτυχία, γιατί με σπάνια ικανότητα, όπως κάθε μεγάλη τέχνη μετουσιώνει τα μεγάλα συμφέροντα της εποχής, την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης. Κι αυτή η ικανότητα δεν οφείλεται μόνο στην ευφυία, στη διορατικότητα και το ταλέντο του, αλλά προπαντός στους δεσμούς αίματος που τον ενώνουν με την εποχή και το φορέα της κοινωνικής αλλαγής, την εργατική τάξη και τους όπου Γης αδικημένους.
Χωρίς καμιά αμφιβολία, η ανωτερότητα της τέχνης του οφείλεται ακριβώς σ' αυτό που οι αντίπαλοί μας του καταλογίζουν σαν μειονεξία: Στη βαθιά, ακλόνητη κομματικότητα και το ξεκάθαρο ταξικό κριτήριο που διαπερνούν το ποιητικό έργο και τη ζωή του, στην υπεροχή της κομμουνιστικής ιδεολογίας που δεν απαρνήθηκε ποτέ και τελικά στο μεγαλείο της πάλης του ανθρώπου για την κοινωνική του απελευθέρωση, το οποίο υπηρέτησε με ψυχή και σώμα και ύμνησε με ανεξάντλητη - αλλά ποτέ ρηχή και επιπόλαιη - πίστη, αισιοδοξία και «βγαλμένο από τα βάσανα ανθρωπισμό».2
Κι αυτή η κομματικότητα - σε πείσμα όσων επιχειρούν να την αμφισβητήσουν - διαποτίζει ενιαία και αδιαίρετα το σύνολο της ποιητικής του θεώρησης. Οχι μόνο τα επικολυρικά, αλλά και τα στοχαστικά και συμβολικά του έργα, αποτελούν αριστουργηματικά γυμνάσματα στο διαλεκτικό υλισμό, στην πάλη του παλιού με το νέο, της ελευθερίας με την αναγκαιότητα, του προσωπικού με το κοινωνικό. Μια πάλη ιδωμένη πάντα από τη σκοπιά της αιώνιας ανοδικής κίνησης της ζωής, που έσπρωχνε με όλες του τις δυνάμεις έξω και πάνω από μικρότητες. Απόλυτα συνειδητά και καθόλου αβασάνιστα, είχε λύσει τέτοιου είδους αντιθέσεις μέσα από την ταύτιση του προσωπικά αναγκαίου με το γενικά και κοινωνικά αναγκαίο, μέσα από την απόρριψη της αστικής υποκρισίας για την απόλυτη ελευθερία του δημιουργού και τη βεβαιότητα ότι «ελεύθερος» μπορεί να είναι μόνον εκείνος που σκέφτεται και δρα δεσμευμένος στους νόμους και τα ιδανικά της κοινωνικής εξέλιξης. Οπως ο ίδιος έλεγε, καταρρίπτοντας τις θεωρίες περί αντιφάσεων και τραγικών διχασμών της ποίησής του, από τη μια σε επικαιρική και κομματικά υπαγορευμένη, και από την άλλη σε παν-χρονική και πανανθρώπινη, πως «ένας αληθινός ποιητής είναι προοδευτικός, είναι επαναστατικός. Ας μην το ξεχνάμε ποτέ, η πιο σημαντική ιδιαιτερότητα του ποιητή είναι να συνδέει το καθημερινό με το διαρκές».3 Γι' αυτό κι έταξε την ποίησή του σ' αυτήν τη σύνδεση του μερικού με το όλον, του παρόντος με το μέλλον, στην πορεία «από δω - προς τον ήλιο».
Αλλωστε, τα δικά μας λόγια είναι περιττά, όταν για όλα αυτά έχει μιλήσει τόσο καθαρά ο ίδιος:
«Το να έφευγα από τον κομμουνισμό, θα ήταν σα να έφευγα από την πατρίδα μου, σα να έφευγα από τη ζωή, σα να έφευγα από τον κόσμο. Σα να μην ήμουν πια τίποτα».4
Σημειώσεις:
1. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απρίλη 2008, σχετικά με την ευρωπαϊκή ατζέντα για τον πολιτισμό σ' έναν κόσμο παγκοσμιοποίησης (P6-ΤA(2008)0124)
2. Σόνια Ιλίνσκαγια «Τα σαράντα χρόνια της ποίησης του Ρίτσου», πρόλογος στη ρωσική έκδοση των ποιημάτων του Ρίτσου «Εκλογή», «Γ. Ρίτσος, Μελέτες για το έργο του», «Διογένης» 1976.
3. Οζντερίμ Ιντσέ «Συνάντηση με τον Γιάννη Ρίτσο», περιοδικό «Διαβάζω» 21-12-88.
4. Γιάννης Ρίτσος «για τη ζωή και την τέχνη» έκδοση «Ριζοσπάστη», Μάης 1987.
ΤηςΕλένης ΜΗΛΙΑΡΟΝΙΚΟΛΑΚΗ**Η Ελένη Μηλιαρονικολάκη είναι μέλος της ΚΕ και υπεύθυνη του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ
Στρατευμένος στον αγώνα για τον άνθρωπο
Συζήτηση με τον Γρηγόρη Βαλτινό
Το διαχρονικό έργο και η προσφορά του μεγάλου ποιητή, αποτελεί αναμφισβήτητα ευλογία καθώς μας κληροδότησε τους στίχους εκείνους με τους οποίους θα τραγουδάμε πάντα τους αγώνες της νεολαίας και του λαού μας. Γιατί ο Γ. Ρίτσος από θέση, είναι ποιητής στρατευμένος στον αγώνα για τον άνθρωπο. Οι στίχοι του μας συντροφεύουν . Χαράζουν δρόμους, μιλούν στην ψυχή και τη συνείδηση. Οι στίχοι του έγιναν μελωδία από τους σημαντικότερους Ελληνες μουσικοσυνθέτες. Μίκης Θεοδωράκης, Χρήστος Λεοντής και Θάνος Μικρούτσικος συναντήθηκαν με τον Γιάννη Ρίτσο καταγράφοντας τις σημαντικότερες στιγμές του ελληνικού τραγουδιού. Μ' αυτά τα τραγούδια θα συντροφευτούμε όλο το καλοκαίρι σε όλη την Ελλάδα, με τις συναυλίες που οργανώνει το Πολιτιστικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ. Σ' αυτές τις συναυλίες θα συναντήσουμε και τον Γρηγόρη Βαλτινό ο οποίος μας λέει:
«Η εποχή μας είναι εντελώς αντιπνευματική. Κάτι τέτοιες αφορμές πρέπει να τις εκμεταλλευόμαστε σαν οξυγόνο και σαν νερό. Γιατί και για μας αλλά κυρίως για τα παιδιά μας, το να σκύβουμε σε τέτοια κείμενα και στη ζωή τέτοιων ανθρώπων είναι σαν μια μετάγγιση αίματος, μετάγγιση ψυχής, μετάγγιση πνεύματος. Σε μια άνυδρη εποχή είναι ίσως το μόνο που χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε. Οι άνθρωποι αυτοί αφιέρωσαν τη ζωή τους στην τέχνη, στα γράμματα και στους συνανθρώπους τους. Αξίες που σήμερα δεν υπάρχουν. Σήμερα αφιερώνουμε τη ζωή μας στο χρηματιστήριο και στο επόμενο αυτοκίνητο που θα πάρουμε. Αυτό φταίει για την κατάντια μας. Οι εταιρείες προσπαθούν να βγάλουν καινούρια προϊόντα ώστε να αναγκάζουν τον άνθρωπο να υπερκαταναλώνει. Ο μόνος Θεός πλέον είναι η υπερκατανάλωση. Δεν υπάρχει αξία, δεν υπάρχει ηθική, και δεν το εννοώ με την θρησκευτική έννοια. Για την έννοια της συνύπαρξης των ανθρώπων μιλάω. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει να ασχοληθεί κανείς με την ποίηση του Ρίτσου, του Ελύτη, του Καβάφη, του Σεφέρη, της Δημουλά. Η συναυλία αυτή που είναι μια μείξη κειμένων και μελοποιημένων στίχων, μας φέρνει κοντά σε πράγματα που ξεχάσαμε, που πλέον δεν υπάρχουν γύρω μας».
Για τον έρωτα και την επανάσταση
Ο ποιητής που ευλόγησε με τους στίχους του τον Ερωτα, την Ειρήνη, τον Αγώνα, την Επανάσταση. Το μεγαλειώδες του έργο έγινε βάλσαμο για τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό, ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και έγινε κτήμα και μέρος του παγκόσμιου πολιτισμού. Το σημαντικότερο όμως, είναι ότι ο Γιάννης Ρίτσος δεν έμεινε ποτέ του στα λόγια. Ο αγωνιστικός ποιητικός του λόγος ήταν άρρηκτα δεμένος με την αγωνιστική του δράση.
«Είχα τη χαρά και την ευλογία να τον γνωρίσω» συνεχίζει ο Γρηγόρης Βαλτινός. «Την τελευταία 10ετία της ζωής του, στα μεγάλα αφιερώματα που γίνονταν, συνήθως διάβαζα την ποίησή του. Και είχαμε αναπτύξει μια ζεστή σχέση. Δεν θα τολμούσα να πω φιλία. Εχω την αίσθηση ότι γνώρισα έναν Αγιο και ξαναλέω όχι με την θρησκευτική έννοια, αλλά με την ουσία του Αγίου, του Ανθρώπου δηλαδή που έχει αφιερώσει τη ζωή του στον άνθρωπο και στον αγώνα. Που έχει υποφέρει από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του, μέχρι το τέλος. Αν κάτσει και σκεφτεί κανείς, τι πέρασε ο Ρίτσος και σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, πριν τον πόλεμο, κατά τη διάρκεια του πολέμου, στα Δεκεμβριανά, μετά την απελευθέρωση, μετά τη λήξη του εμφυλίου, δικτατορίες Μεταξά αλλά και του '67, εξορίες... Κι όλα αυτά αντί να τον μικρύνουν και να τον καταβάλουν, τον έκαναν ακόμη πιο μεγάλο. Πώς μετουσιώνουν αυτοί οι "Αγιοι" τον πόνο σε μεγαλείο».
Πιστός στην ιδεολογία του
Ο Γ. Ρίτσος παρέμεινε σε όλη του τη ζωή, πιστός στην ιδεολογία του, πιστός στους στόχους και στα οράματα του ΚΚΕ. Παρέμεινε στρατευμένος στον αγώνα, με το ήθος, τη θέληση, τις αξίες και το πείσμα που απαιτεί η ιδεολογία μας. Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται, για να γεννήσουν ομορφιά και να θυμίζουν στους ανθρώπους ποιο είναι το πραγματικό τους μπόι. Τέτοιος άνθρωπος υπήρξε ο Γιάννης Ρίτσος. Μπορεί να υπάρχει σωφροσύνη σ' αυτούς που επιχειρούν να διαχωρίσουν το έργο του σε ποιητικό και πολιτικό, σε στρατευμένο και μη;
«Είναι σα να προσπαθείς να διαχωρίσεις από ένα χρώμα τα επιμέρους» - λέει ο Γρηγόρης Βαλτινός. «Ξέρουμε καλά ότι για να ζωγραφίσει κανείς, κάνει πολλούς συνδυασμούς χρωμάτων. Ενα χρώμα βγαίνει από άλλα δυο, τρία ή τέσσερα χρώματα. Αν έχουν αυτή την ικανότητα "μπράβο" τους. Μπορούν να αναλύσουν δηλαδή και να πουν ότι ένα ποίημα του Ρίτσου έχει 20% πολιτική, 30% καθαρή ποίηση, 20% κοινωνική κατακραυγή και 20% ΚΚΕ; Μα, ο άνθρωπος έκανε το Ρίτσο να γράφει αυτούς τους στίχους. Και ο άνθρωπος είναι όλα. Δεν πρέπει να αποκόβουμε τον Ρίτσο από την εποχή που έζησε. Ηταν ενας ευαίσθητος καλλιτέχνης. Καλλιτέχνης σημαίνει ευαίσθητες κεραίες. Δεν μπορεί να αποκοπεί από αυτό που βασανίζει τους γύρω του και εντελώς αντιδραστικά να αρχίσει να γράφει για λουλούδια. Μοιραία λοιπόν, ο Ρίτσος και αυτή είναι η εντιμότητά του, βούτηξε μέσα στη φωτιά, στη μάχη, στο μπαρούτι και όχι από το γραφείο του. Ο Ρίτσος πήρε θέση και τα κοινωνικά προβλήματα έδωσαν έμπνευση στις λέξεις του».
Προς απάντηση όλων «Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη την είπαν ο έρωτας κι η επανάσταση. Ολη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση» (Γιάννης Ρίτσος).
Μέσα από τα τραγούδια και τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου θα περιδιαβούμε στην πολυτάραχη και γεμάτη ζωή του ποιητή. Θα ανατρέξουμε τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και του λαού μας.
«Στη συναυλία συμμετέχω και σαν ηθοποιός και σαν τραγουδιστής. Θα έλεγα ότι νιώθω σαν να απλώνεται μια γέφυρα με κείνα τα τελευταία αφιερώματα που συμμετείχα πριν φύγει ο ποιητής και χαίρομαι πάρα πολύ που είμαι ελεύθερος και μπορώ να συμμετέχω σε κάτι που κυριολεκτικά ευφραίνει την ψυχή μου και με ξαναφέρνει στην παλιά και πρώτη μου αγάπη, που με έφερε στο θέατρο και που ήταν η ποίηση. Λέω αποσπάσματα από τα μεγάλα έργα το "Καπνισμένο τσουκάλι", τον "Επιτάφιο", τη "Ρωμιοσύνη"... Και λέω και κάποια τραγούδια που επί δικτατορίας τα ακούγαμε μόνο φορώντας τα ακουστικά, κρυφά, γιατί δεν επιτρεπόταν να ακουστούν αυτά τα τραγούδια».
Σ.Α.
Ο Λουί Αραγκόν για τον Ρίτσο
«Κάθε φορά που μου φέρνανε στίχους, καλά είτε κακά μεταφρασμένους, αυτού του άγνωστου, ένιωθα πάντοτε όπως και την πρώτη φορά, ανίκανος να κυριαρχήσω τα μάτια μου, τα δάκρυά μου... Ολα γίνονται σάμπως ο ποιητής αυτός να γνώριζε το μυστικό της ψυχής μου, και να ήξερε, μόνος, μ' ακούτε, μόνος αυτός, να με συγκλονίζει έτσι. Στην αρχή δεν το ήξερα πως ήταν ο πιο μεγάλος απ' τους ζώντες ποιητές της εποχής αυτής που είναι η δική μας. Ορκίζομαι πως δεν το ήξερα. Το έμαθα σταδιακά, από το ένα ποίημα στο άλλο, παρά λίγο να πω από το ένα μυστικό στο άλλο, γιατί κάθε φορά ένιωθα το συγκλονισμό μιας αποκάλυψης. Η αποκάλυψη ενός ανθρώπου και μιας χώρας, τα βάθη ενός ανθρώπου και τα βάθη μιας χώρας...» (Από το κείμενο του Λουί Αραγκόν με τίτλο «Ο μεγαλύτερος ζων ποιητής ονομάζεται Γιάννης Ρίτσος», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Les Lettres Francaises», 1971).
Ο κόκκινος δρόμος της ζωής και της ποίησης
Βιογραφικές «ψηφίδες» μιας μεγάλης πορείας
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στις 14/5/1909 (1/5 με το παλιό ημερολόγιο) στη Μονεμβασιά της Λακωνίας, σε αρχοντική οικογένεια, τέταρτος και τελευταίος γόνος του Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του «μπολιάζονται» από την επαφή με τη φύση, τις λαϊκές ιστορίες και τα πανηγύρια που τον φέρνουν σε επαφή με τον πλούτο της παράδοσης του λαού μας. Τελειώνει το δημοτικό και το γυμνάσιο στη Μονεμβασιά και το Γύθειο. Το 1921 χάνει την αγαπημένη μητέρα και τον αδελφό του από φυματίωση.
Στην Αθήνα του Μεσοπολέμου
Το 1925 «ανηφορίζει» στην Αθήνα, σε μια πόλη που αρχίζει να γιγαντώνεται από τη φτωχή αγροτιά που εγκαταλείπει τη γη της, με πολύ νωπές τις συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής και με τη δικτατορία του Πάγκαλου «προ των πυλών». Πιάνει δουλειά ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Γράφεται στη Νομική Σχολή, χωρίς να φοιτήσει ποτέ και εργάζεται ως βοηθός βιβλιοθηκάριου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας.
Ηδη έχει προσβληθεί από φυματίωση και το 1927 εισάγεται στο «Σωτηρία». Τα τρία χρόνια που θα μείνει εκεί θα είναι καθοριστικά για τη συγκρότηση του ιδεολογικού προσανατολισμού του ποιητή. Μαρξιστές και προοδευτικοί διανοούμενοι, στελέχη και μέλη του ΚΚΕ που επίσης νοσηλεύονται, θα τον μυήσουν στον Μαρξ και τον Λένιν. Εκεί γνωρίζεται με την Μαρία Πολυδούρη.
Ο Ρίτσος αρχίζει ήδη να διαμορφώνει τη στάση του ως ποιητής, όχι κλεισμένος στον «πύργο» του, αλλά ετεροκαθοριζόμενος από τον πόνο και την αδικία που βιώνει και βλέπει γύρω του.
Ποίηση και Επανάσταση
Το 1934 είναι σημαδιακή χρονιά για τον Ρίτσο. Σε μια σχεδόν σημειολογική συγκυρία που πραγματώνει το όραμά του για την ποίηση και την Επανάσταση, εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Τρακτέρ» και γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, ενώ αρχίζει η συνεργασία του με τον «Ριζοσπάστη». Εχει ορίσει πλέον την προσωπική του «ρότα» που θα τον «ταξιδέψει» μέχρι το τέλος. «Από κει και πέρα η ζωή του ήταν ένας συνεχής αγώνας για την κοινωνική δικαιοσύνη, για την ανεξαρτησία, την ελευθερία», όπως είπε σε συνέντευξή της στον «Ρ» (Οχτώβρης 1995) η σύζυγός του, Φαλίτσα. Και ο ίδιος, στον «Ριζοσπάστη»: «Γιατί έγινα κομμουνιστής; Για ό,τι γίναμε όλοι μας. Γιατί διαπιστώσαμε ότι υπάρχει αδικία, εκμετάλλευση, καταπίεση και σαν άνθρωποι αντιστεκόμαστε (...) Γιατί έμεινα: (...) Το να έφευγα απ' τον κομμουνισμό, ήταν σα να έφευγα από την πατρίδα μου, σα να έφευγα απ' τη ζωή, σα να έφευγα
από τον κόσμο. Σα να μην ήμουν πια τίποτα».
Το 1935 εκδίδει τη συλλογή «Πυραμίδες».
Το 1937 νοσηλεύεται και πάλι, ενώ γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Μια σημαντική αναγνώριση της λογοτεχνικής του αξίας έρχεται όταν δημοσιεύεται «Το τραγούδι της αδελφής μου» (εμπνευσμένο από την αδελφή του Λούλα, η οποία είχε εισαχθεί στο Δαφνί) με τον Παλαμά να λέει το περίφημο: «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις».
Αυτό που για άλλους θα ήταν έργο ζωής και θα τους εξασφάλιζε ένα σημαντικό κεφάλαιο στη νεοελληνική ποίηση, για τον Ρίτσο δεν ήταν παρά η αρχή. Γιατί η ποίηση γι' αυτόν δεν ήταν «ενασχόληση», αλλά η ανάσα του.
Το 1938 κυκλοφορεί η «Εαρινή Συμφωνία» και προσλαμβάνεται ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή.
Το 1940 και η έναρξη του πολέμου για την Ελλάδα βρίσκει τον ποιητή κατάκοιτο. Λίγους μήνες πριν την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας έχει κυκλοφορεί «Το εμβατήριο του ωκεανού». Φυσικά, τίποτα δεν είναι ικανό να βγάλει τον Ρίτσο εκτός μάχης. Οργανώνεται στο ΕΑΜ και εντάσσεται στο μορφωτικό τμήμα του. Στο σπίτι του συνεδριάζει η Κομματική Οργάνωση των Διαφωτιστών και συνεργάζεται με την Ηλέκτρα Αποστόλου. «(...) με τούτη τη στάχτη της Ηλέκτρας, με τούτη τη φλόγα της Ζόγιας, έτσι θα σας νικήσουμε (...)».
Εξακολουθεί να γράφει πυρετωδώς. Αμείωτη βαίνει η συνεργασία του με τον παράνομο αντιστασιακό Τύπο. Η «Δοκιμασία» λογοκρίνεται από τους κατακτητές. Εχει ήδη αρνηθεί ευγενικά, το 1942 και με την πείνα να θερίζει την Αθήνα, τον έρανο υπέρ του, μετά από δημοσίευμα στην «Ακρόπολη» σχετικής έκκλησης του ηθοποιού Στέλιου Βόκοβιτς στο πλαίσιο χρονογραφήματος του Α. Λιδωρίκη. Αντίθετα, ο ποιητής ζητά, η όποια βοήθεια να δοθεί στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και να μοιραστεί ακριβοδίκαια στους λογοτέχνες που έχουν ανάγκη.
Η υποχώρηση του ΕΛΑΣ τον Δεκέμβρη του '44 από την Αθήνα βρίσκει μια ομάδα καλλιτεχνών, μεταξύ αυτών και τον Ρίτσο, να μεταβαίνει στην επαρχία. Συνάντηση με τον Αρη Βελουχιώτη στα Τρίκαλα. Οργανώνονται θίασοι και οι καλλιτέχνες χρεώνονται με το καθήκον της συγγραφής έργων. Μέσα σε μια βδομάδα ο Ρίτσος γράφει το μονόπρακτο «Η Αθήνα στ' άρματα». Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φλεβάρης 1945) επιστρέφει στην Αθήνα. Εκδίδει το ποίημα «Ο σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης». Εχει καθοδηγητικό καθήκον στο καλλιτεχνικό τμήμα της ΕΠΟΝ.
Στον ανηφορικό δρόμο του αγώνα
Τον Ιούλη του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Λήμνο. Το 1949 μεταφέρεται στο κολαστήρι της Μακρονήσου. Γράφει και ζωγραφίζει όπου και όπως μπορεί: Σε πέτρες, ξύλα, κόκαλα ζώων. Σύντροφοί του όπως ο Μάνος Κατράκης βοηθούν στο κρύψιμο της δημιουργίας του ποιητή. Υποτροπιάζει η φυματίωση, αναγκάζονται να τον απολύσουν βαριά άρρωστο, αλλά σύντομα τον ξαναστέλνουν στη Μακρόνησο και στη συνέχεια στον Αη-Στράτη. Γράφει το «Γράμμα στον Ζολιό-Κιουρί» και καταφέρνει να το στείλει στο εξωτερικό, όπου βρίσκει πλατιά απήχηση. Δημιουργοί όπως ο Αραγκόν, ο Νερούντα, ο Πικάσο κ.ά. δημιουργούν εκείνες τις συνθήκες πίεσης στο καθεστώς της Ελλάδας, ώστε το 1952 ο Ρίτσος απελευθερώνεται από τον Αη-Στράτη, χωρίς να υπογράψει δήλωση. Αντίθετα, υπογράφει αριστουργήματα όπως το «Ημερολόγιο Εξορίας» και το «Καπνισμένο Τσουκάλι», τον «Πέτρινο Χρόνο» και τις «Γειτονιές του κόσμου».
Εκλέγεται στη Διοικούσα Επιτροπή της ΕΔΑ. Γράφει το ποίημα «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», αμέσως μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του.
Το 1954 παντρεύεται τη γιατρό Φαλίτσα Γεωργιάδου. Ενα χρόνο μετά γεννιέται η Ελευθερία (Ερη).
Το 1956 δημοσιεύεται η ποιητική σύνθεση «Η σονάτα του σεληνόφωτος», η πρώτη της «Τέταρτης Διάστασης». Αποσπά το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης και μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες. Την ίδια χρονιά ταξιδεύει με άλλους διανοούμενους στην ΕΣΣΔ, μετά από πρόσκληση της τελευταίας. Το ταξίδι στην πρώτη σοσιαλιστική «πατρίδα» ήταν για κάθε κομμουνιστή - και μάλιστα εκείνη την εποχή - ευλόγως και πολλαπλώς σημαντικό. Πολύ περισσότερο για έναν κομμουνιστή ποιητή.
Την επόμενη χρονιά το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», στο πλαίσιο αφιερώματος για τα 40 χρόνια από την Επανάσταση του Οχτώβρη, δημοσιεύει τη μετάφραση του Ρίτσου στους «Δώδεκα» του Αλεξάντρ Μπλοκ. Λίγους μήνες μετά, το Φλεβάρη του 1958, ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος και ο Αυγέρης διώκονται, με αφορμή τα κείμενά τους στο αφιέρωμα του περιοδικού. Ξεκινάει νέα «εκστρατεία» υπεράσπισης του Ρίτσου εντός και εκτός Ελλάδας και το Μάη το καθεστώς εξαναγκάζεται σε νέα υπαναχώρηση. Την ίδια χρονιά ταξιδεύει σε Ρουμανία και Βουλγαρία. Τα ταξίδια στις σοσιαλιστικές χώρες θα πυκνώσουν τα επόμενα χρόνια.
Την ίδια περίοδο, θα λάβει χώρα μια συνάντηση που θα σημαδέψει ανεξίτηλα τα ελληνικά γράμματα και τη μουσική, αλλά και τη μετέπειτα δημιουργική και προσωπική πορεία του ποιητή και του Μίκη Θεοδωράκη. Το 1959 ο τελευταίος κυκλοφορεί μελοποιημένο τον «Επιτάφιο» και την επόμενη χρονιά ξεκινά επεισοδιακή περιοδεία σε όλη τη χώρα.
Το 1961 στη Ρουμανία γνωρίζεται προσωπικά με τον μεγάλο Τούρκο ποιητή, Ναζίμ Χικμέτ, του οποίου την ποίηση ο Ρίτσος ήδη γνώριζε. Το 1963 θα τρέξει στη Θεσσαλονίκη, κοντά στον ετοιμοθάνατο Γρηγόρη Λαμπράκη, από τη δολοφονική επίθεση του παρακράτους. Το 1964 τον βρίσκει υποψήφιο της ΕΔΑ, ενώ το 1966 ταξιδεύει στην Κούβα.
Μέχρι τότε έχουν κυκλοφορήσει πολλά έργα του, μεταξύ αυτών: «Χρονικό», «Αποχαιρετισμός», «Μακρονησιώτικα», («Πέτρινος χρόνος»), «Οι γειτονιές του κόσμου», «Υδρία», «Χειμερινή διαύγεια» (1957), «Οταν έρχεται ο ξένος», η «Ανυπόταχτη πολιτεία», «Η αρχιτεκτονική των δέντρων», «Πέρα απ' τον ίσκιο των κυπαρισσιών» (1958), «Οι γερόντισσες κ' η θάλασσα», το θεατρικό «Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα» (1959), «Το παράθυρο», «Η γέφυρα» (1960), δύο τόμοι από τα «Ποιήματα», «Ο Μαύρος Αγιος», «Ανθολογία Ρουμάνικης Ποίησης» (1961). Την ίδια χρονιά στο «Νέο θέατρο» ανεβαίνει από τον Μίκη Θεοδωράκη ο «Επιτάφιος». 1962: «Το νεκρό σπίτι», «Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού». 1963: «Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες», «12 ποιήματα για τον Καβάφη», «Μαρτυρίες» (σειρά πρώτη), «Ποιήματα» του Αττίλα Γιοζέφ (μετάφραση Νικηφόρου Βρεττάκου - Γιάννη Ρίτσου). Το 1964 κυκλοφορούν τα «Ποιήματα» του Μαγιακόφσκι, με πρόλογο και απόδοση του Γιάννη Ρίτσου. Την ίδια χρονιά εκδίδεται ο τρίτος τόμος των απάντων του («Ποιήματα») και τα «Παιχνίδια τ' ουρανού και του νερού». 1965: «Φιλοκτήτης». 1966: «Ρωμιοσύνη», «Το δέντρο» του Ερεμπουργκ με πρόλογο και απόδοση του Γιάννη Ρίτσου, «Μαρτυρίες» (σειρά δεύτερη), «Ορέστης», «Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών», «Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος» του Νικόλας Γκιλλιέν (σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου). Κυκλοφορεί η «Ρωμιοσύνη» από τον Μίκη Θεοδωράκη. 1967: «Οστράβα».
Με την επιβολή της χούντας το 1967 συλλαμβάνεται από τους πρώτους και βρίσκεται μεταξύ των χιλιάδων κρατουμένων στον Ιππόδρομο. Πριν, έχει αρνηθεί να φύγει και να κρυφτεί όπως τον καλούσαν οι φίλοι του. Εξορίζεται αρχικά στη Γυάρο και αργότερα στη Λέρο. Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του ξεσηκώνεται νέο κύμα συμπαράστασης από ξένους διανοούμενους. Ηδη λίγες μέρες μετά την έναρξη της χούντας και τη γνωστοποίηση της σύλληψης του ποιητή, Γάλλοι συγγραφείς δημοσιεύουν ανοιχτή επιστολή προς τους πραξικοπηματίες με αίτημα την απελευθέρωσή του.
Το 1968 μεταφέρεται στην Αθήνα, στον «Αγιο Σάββα», μετά από αιματουρία. Χειρουργείται ξαναστέλνεται στη Γυάρο και λίγο αργότερα στη Σάμο, όπου τίθεται σε κατ' οίκον περιορισμό. Στέλνει κρυφά στη Γαλλία το «Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα» που μεταφράζεται και εκδίδεται. Αργότερα «φυγαδεύει» τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», τα οποία μελοποιεί ο Μίκης Θεοδωράκης και τα παρουσιάζει σε συναυλίες στο εξωτερικό. Ξεσηκώνεται νέο διεθνές κίνημα συμπαράστασης, με αποτέλεσμα να αρθεί ο περιορισμός το 1970 οπότε έρχεται στην Αθήνα και ξαναμπαίνει στο χειρουργείο. Τον Γενάρη τον καλούν στην Αγγλία, σε ένα ποιητικό συνέδριο. Ο Παττακός φωνάζει τον Ρίτσο και του λέει ότι μπορεί να πάει με τη δέσμευση να μην πει τίποτα εναντίον του καθεστώτος. Ο Ρίτσος αρνείται λέγοντας ότι είναι αδύνατο να μη μιλήσει για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Τον ξαναστέλνουν στη Σάμο. Το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς ανακηρύσσεται μέλος της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών Μάιντς της Δ. Γερμανίας.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 τον βρίσκει στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων. Μέχρι τότε και λόγω της άρσης της λογοκρισίας σε μια προσπάθεια του καθεστώτος να προβάλλει διαφορετικό «προφίλ» δημοσιεύεται «Ο αφανισμός της Μήλος» (1971). 1972: «Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα», «Η Ελένη», «Χειρονομίες», «Τέταρτη Διάσταση», «Η επιστροφή της Ιφιγένειας», «Χρυσόθεμις», «Ισμήνη». 1973: «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», «Διάδρομος και σκάλα», «Γκραγκάντα», «Σεπτήρια και δαφνηφόρια». 1974: «Καπνισμένο τσουκάλι», «Υμνος και θρήνος για την Κύπρο», «Κωδωνοστάσιο», «Μελετήματα», «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη», «Χάρτινα».
Λαϊκή και παγκόσμια αναγνώριση
Η μεταπολίτευση θα φέρει την ποίησή του και τον ίδιο τον Ρίτσο ακόμη πιο κοντά στο λαό, ο οποίος τον τιμά όπως αξίζει σε έναν ποιητή «σπλάχνο από το σπλάχνο του». Παράλληλα, η ποιητική του αξία και η στάση ζωής του αναγνωρίζονται σε όλο τον κόσμο και όχι μόνο από τις μεταφράσεις που πληθαίνουν σε πάρα πολλές γλώσσες. Το 1975 του απονέμεται στη Σόφια το βραβείο «Γκεόργκι Ντιμιτρόφ», αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του απονέμεται το Μέγα Γαλλικό Βραβείο Ποίησης «Αλφρέ ντε Βινύ» και προτείνεται για το Νόμπελ. Γράφει και δημοσιεύει συνεχώς. Το 1976 του απονέμονται δύο διεθνή βραβεία ποίησης στην Ιταλία. Το 1977 απαγγέλλει στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ το ποίημα «Τα παιδιά της ΚΝΕ». «Στιγμή, απ' αυτές που δεν ξεχνιούνται, όταν τα μεγάφωνα ανάγγειλαν: "η τιμή σου, τιμή μας ποιητή", τιμή μας που είσαι δίπλα μας μεγάλε ποιητή του λαού μας Γιάννη Ρίτσο! Κι απλώθηκε ύστερα στα πλήθη μια σιωπή... Σιωπή γεμάτη αγάπη, σιωπή γεμάτη περηφάνια (...)» διαβάζουμε στο σχετικό ρεπορτάζ του «Ρ» της εποχής.
Τιμάται στην ΕΣΣΔ με το διεθνές βραβείο «Λένιν» για την Ειρήνη. 1978: Ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ (Αγγλία).
1979: Αναγορεύεται επίτιμος δημότης Λευκωσίας, του απονέμεται το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης για τον Πολιτισμό, από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης και το παράσημο της «Φιλίας των Λαών» της ΕΣΣΔ.
1983: Μέλος της Επιτροπής Απονομής του βραβείου «Λένιν». 1984: Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου «Καρλ Μαρξ» της Λιψίας (ΓΛΔ). Το 1985 αποσπά νέες βραβεύσεις σε Ιταλία και Γιουγκοσλαβία.
Ολο αυτό το διάστημα συμμετέχει σε πλήθος εκδηλώσεων στην Ελλάδα, απαγγέλλει, συζητά με τον κόσμο, γίνεται επίτιμος δημότης πολλών πόλεων. Πάντα γράφει και δημοσιεύει. Το 1986 του απονέμεται το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ, μετάλλιο από το Εθνικό Νομισματοκοπείο Γαλλίας και το Διεθνές Βραβείο «Λυτές». 1987: Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας και του απονέμεται το χρυσό μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων.
1989: Του απονέμεται ο μεγάλος Αστέρας της «Φιλίας των Λαών» στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και το μετάλλιο ειρήνης «Γρηγόρη Λαμπράκη» της ΕΕΔΥΕ.
Το 1990 του απονέμεται το μετάλλιο «Ζολιό-Κιουρί», ανώτατη διάκριση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης. Στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, ο κομμουνιστής ποιητής, ο άνθρωπος που ταύτισε τη ζωή του με την ποίηση και την Επανάσταση, ο αγωνιστής που δεν πρόδωσε στιγμή το Κόμμα και τις αξίες του, «φεύγει». Η εργατική τάξη που αποτέλεσε τη «Μούσα» του, η νεολαία, ο λαός, τον αποχαιρετά. Ενταφιάζεται στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά, λίγες μέρες μετά...
«Ο Γιάννης Ρίτσος ταυτίστηκε με ό,τι καλύτερο έχει να δείξει η νεώτερη Ελλάδα (...)», θα πει ο Χαρίλαος Φλωράκης...
Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ
Τρία κόκκινα γράμματα... η ζωή και η ποίησή του
Προπαραμονή του αιφνίδιου και άδικου θανάτου του (3/4, στην Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών), ο αξέχαστος σύντροφος και συνεργάτης του «Ριζοσπάστη», σκηνοθέτης Νίκος Αντωνάκος, έστειλε (ηλεκτρονικά) την ομιλία που θα έκανε στην εκδήλωση - αφιέρωμα της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών προς τιμή του Γιάννη Ρίτσου, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του μέγιστου κομμουνιστή ποιητή. Ο Νίκος Αντωνάκος πήγε στην εκδήλωση και την ώρα που άρχισε να διαβάζει την ομιλία του, ίσως και λόγω της έντονης και έκδηλης συγκίνησης που ένιωθε μιλώντας για τον ποιητή, «προδόθηκε» από την καρδιά του. Η ομιλία του Ν. Αντωνάκου, λόγω του θλιβερού θανάτου του, δε διαβάστηκε στην εκδήλωση. Διαβάστηκε, όμως, την ημέρα της πολιτικής κηδείας του, στο Α' Νεκροταφείο.
Ο «Ρ» θεωρεί αναγκαία τη δημοσίευση αυτού του εξαιρετικού, από καρδιάς γραμμένου, κειμένου του Νίκου Αντωνάκου. Εμελλε να είναι αφιερωμένο στον Γιάννη Ρίτσο, το τελευταίο κείμενο του Ν. Αντωνάκου, που δημοσιεύει η εφημερίδα μας...
Ηταν μακρύς ο δρόμος του
«Από πού να ξεκινήσεις και πού να τελειώσεις με τον Γιάννη Ρίτσο; "Είναι μακρύς ο δρόμος του, πολύ μακρύς αδερφέ μου"! Οσο μακρύς, όμως, κι αν ήταν ο δρόμος του Ρίτσου, και όσο δύσκολος, ήταν ένας δρόμος ίσος, καθαρός και σίγουρος. Για την ακρίβεια, ο δρόμος του Γιάννη Ρίτσου δεν ήταν ίσος. Ηταν σπειροειδής και εξελικτικός. Μοιάζει με μια θεόρατη στρογγυλή σκάλα που ξεκινάει από τη γη και ανεβαίνει κυκλικά στους ατέλειωτους ουρανούς. Μοιάζει με μια τεράστια τοιχογραφία της ανθρωπότητας. Μια τοιχογραφία που ξεκινάει από το πάντα και θα φτάσει στις αταξικές κοινωνίες του μέλλοντος. Και θα συνεχίσει ...αφού αυτό το ταξίδι, δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος!
Κάθε σκαλί αυτής της τεράστιας σκάλας, που ανέβαινε ο ποιητής, κάθε πινελιά αυτής της τεράστιας τοιχογραφίας, που μελετούσε και εξηγούσε ο ποιητής, ήταν και μια κατάκτηση. Μια κατάκτηση η οποία τον έφερνε πιο κοντά στην αλήθεια. Μια αλήθεια χωρίς περιορισμούς. Μια στέρεη και καθαρή αλήθεια. Κάθε νέο σκαλί αυτής της χωρίς αρχή και χωρίς τέλος σκάλας, δεν έμοιαζε με το προηγούμενο, ούτε με το επόμενο. Κάθε σκαλί ήταν ένα στάδιο. Και, ωστόσο, αυτά τα ξεχωριστά σκαλιά, αυτά τα ξεχωριστά στάδια, είναι μια αδιάκοπη συνέχεια! Μια συνεχής, σπειροειδής άνοδος.
Ο Γιάννης Ρίτσος, ανήσυχο μυαλό και μαχητής, από πολύ νωρίς έσκισε τα πέπλα που του έκρυβαν τον ήλιο. Από πολύ νωρίς ξέμπλεξε με τις μεταφυσικές φιλοσοφίες και τα αντίστοιχα ρεύματα, που πηγαίνουν τους ποιητές σε μπερδεμένα φιλοσοφικά και αισθητικά ταξίδια. Σε ταξίδια που τους κλέβουν το χρόνο και τους οδηγούν στον εστετισμό. Στην εσωστρέφεια και στην απελπισία. Εκείνος, νέος ακόμα, ήρθε σε επαφή με το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, με το μαρξισμό, που τον βοήθησε να κατανοήσει και να ερμηνεύσει σωστά τον κόσμο.
Ο ποιητής έκανε τη σωστή επιλογή στο σωστό χρόνο. Από τα πρώτα του ποιητικά βήματα κιόλας άνοιξε μέσα στο μυαλό του και την καρδιά του τεράστια μαρξιστικά θεμέλια, σίγουρες φιλοσοφικές, επιστημονικά αποδεδειγμένες θεωρίες και πρακτικές, και πάνω σε αυτά τα σίγουρα και παραγωγικά θεμέλια ακούμπησε το πολύτιμο έργο του. Ενα έργο το οποίο δεν επιτρέπει αμφισβητήσεις! Γιατί δεν είναι ποιητική αδεία σκόρπιες λέξεις ή ποιητική αδεία όμορφες λέξεις. Το έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Είναι μέρος της πολιτικής και οικονομικής επιστήμης. Είναι μέρος της φιλοσοφικής και επιστημονικής γνώσης. Είναι εργαλείο στα χέρια της εργατικής τάξης. Είναι μέρος της επανάστασης.
Ηταν κομμουνιστής ποιητής
Ο Γιάννης Ρίτσος δεν είναι απλώς ένας πολύ καλός ποιητής. Είναι ένας πολύ καλός κομμουνιστής ποιητής. Και αυτά τα δυο πράγματα, είναι διαφορετικά πράγματα. Καλούς ποιητές συναντάς, μπορείς να συναντήσεις, αρκετούς. Καλούς κομμουνιστές ποιητές, δεν συναντάς με το τσουβάλι. Είναι μετρημένοι στα δάκτυλα. Είναι ξεχωριστοί! Και είναι ξεχωριστοί, γιατί η ποίησή τους δεν έχει να κάνει μόνον με την αισθητική. Εχει να κάνει με την αισθητική και με την πορεία του κόσμου. Γιατί είναι μια ποίηση που περικλείει μέσα της όλο το πλάτος της ανθρώπινης γνώσης. Από τα πιο απλά έως τα πιο πολύπλοκα. Είναι μια ποίηση που απαιτεί γνώσεις για να τη γράψεις και γνώσεις για να την αναγνώσεις.
"Υπάρχει δυνατότητα μέσω της τέχνης να ξαναγυρίσουν στη ζωή: Ανθρωποι, σπίτια, τοπία, θάλασσες, τραγούδια. Αιώνες. Ναι, μια μυστική βεβαιότητα το επικυρώνει. Δεν ξέρω πώς. Ισως είναι η ίδια η λειτουργία της φύσης, μαζί με τη λειτουργία του πνεύματος και πάνω απ΄ όλα η σύνθεση των αισθήσεων και των γνώσεων που μας δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα διάρκειας, αθανασίας, αιωνιότητας. Κάποτε αναρωτιέμαι, είναι πραγματικότητα ή μήπως αυτή ακριβώς είναι η αληθινή πραγματικότητα, που τη ζήσαμε όχι μονάχα μέσα στη ζωή, αλλά και μέσα στα όνειρα, μέσα στη φαντασία και μέσα στην πράξη της τέχνης. Και με την πράξη αυτής ακριβώς της τέχνης, η πραγματικότητα αυτή έγινε μια πραγματική πρώτη πραγματικότητα...".
Οσοι από τους αναγνώστες του Γιάννη Ρίτσου έχουν μαρξιστικές γνώσεις έχουν πολύ καλύτερη πρόσβαση στο έργο του ποιητή. Οσο βαθύτερες είναι οι μαρξιστικές γνώσεις τους, τόσο βαθύτερα φτάνουν στο έργο του. Είναι κρίμα να διαβάζει κανείς τον Γιάννη Ρίτσο μόνο στο πρώτο επίπεδο. Ολη η ομορφιά της ποίησής του και όλες οι γεύσεις της είναι στα δεύτερα και τρίτα επίπεδα... Εκεί, δηλαδή, που μπλέκεται η πλατύτερη ανθρώπινη ιστορική γνώση με το ποιητικό ταλέντο. Δεν είναι λίγο πράγμα, βέβαια, να γεύεσαι την οικονομία, την περιεκτικότητα της ποίησης. Αλλο πράγμα, όμως, να γεύεσαι μαζί με τα παραπάνω και την πορεία του κόσμου μέσα από την ποίηση.
"Γιατί ολόκληρη η ζωή, ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι ένας κύκλος. Οχι, όχι κύκλος. Θα μπορούσα να πω μια σπείρα, μια ανερχόμενη, εξελισσόμενη σπείρα. Ολο και πιο πάνω, όλο και πιο πάνω. Ως πού; Δεν έχει τέλος. Το ατελεύτητο που συναντάται με το απέραντο. Ατελεύτητο και απέραντο! Να το ζήσεις μόνο μια στιγμή, το έζησες για πάντα! Κι είναι σαν να υπάρχεις πάντα! Και υπάρχεις! Ετσι δεν είναι; Υπάρχεις. Υπάρχω. Υπάρχουν".
Ωστόσο, και αυτό είναι εξαιρετικό παράδειγμα για μίμηση, η μεγαλύτερη αρετή του Γιάννη Ρίτσου, είναι ότι συνταίριασε τη θεωρία με την πράξη. Την ποίηση με την προσωπική στάση ζωής. Συνταίριασε τα γραπτά του με τον καθημερινό πολιτικό αγώνα. Είναι από τους λίγους ποιητές, από τους λίγους διανοούμενους, που ό,τι έγραφε τα εφάρμοζε αυτός πρώτος! Και αυτή η εφαρμογή ήταν βασανιστική τόσο για το κορμί, όσο και για το "πνεύμα". (Το "πνεύμα" εδώ να διαβαστεί με τη διάσταση που έδινε εκείνος στη λέξη "πνεύμα").
Σπούδασε Ιστορία στη «σχολή» του αγώνα
"Εσπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του αγώνα", έγραφε.
Το κορμί του Γιάννη Ρίτσου φέρνει απάνω του τα σημάδια του αγώνα του. Ο ποιητής δεν έγραφε απλώς στίχους και τους σκόρπαγε στον αέρα, νιώθοντας ότι έτσι τέλειωναν και οι υποχρεώσεις του. Εγραψε στίχους τους οποίους υπερασπιζόταν πρώτος στα χαρακώματα. Τους υπερασπιζόταν, μετρώντας παράλληλα τις αντοχές τους και τις αντοχές τις δικές του. Η ζωή του και οι ζωές των συντρόφων του ήταν τα ίδια τα ποιήματα. Ο ιστορικός θα δυσκολευτεί να ξεχωρίσει ποιος ήταν ο ποιητής και ποιο το ποίημα!
Τόσο ο Γιάννης Ρίτσος, όσο και οι στίχοι του, πέρασαν διά πυρός και σιδήρου. Και άντεξαν! Και αυτή η αντοχή δεν είναι αποτέλεσμα μεταφυσικό. Ο Γιάννης Ρίτσος και ο στίχος του είναι συνυφασμένοι με τα χαρακώματα και με τη συνέπεια! Χωρίς αυτές τις αρετές δεν υπάρχει καμία αξία. Γιατί ο Ρίτσος δεν έγραφε στίχους για να μαλακώσει τον πόνο. Εγραφε στίχους για να δικαιώσει τον πόνο. Εγραφε στίχους, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς το κατάλληλο περιβάλλον. Χωρίς τις εξορίες και τις οικοδομές. Χωρίς τα συρματοπλέγματα και τις διαδηλώσεις. Χωρίς τη φάλαγγα στην Ασφάλεια και το καμίνι του εργοστασίου. Χωρίς τις εκτελέσεις και το νυστέρι του χειρουργού. Χωρίς τα αποσπάσματα και την επιστημονική έρευνα.
Αλλά ο Γιάννης Ρίτσος δεν άντεξε μόνο στα "πέτρινα χρόνια". Τότε που κατέβαινε ο υποκόπανος χωρίς δικαιολογία. Τότε που απέναντί του είχε την κάννη του αποσπάσματος και τα άγρια βασανιστήρια. Αυτά ήταν λεπτομέρειες για τον ποιητή και για τους κομμουνιστές. Η δύναμη του Ρίτσου και των συντρόφων του, που άρμεξαν τους χυμούς της ποίησής του, έλαμψε στα διάφορα "ανεξήγητα", για κάποιους, πισωγυρίσματα της Ιστορίας. Και πιο πολύ στο "ανεξήγητο", για τους ίδιους αναχωρητές, δυνατό χτύπημα των τελευταίων χρόνων. Στο δυνατό χτύπημα που για κάποια στιγμή φάνηκε πως "ήρθε το τέλος της Ιστορίας", όπως είπαν κάποιοι. Μιλάω για τότε, που πολλοί δειλοί και πολλοί αδύνατοι το έβαλαν στα πόδια!
Ο Γιάννης Ρίτσος δεν έπαψε ποτέ να τραγουδάει τον κομμουνισμό! Ούτε για μια στιγμή δεν πίστεψε, πως διάλεξε λάθος δρόμο. Ούτε σαν φευγαλέα σκέψη δεν πέρασε από το νου του πως συμμετείχε, ίσως, σε μια ουτοπία. Η εμμονή του στα πιστεύω του, δεν ήταν καλλιτεχνικός εγωισμός! Ηταν βαθιά γνώση του κόσμου. Ο Γιάννης Ρίτσος, άνθρωπος βαθιά συναισθηματικός, δεν υπέκυπτε ποτέ μονομερώς στο συναίσθημα! Λειτουργούσε με το συναίσθημα, αλλά και με το μυαλό, και με την επιστήμη. Ο Ρίτσος έφτασε στον κομμουνισμό, ύστερα από βαθιά μελέτη και όχι από τη φορά των πραγμάτων ή από τους στροβίλους της μόδας, της εποχής! Κανένας σοβαρός κομμουνιστής, ο οποίος θα γνωρίσει σε βάθος το μαρξισμό, όπως ο Ρίτσος, δεν επιτρέπει στον εαυτό του να αμφισβητήσει την νομοτελειακή πορεία της κοινωνίας προς το τελειότερο. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του τη γελοιοποίηση! Και πολύ περισσότερο, δεν επιτρέπει στον εαυτό του να υποκύψει στην ηττοπάθεια και να παραδοθεί.
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε με ανεξίτηλο μελάνι. Με το μελάνι που παράγει η μεγάλη και πλατιά γνώση. Η γνώση των πρώτων και των μεταγενέστερων φιλοσόφων. Η γνώση των ξεσηκωμών και των επαναστάσεων. Η γνώση της τέχνης και η γνώση των νόμων της εξέλιξης της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης. Η γνώση του αγώνα και η γνώση των νόμων της κίνησης της Ιστορίας. Ο Γιάννης Ρίτσος ζωγράφισε τον κόσμο με τα ανεξίτηλα χρώματα του μαρξισμού. Με τα ανεξίτηλα χρώματα του διαλεκτικού και του ιστορικού υλισμού. Και, βέβαια, με τις μελέτες και τη σκέψη του Λένιν.
Ποίηση διαλεκτικής και φιλοσοφίας
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μια οποιαδήποτε ποίηση. Πρόκειται για διαλεκτική ποίηση. Για φιλοσοφία. Για επανάσταση. Στα ποιήματά του, αλλά και στην ίδια τη ζωή του, δεν υπάρχει τίποτα το προσωπικό! Ο Ρίτσος δεν έγραφε για να περνάει η ώρα. Εγραφε για να αποκτάει αξία η ώρα. Τα γραπτά του και η παραδειγματική ζωή του ήταν η δική του συμμετοχή στην επανάσταση. Εγραφε για να συνεισφέρει και αυτός στην έφοδο στους ουρανούς! "Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες. Μέσα στις φλέβες μου είσαι. Μέσα στις φλέβες ολουνών έμπα βαθιά και ζήσε".
Νοιώθω την ανάγκη, κλείνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα, να θυμίσω ένα ποίημα το οποίο θεωρώ ότι καθορίζει τον Γιάννη Ρίτσο. Και τον καθορίζει γιατί δείχνει την ιδεολογική του συνέπεια. Δείχνει το υψηλό ήθος του ανθρώπου. Μιλάει για "τρία κόκκινα γράμματα", για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, για το κόμμα του. Μιλάει, δηλαδή, για το υποκείμενο της επανάστασης, για την ατμομηχανή, που θα τραβήξει τα βαγόνια που θα μεταφέρουν την εξέλιξη ένα ακόμα βήμα μπροστά. Ενα βήμα, όμως, που δε θα μοιάζει με τα προηγούμενα. Αφού η κομμουνιστική επανάσταση, στην οποία πίστευε ακράδαντα και αμετακίνητα ο Ρίτσος, δεν είναι μια ακόμα επανάσταση. Είναι η πλήρης ανατροπή.
"Κάπα, Κάπα, Εψιλον.
τρία κόκκινα γράμματα...
Πολύ πονέσαμε σύντροφοι,
πολύ ξαγρυπνήσαμε
πολύ μακριά κοιτάξαμε
από κανέναν δεν το δανειστήκαμε το κόκκινο.
- δικό μας αίμα
τρία κόκκινα γράμματα
σεμνή υπογραφή του λαού μας
στις λεωφόρους του μέλλοντος
ο δρόμος φεύγει γρήγορα
η Ιστορία δεν γυρίζει πίσω..."
"Η Ιστορία δεν γυρίζει πίσω". Από αυτή τη σκέψη αντλούσε τη χαρά και την πίστη ο Γιάννης Ρίτσος. Ηξερε βαθιά ότι το νερό στο ίδιο σημείο του ποταμού, δεν είναι ποτέ το ίδιο. Οτι τα πάντα κυλάνε ("τα πάντα ρει"), τα πάντα μεταβάλλονται. Η κοινωνία αλλάζει, η κοινωνία μεταβάλλεται. Πώς να πει ο ποιητής ότι η γη δεν κινείται; Αφού κινείται και αυτός το γνωρίζει!
"Ακούω ξανά το μακρινό τραγούδι της θάλασσας. Αυτό δεν σταμάτησε ποτέ. Η αιώνια κίνηση, η αιώνια τέχνη. Η αιώνια μουσική. Ολα αυτά ακίνητα, ακίνητα για πάντα, μέσα στο νόμο της αιώνιας κίνησης".
Προσωπικές αναμνήσεις
Στο σημείο αυτό, θα μεταφέρω δυο ζωντανά στιγμιότυπα. Το ένα συνέβη στην Τζια και το άλλο στην Αγγλία. Γιορτάζοντας τα 10 χρόνια γνωριμίας με τη σύντροφό μου, που τώρα είμαστε μαζί 25 χρόνια, πήραμε σχεδόν όλα τα βιβλία του Ρίτσου και πήγαμε στην Τζια, για να γιορτάσουμε μαζί του (με τα βιβλία του, δηλαδή) το γεγονός. Διαβάζοντας, διαβάζοντας μας πήρε το ξημέρωμα. Βγαίνοντας στο μπαλκόνι να δούμε το χάραμα, ακούμε μια φωνή από δίπλα. "Ακούσαμε, κρυφακούσαμε σωστότερα, όλα τα ποιήματα που διαβάσατε. Ημασταν καθισμένοι εδώ στο μπαλκόνι. Σας ευχαριστούμε. Αν δεν σας πειράζει, θα θέλαμε να μας δανείσετε την «Εαρινή Συμφωνία», μπορείτε;". Ηταν ένα νεαρότερο από εμάς ζευγάρι.
Το δεύτερο στιγμιότυπο ήταν πιο εντυπωσιακό! Ο Γιάννης Ρίτσος αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, της Αγγλίας. Εφτασε, λοιπόν, κοντά μας, στην τοπική Οργάνωση του ΚΚΕ του Λονδίνου για να τον φιλοξενήσουμε και να τον πάμε στο πανεπιστήμιο για την τελετή της αναγόρευσης και να τον φέρουμε πίσω στο Λονδίνο για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αν δε με απατάει η μνήμη μου ήταν το 1978.
Επειδή ήμουν και εγώ καλλιτέχνης ή επειδή ήμουν ο μεγαλύτερος (η πλειοψηφία ήταν φοιτητές) αποφασίστηκε να μεταφέρω εγώ με το αμάξι μου τον ποιητή. (Μαζί μου θα ήταν και ένας άλλος σύντροφος ...φευγάτος πια αυτός τώρα μεταφορικά, βέβαια). Ολα ξεκίνησαν θαυμάσια. Δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού, με τη γνωστή στάση του (με το κεφάλι ψηλά), ο Γιάννης Ρίτσος. Εξω ένα μέτρο χιόνι!
Το αμάξι μου, μια σακαράκα του κερατά, χειρότερη από αυτή που έχω τώρα, δεν άντεξε την κρύα ατμόσφαιρα. Στην ώρα απάνω έπαψε να λειτουργεί το καλοριφέρ. Ολοι μας, και πρωτίστως ο Γιάννης Ρίτσος, λόγω ηλικίας και ταλαιπωρίας από τόσες φυλακίσεις, βασανιστήρια και εξορίες, αρχίσαμε να βαράμε τα πόδια μας. Εκείνος, όμως, δεν έχασε στιγμή το χαμόγελο και τη διάθεση να μας μιλάει ή να απαντάει στις ερωτήσεις μας. Χτυπώντας πάντα τα πόδια, για να κρατιόμαστε ζεστοί! Στις δυο ώρες απάνω του κάνουμε πρόταση για μια στάση σε ένα ξενοδοχείο ή να νοικιάσουμε αυτοκίνητο ή να πάμε με το τρένο. "Δώσε μου την κουβέρτα που είπες ότι έχεις στο πορτμπαγκάζ και μη νοιάζεστε για μένα", μας λέει.
Πράγματι. Διπλώνει την κουβέρτα γύρω από τα πόδια του και δε μας ξανάφησε να ασχοληθούμε με το ζήτημα. Εμείς, και εγώ και ο Πάνος, τον κοιτάγαμε με πλάγιες ματιές. Νιώθαμε υπεύθυνοι απέναντί του και ένοχοι! Ε, λοιπόν, άντεξε, χωρίς να φανεί μια έστω μικρή ανησυχία. Να δείξει ότι κρύωνε. Πέρασαν τόσα χρόνια και θυμάμαι τη στάση του. Ο Γιάννης Ρίτσος, ήταν ένας Δανδής! Ενα κομψοτέχνημα. Κομψοτέχνημα ακόμα και όταν είχε τυλιγμένα τα πόδια του σε μια παλιά σκωτσέζικη κουβέρτα. Ηταν άρχοντας. Και το βλέμμα του να κοιτάζει το μέλλον. Μπροστά. Πάντα μπροστά».
ΤουΝίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
Ο «αποχρωματισμός» του Γ. Ρίτσου στη σχολική λογοτεχνία
Η απόπειρα ιδεολογικού «αποχρωματισμού» της ποίησης του Γ. Ρίτσου και η σκόπιμη αλλοίωση της πολιτικής του ταυτότητας και της κομματικής του ένταξης δεν αποτελούν μιαν ειδική ατυχή περίπτωση στην πρόσφατη σχολική βιβλιογραφία, αντίθετα συγκροτούν τυπικό και ουσιαστικό δείγμα της γενικότερης αντιδραστικής στροφής στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης μέσα από τα νέα βιβλία και αναλυτικά προγράμματα, στα οποία κατισχύει η ιδεολογική μονομέρεια. Αυτή η μεροληψία δεν εκφράζεται μόνο με την υπερπροβολή των εκπροσώπων του ιδεαλισμού και της κυρίαρχης πολιτικής και την επικράτηση του ανορθολογισμού, αλλά και με την παραχάραξη και κιβδηλοποίηση των εκπροσώπων της μαρξιστικής σκέψης και ιδεολογίας στη λογοτεχνία, έτσι ώστε από τη μια να διατηρείται το άλλοθι της προοδευτικότητας και της δημοκρατικής αντιπροσωπευτικότητας και από την άλλη να υιοθετούνται εκδοχές που εκπορεύονται από την κυρίαρχη και μόνον αντίληψη και ιδεολογία.
Οι αλλαγές στο περιεχόμενο των βιβλίων της σχολικής λογοτεχνίας από το 1998 μέχρι σήμερα φρόντισαν με επιμέλεια να αφαιρέσουν από την ποίηση του Γ. Ρίτσου τον ιδεολογικό, κοινωνικό και πολιτικό της χαρακτήρα και να τον παρουσιάσουν σαν κάτι που ποτέ δεν υπήρξε. Για παράδειγμα, η «Ρωμιοσύνη», τα ουσιαστικά κι ολοκληρωμένα αποσπάσματα που υπήρχαν στα παλιότερα βιβλία εξαφανίστηκαν και στη θέση τους επιλέχτηκαν μια σειρά από ποιήματα και αποσπάσματα, που εμφανίζουν τον Ρίτσο σαν οντολογικό και όχι κοινωνικό, λυρικό ποιητή με μεταφυσικές και υπαρξιακές αγωνίες και αναζητήσεις, ενώ πλήθυναν οι ύποπτες αιχμές και οι σκόπιμοι υπαινιγμοί για την αναθεώρηση και κριτική αποστασιοποίηση του ποιητή από την ιδεολογία του. Ειδικότερα, στα κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας θεωρητικής κατεύθυνσης της Γ΄ Λυκείου περιλαμβάνεται η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως» και εντάσσεται στην εξεταστέα ύλη των πανελλαδικών. Ηδη το ανυπόγραφο εισαγωγικό σημείωμα (σελ. 33 του βιβλίου) με αφορμή την ολοκλήρωση της σύνθεσης το 1956 διαπιστώνει ότι το ποίημα εκφράζει τις ανακατατάξεις στο χώρο της αριστεράς (20ό Συνέδριο ΚΚΣΕ και ευρωκομμουνιστικό ρεύμα). Οι αμφισβητήσεις αυτές κατά το συντάκτη εκδηλώνονται στο ποίημα, με το οποίο ο Ρίτσος εγκαταλείπει τις προηγούμενες «ηρωικές» δεκαετίες της ποίησής του. Τα εισαγωγικά που συνοδεύουν το επίθετο «ηρωικές» είναι σημάδι μιας χλεύης στην προσωπικότητα και το έργο του ποιητή, εφόσον αμφισβητούν τον επαναστατικό ηρωισμό της πολιτικής και ποιητικής του πορείας και υπονοούν πως για χρόνια ο ποιητής βρισκόταν σ' ένα σύννεφο φαντασιακής ηρωικής πλάνης, το οποίο διαλύθηκε επιτέλους και προσγειώθηκε με τη Σονάτα του στην αλήθεια της πραγματικής κατά τη γνώμη τους τέχνης. Μια τέτοια θεώρηση υπάρχει μόνο στη σκοτεινή πρόθεση αυτών που προσπαθούν να παραχαράξουν την «Τέταρτη Διάσταση» γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης. «Ολοι σπεύδουν να δουν το πιο θεαματικό εσωτερικό ταξίδι του ποιητή, στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει κάτι πολύ σπουδαιότερο: ο Ρίτσος όχι μόνο δεν αλλάζει ιδεολογία, δεν αλλάζει τη θέση του μέσα στον κόσμο, αλλά υπερασπίζεται κιόλας τη στάση που κρατούσε πριν και που κράτησε πάντοτε»1. Το εισαγωγικό σημείωμα παρουσιάζει την ποιητική σύνθεση της Σονάτας σα δυνατή ικεσία στην ελπίδα, ενώ στην ουσία είναι η βεβαιότητα για την κοινωνία της τάξης με τα ροζιασμένα χέρια, των ανθρώπων του μόχθου, του τίμιου ιδρώτα, η πολιτεία της εργατικής εξουσίας. Η ίδια η Σονάτα - σύμφωνα με τις διδακτικές οδηγίες - ερμηνεύεται σαν υπαρξιακό ποίημα με κυρίαρχα τα μοτίβα της φθοράς και του θανάτου και μιας γενικόλογης πάλης του παλιού με το νέο, χωρίς αυτά να προσδιορίζονται. Θεωρείται αυτοεξομολόγηση και όχι δυνατή κραυγή που αποκαλύπτει την πλήρη παρακμή του αστικού πολιτισμού και τη σήψη της αστικής τάξης και του συστήματός της (η γυναίκα με τα μαύρα, τα θρησκευτικά ποιήματά της, το παλιό σπίτι) μια παρακμή που νομοτελειακά οδηγεί στο νέο, την πολιτεία της εργατικής τάξης, μακριά από την υποκρισία και την ηθική εξαχρείωση ενός παρελθόντος καταπίεσης και εκμετάλλευσης, που πεθαίνει μέσα σε μια ασφυκτικά νοσηρή ατμόσφαιρα. Η Σονάτα ανάμεσα στα άλλα θέτει ακέραια το πρόβλημα της θέσης και της ευθύνης του καλλιτέχνη μέσα στον κόσμο να οδηγήσει τα πράγματα στο φως, να γίνει με την τέχνη του φορέας συνειδητοποίησης και στοιχείο της ανατρεπτικής τροχιάς των πραγμάτων. Το κλειδί για ν' ανοίξει κανείς τις πόρτες των ποιητικών συμβόλων του Γ. Ρίτσου δεν είναι η προβαλλόμενη από τους κιβδηλοποιούς υπαρξιακή ερμηνεία ότι τάχα στο νεότερο έργο του Ρίτσου «η ζωή είναι μια περιπέτεια ανθρώπινης αδυναμίας». Αντίθετα, για τον κομμουνιστή ποιητή οι τραγικές αντινομίες της κατάστασης που υπάρχουν μέσα στον κόσμο ξεπερνιούνται, λύνονται από τη συνείδηση του «υπάρχειν μέσα στην κοινωνία», μα πιο πολύ με το να γίνεται ο άνθρωπος συλλογικός, ενεργητικός παράγοντας στη διαδικασία του κοινωνικού επαναστατικού μετασχηματισμού και της απελευθέρωσης. Ετσι κανείς καταλύει τη φθορά του χρόνου και του θανάτου μέσα στο χρόνο, γίνεται σύμμαχός σου ο χρόνος, όταν συμβάλλεις στο επαναστατικό γίγνεσθαι, στην πρόοδο της ανθρωπότητας2. Μ' αυτή την έννοια ο Γ. Ρίτσος είναι ο ποιητής των αντινομιών, που ξεπερνιούνται και λύνονται στο υψηλό επίπεδο των θέσεων του διαλεκτικού υλισμού.
Στην υπόλοιπη σχολική βιβλιογραφία επιλέγονται μη αντιπροσωπευτικά ποιήματα του Γ. Ρίτσου π.χ. το «Πρωινό Αστρο», Α΄ Γυμνασίου, για να εμφανιστεί ο ποιητής σα λυρικός και μόνο. Ο λυρισμός του βέβαια είναι διάχυτος και στον «Επιτάφιο». Ομως αυτός δεν επιλέγεται για τη σχολική διδασκαλία, επειδή ο Επιτάφιος αξιοποιεί μέσα από το λυρισμό το αγωνιστικό πρότυπο ζωής και αυταπάρνησης με πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα αισιόδοξης συνέχειας του αγώνα για τη δικαίωση της εργατικής τάξης, γι' αυτό και μπαίνει στο περιθώριο. Το «Πρωινό Αστρο», αν και αριστούργημα, περιορίζει τον Ρίτσο στα σχήματα της πατρικής στοργής και τρυφερότητας και τον απομονώνει στον κύκλο της «Οικογενειακής ζωής» στη θεματική ενότητα της οποίας εντάσσεται και το ποίημα στο βιβλίο.
Στη Β΄ Γυμνασίου επιλέγεται το «Ασπρο ξωκλήσι» από τα Λιανοτράγουδα ενταγμένο στην ενότητα «Θρησκευτική ζωή». Ετσι η καμπάνα του ξωκλησιού που «ολονυχτίς κουρδίζεται για του Αϊ Λαού τη σκόλη», το «μικρό, στενό παράθυρο» που πυροβολεί ανάγονται σε θρησκευτικά σύμβολα της ζωής του λαού μας και όχι σε αγωνιστικά σημεία εξέγερσης και προετοιμασίας για τη μεγάλη κοινωνική αλλαγή. Αποσιωπάται το γεγονός ότι τα στενά παράθυρα των ξωκλησιών ήταν πολεμίστρες για τους Κλέφτες και Αρματολούς, καταφύγια και κρυψώνες για κάθε λογής αντάρτες και αποκρύπτεται το βαθύτερο νόημα του Λιανοτράγουδου, που είναι ο διαρκής και ασίγαστος αγώνας του λαού μας για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση. Το ίδιο και στο βιβλίο της λογοτεχνίας για τη Γ' Γυμνασίου επιλέγεται το «Αρχαίο θέατρο», στο οποίο ο Ρίτσος παρουσιάζεται σαν ο ποιητής του αρχαίου ελληνικού μέτρου και θαυμαστής της ακουστικής των αρχαίων θεάτρων, αν και ακόμη και στο ποίημα αυτό μπορεί να ανιχνεύσει κανείς τη διαλεκτική σχέση της φύσης και της τέχνης μέσα από τις αντιθέσεις που οδηγούν στην αρμονία και τη σύνθεση. Στο ίδιο βιβλίο διδάσκεται απόσπασμα από τη «Ρωμιοσύνη» (σελ. 190-191) στο οποίο υπάρχουν εικόνες της φύσης το καλοκαίρι, όπου οι συμβολικές αναφορές στην Παναγιά που πλαγιάζει στις μυρτιές με λεκιασμένη φούστα απ' τα σταφύλια και τα περβόλια του θεού ερμηνεύονται σα θρησκευτικά βιώματα και όχι σα σύμβολα του μόχθου της γυναίκας αγρότισσας και εργάτριας, που συχνά στην ποίηση του Γ. Ρίτσου ταυτίζεται με την Παναγιά. Οι οδηγίες των ερωτήσεων στη «Ρωμιοσύνη» καλούν τα παιδιά να φτιάξουν έναν κατάλογο από τα υπάρχοντα πρόσωπα και να τα συγκρίνουν με αποσπάσματα μεταφυσικής ατμόσφαιρας από το «Αξιον Εστί» του Ελύτη. Ετσι στη συνείδηση των παιδιών σχηματίζεται η εντύπωση ότι η «Ρωμιοσύνη» δεν είναι το ποίημα που εξυμνεί τη συνέχεια των ηρωικών αγωνιστικών παραδόσεων του λαού μας μέσα από την Αντίσταση, αλλά εικόνα από την ελληνική φύση και τις θρησκευτικές δοξασίες. Το ίδιο γίνεται και με το Λιανοτράγουδο «Κουβέντα με ένα λουλούδι» που μετακόμισε στα βιβλία του Δημοτικού για να ερμηνεύεται σαν ένα ποίημα επικοινωνίας του ανθρώπου με τη φύση και όχι σαν έκφραση ευγνωμοσύνης του εξόριστου προς το κυκλάμινο, που βρήκε τη δύναμη ν΄ ανθίσει στον ξερό βράχο της εξορίας του, σα συνέχεια της ζωής μέσα από το αίμα του αγώνα που «σύναξε» σ' αυτό το βράχο του θανάτου για να πλέξει το ρόδινο μαντίλι της ελπίδας και της αισιοδοξίας.
Ο «αποχρωματισμός», η παραποίηση του έργου του Γ. Ρίτσου στη σχολική βιβλιογραφία υπάγεται στην όλη διαδικασία για την εξαφάνιση κάθε ριζοσπαστικής αντίληψης και αγωνιστικής ιδέας από τα σχολικά βιβλία και άλλων μαθημάτων με στόχο την εξάλειψη κάθε ανατρεπτικής άποψης και την πλήρη ιδεολογική υποταγή και χειραγώγηση των μαθητών. Ο Γ. Ρίτσος όμως, ό,τι και να ισχυρίζονται, ομολογεί συγκλονιστικά τη βαθιά του πίστη στην κομμουνιστική ιδεολογία σε κείμενό του που έγραψε σαν πρόλογο στα ποιήματα του Μαγιακόφσκι, τα οποία και μετέφρασε: «Κάποιοι ποιητές αναλώνονται στο στάδιο της ατομικής εξομολόγησης, της απολύτρωσης και της αυτοθεραπείας τους. Η τέχνη όμως κατά τη γνώμη μας δεν μένει εκεί. Γίνεται για μας Βλαδίμηρε καθολική έκφραση της ανάγκης των ανθρώπων του λαού για δικαιοσύνη, ελευθερία, κοινωνική ευτυχία. Η ανάγκη για τον κομμουνιστή ποιητή συμπίπτει με τη γενικότερη ανθρώπινη ανάγκη, αυτήν αποκαλύπτει, τη διαμορφώνει αισθητικά και δείχνει το δρόμο για την κάλυψή της, την επανάσταση. Αυτό το σκοπό υπηρετούμε»3. Αυτή είναι και η αντίληψη, η ουσία, η προσφορά της ποίησης του Γ. Ρίτσου. Οσο για την απόπειρα διαστροφής των μηνυμάτων και της τέχνης του απαντούν τα όσα γράφει ο Γ. Σεφέρης στις «Δοκιμές» του για την ερμηνευτική της ποίησης: «Πριν γράψει ο τίμιος κριτικός ή ερμηνευτής σχόλια για το ποιητικό έργο, ας έχει πάντα στο νου του μια σιωπηρή συμφωνία με τον τίμιο αναγνώστη και δημιουργό, πως αυτά που γράφει με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το ποίημα. Η ποίηση μιλάει από μόνη της, ο ερμηνευτής όμως καλείται αυτή τη μιλιά να την κάνει γλώσσα και σκέψη του κόσμου. Γι' αυτό κι έχει μεγάλη ευθύνη. Αν παραποιήσει την αλήθεια του δημιουργού και την παραμορφώσει, εγκληματεί απέναντι στη τέχνη, την κοινωνία και τον άνθρωπο. Μάταια βέβαια προσπαθεί, γιατί όσο κι αν φορέσεις στην τέχνη το προσωπείο της ψευτιάς, αυτό θα πέσει από την πιο καλλιεργημένη, καθώς νομίζω, ομαδική ψυχή, την ψυχή του λαού μας που δεν ανέχεται τέτοιες απάτες»4.
Σημειώσεις:
1. Γ. Ρίτσος: Μελέτες για το έργο του, εκδ. «Διογένης» 1975, σελ. 244.
2. Γ. Ρίτσος: «Περί Μαγιακόφσκι» στον τόμο Μελετήματα, σελ. 9-33 και Maria Banus «Προβλήματα της ποίησης του Ρίτσου» «Διογένης» 1975, σελ.45.
3. Πρόλογος στο Μαγιακόφσκι, «Γεια σου Βλαδίμηρε» εκδόσεις «Αγρύπνια» σελ. 166, 204.
4. Γ. Σεφέρης «Ο Θεόφιλος. Για το ελληνικό ύφος» σελ. 7 «Δοκιμές».
ΤουΓιώργου ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ**Ο Γιώργος Ηρακλέους είναι φιλόλογος
Η επίδραση του ποιητή στους νέους
Μαθητές θέτουν ερωτήσεις στην Ερη Ρίτσου
Η κόρη του ποιητή, Ερη Ρίτσου, μας έστειλε ένα ερωτηματολόγιο, που της έχουν απευθύνει μαθητές σχολείων της Αθήνας, σχετικά με τον Γιάννη Ρίτσο, αλλά και τις απαντήσεις της σ' αυτά τα ερωτήματα:
«Φαντάζομαι πως το ενδιαφέρον τους» - σημειώνει η Ερη Ρίτσου - «βρίσκεται όχι τόσο στις ερωτήσεις ή στις απαντήσεις μου, όσο στο γεγονός ότι τις ερωτήσεις αυτές τις κάνουν παιδιά του Γυμνασίου και του Λυκείου και αυτό ακριβώς δείχνει πως η νεολαία δεν είναι η "χαμένη" γενιά, που δεν ενδιαφέρεται για τίποτα, που περνάει τον καιρό της με computer games και τα "σπάει" άμα λάχει για να εκτονωθεί. Πραγματικά, έχω εντυπωσιαστεί από τις άπειρες εκδηλώσεις που οργανώνονται από σχολεία για τον Ρίτσο. Είχα πάει στο Hράκλειο της Κρήτης, όπου με κάλεσε το 5o Γυμνάσιο και τα παιδιά, με την εποπτεία της καθηγήτριάς τους Αννας Κλεινάκη, είχαν κάνει μιαν εκπληκτική δουλειά, δραματοποιώντας ποιήματα, μελοποιώντας ποιήματα, απαγγέλλοντας, τραγουδώντας, χορεύοντας. Εξίσου εντυπωσιακή ήταν η δουλειά - έκθεση ζωγραφικής - σχολείων του Πειραιά που παρουσιάστηκε στο Πολιτιστικό Κέντρο της Νομαρχίας Πειραιά στα Καμίνια, όπου τα παιδιά ζωγράφισαν (σχέδια, ακουαρέλες, κολάζ κλπ.) με ερέθισμα ένα ποίημα του Ρίτσου που διάβασαν και μελέτησαν μαζί με τις καθηγήτριες και τους καθηγητές τους».
-- Ποια ποιήματα μπορεί να αρέσουν στους νέους και γιατί;
-- «Να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω πως υπάρχουν συνταγές και πως τα τάδε ποιήματα μπορεί να αρέσουν στους τάδε. Κάθε μορφή τέχνης, και όχι μόνο, "μιλάει" στον καθένα μας, ανάλογα με τις προτιμήσεις, τις ευαισθησίες, τις γνώσεις, τις ανησυχίες και τις συνήθειές μας. Ετσι, λοιπόν, κάποιο ποίημα που μπορεί να φανεί ενδιαφέρον σε κάποιον μπορεί να μη λέει τίποτα απολύτως σε κάποιον άλλο. Αν πάντως πρέπει, ντε και καλά, για δική μας ευκολία, να "κατηγοριοποιήσουμε" τα πράγματα, θα έλεγα πως στους νέους μπορεί να αρέσουν περισσότερο τα κομμάτια εκείνα της ποίησης του Ρίτσου που αναφέρονται σε θέματα που αγγίζουν περισσότερο τις νέες γενιές, επειδή βρίσκονται στο κέντρο των ενδιαφερόντων τους, δηλαδή, στον έρωτα, στις υπαρξιακές αναζητήσεις των ανθρώπων και στην επανάσταση, στην ανάγκη μας να αλλάξουμε τα πράγματα και να φτιάξουμε έναν πιο δίκαιο και ελεύθερο κόσμο για όλους».
-- Τι θα μπορούσαν να διδαχτούν οι νέοι από τη ζωή και το έργο του ποιητή;
-- «Ειλικρινά δεν ξέρω. Διδάσκεται κανείς Γραμματική, Συντακτικό, Ιστορία, Φυσική. Διδάσκεται, όμως, η ζωή; Και πώς μπορεί κανείς να διδαχτεί πώς θα ζήσει τη ζωή του; Η ποίηση, βέβαια, ανοίγει μονοπάτια και δείχνει δρόμους για να πορευτεί κανείς, αλλά προσωπικά δεν μου αρέσει ο όρος "διδάσκει". Πιστεύω, όπως λέει και ο ποιητής, πως καθένας "μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο", και όχι μόνο σ' αυτά τελικά. Είναι οι δικές μας πράξεις, που κυρίως καθορίζουν τη ζωή μας και όσα φωτεινά παραδείγματα και να έχουμε μπροστά μας, αν μόνοι μας δε "φάμε τα μούτρα μας", δε μαθαίνουμε. Αυτό, πάντως, που αξίζει να σημειώσει κανείς στην περίπτωση του Ρίτσου, είναι η εκπληκτική εργατικότητά του, που ζωντανή μαρτυρία της είναι το τεράστιο έργο που άφησε πίσω του, καθώς και η συνέπειά του στο δρόμο που διάλεξε να ακολουθήσει στην προσπάθειά του να "υπηρετήσει" τα ιδανικά της ελευθερίας και της ισότητας των ανθρώπων. Αν, λοιπόν, κάτι διδάσκει το έργο και η ζωή του Ρίτσου, είναι πως τίποτα δεν καταχτιέται άκοπα και πως το όποιο ταλέντο διαθέτει κανείς δεν αρκεί για να κάνει σπουδαία πράγματα, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από δουλειά, πολλή δουλειά».
-- Εκτός από την ποίηση, ασχολήθηκε και με άλλες μορφές τέχνης; Εάν ναι, ποιες είναι αυτές;
-- «Οντως διέθετε πολλά ταλέντα. Σε νεαρή ηλικία εργάστηκε ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή και ως ηθοποιός στο Εθνικό Θέατρο και σε άλλους θιάσους. Αγαπούσε πολύ τη μουσική και έπαιζε πιάνο και μαντολίνο. Αυτό που είναι κυρίως γνωστό είναι η ζωγραφική του, όπου, εκτός από ακουαρέλες και σινικές μελάνες, ζωγράφιζε πάνω σε πέτρες που μάζευε απ' την ακρογιαλιά και πάνω σε ρίζες καλαμιών».
-- Το έργο του απευθύνεται μόνο σε ειδικευμένο κοινό ή, γενικότερα, σε όλους;
-- «Οταν, σχεδόν όλοι μας έχουμε τραγουδήσει Ρίτσο μελοποιημένο από τον Θεοδωράκη, τον Λεοντή, τον Μικρούτσικο, τον Μαρκόπουλο, τον Τόκα κ.ά., νομίζω πως δε χρειάζεται να απαντήσω στην ερώτηση».
-- Παρακαλώ, μιλήστε μας λίγο για την καθημερινότητά του και τις σχέσεις του Ποιητή με τους ανθρώπους.
-- «Ηταν άνθρωπος απλός, που του άρεσε πολύ η θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα. Μπορούσε να κολυμπά για ώρες και κάθε απόγεμα του άρεσε, όταν ήταν στο Καρλόβασι της Σάμου, να κατεβαίνει στον παραλιακό δρόμο για να βλέπει τον ήλιο να βουτά στη θάλασσα και να χαίρεται τα χρώματα του δειλινού. Φοβερά εργατικός, δούλευε καθημερινά, το λιγότερο, ένα οχτάωρο και παρ' όλο που, όπως έλεγε ο ίδιος, η ποίηση ήταν η ζωή του, δε δίσταζε να διακόψει τη δουλειά του για να συμπαρασταθεί σε κάποιον φίλο του που τον είχε ανάγκη».
-- Ποιο είναι το αγαπημένο σας ποίημα;
-- «Αυτό που αρέσει στους περισσότερους αναγνώστες του Ρίτσου. Η "Σονάτα του σεληνόφωτος"».
Η ποιητική παρουσία του στον «Ριζοσπάστη»
Οι δεκαετίες 1930 - 1940
Το 1934, μέλος ήδη του ΚΚΕ, μετά την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του, «Τρακτέρ», ο Γιάννης Ρίτσος, αρχίζοντας τη συνεργασία του με τον «Ριζοσπάστη» πρωτοδημοσιεύει στη δεκαετία του 1930 και του 1940, ποιήματά του, μερικά από τα οποία περιέλαβε στον αφιερωμένο στην επέτειο των 40 χρόνων του ΕΑΜ τόμο «Συντροφικά Τραγούδια» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»). Μερικά ποιήματα δεν ξαναδημοσιεύτηκαν, ενώ λόγω των διώξεων του ποιητή χάθηκαν και τα χειρόγραφα κάποιων άλλων ποιημάτων του που δημοσιεύτηκαν στον προπολεμικό, κατοχικό και μεταπολεμικό «Ριζοσπάστη», καθώς και στον «Ρίζο της Δευτέρας». Τα περισσότερα από αυτά τα ποιήματα παραμένουν άγνωστα.
Θέλοντας να τιμήσουμε τη γέννηση του αλησμόνητου κομμουνιστή ποιητή και την ποιητική προσφορά του στον «Ριζοσπάστη» και στον «Ρίζο της Δευτέρας», προσπαθήσαμε να βρούμε τα φύλλα των δύο εφημερίδων, όπου δημοσιεύθηκαν όποια από τα ποιήματά του έπεσαν στην αντίληψή μας και να τα αναδημοσιεύσουμε. Δυστυχώς όμως, λόγω των μακρόχρονων διώξεων, της παρανομίας του ΚΚΕ, του «Ριζοσπάστη» και του μεταπολεμικού «Ρίζου της Δευτέρας», αλλά και της κλοπής του Αρχείου του ΚΚΕ, ελάχιστα φύλλα του «Ριζοσπάστη» και του «Ρίζου της Δευτέρας» σώζονται, δε βρήκαμε όλα τα φύλλα όσων ημερομηνιών αναζητήσαμε.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουμε, ο Γ. Ρίτσος δημοσίευσε στον «Ριζοσπάστη» τα παρακάτω ποιήματα:
Το 1934, δημοσίευσε σειρά ποιημάτων του, με γενικό τίτλο «Γράμματα από το μέτωπο», με το ψευδώνυμο «Γ. Σοστίρ» (αντιστροφή των γραμμάτων του επιθέτου του), στα φύλλα:12/8/, 15/8, 20/8, 22/8, 27/8, 28/8/1934. Τα φύλλα αυτά, μέχρι τώρα δεν τα εντοπίσαμε.
Επίσης, το 1934, μετά την παραπάνω σειρά, δημοσιεύει σειρά ποιημάτων, μάλλον με το γενικό τίτλο «Προλετάριοι», στα φύλλα: 31/8, 1/9, 2/9, 3/9, 7/9, 11/9, 20/9 και 23/9/1934. Και αυτά τα φύλλα δε βρέθηκαν, ακόμα. Και στις 16/9/1934 δημοσιεύεται το ποίημα «Το παράσημο», με την υπογραφή «Γ. Σοστίρ».
Το 1935, στις 14/6, δημοσιεύεται το ποίημά του «Μνημόσυνο», που παραθέτουμε παρακάτω.
Ο «Ριζοσπάστης», στο ημερολόγιο του 1936 (κυκλοφόρησε σαν ένθετο βιβλιαράκι, μάλλον την Πρωτοχρονιά), με γενικό τίτλο «ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», που περιείχε ποιήματα διαφόρων ποιητών, περιέλαβε και το ποίημα του Ρίτσου «Σάλπισμα» (παρατίθεται).
Το 1936, στις 12/5, με τίτλο «Μοιρολόι», δημοσιεύονται τα τρία πρώτα ποιήματα του «Επιταφίου». Τις επόμενες ημέρες δημοσιεύτηκαν και άλλα έντεκα. Το φύλλο αυτό βρέθηκε, αλλά όχι και τα άλλα.
Το 1946, στις 21/9, στην πρώτη σελίδα του «Ριζοσπάστη» δημοσιεύεται το ποίημα «Αθήνα». Στις 26/9, δημοσιεύεται το ποίημα «ΕΑΜ», στις 24/10 το ποίημα «Ξυπόλυτοι Αγγελοι» και στο «Ρίζο της Δευτέρας», στις 30/12/1946, το ποίημα «Στεφανινά», τα οποία παραθέτουμε.
Το 1947, στις 26/6, δημοσιεύεται το ποίημα «Μοιρολόι», αναγκαστικά, λόγω των απηνών διώξεων κατά των κομμουνιστών, με το ψευδώνυμο «Πέτρος Βελιώτης» (παρατίθεται).
***
«ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ»
Στις 11 Ιουνίου του 1935 ο Γ. Ρίτσος γράφει το ποίημα «Μνημόσυνο», αφιερωμένο στη μνήμη του Γερμανού κομμουνιστή Σούλτσε, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους ναζί και μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, του απονεμήθηκε το παράσημο της «Κόκκινης Σημαίας». Το ποίημα του Ρίτσου δημοσιεύθηκε στις 14/6/1935, στη δεύτερη σελίδα του «Ριζοσπάστη».
«Σούλτσε, Σούλτσε, σύντροφέ μας, τ' άξιο σου όνομα
μπρούτζινο ήχο διθύραμβου κρούει
μπρούτζινο παλμό πλημμύρισε
την καρδιά μας,
σύντροφέ μας Σούλτσε, τ' άξιο σου όνομα.
Τ' όνομά σου πέρασε βουερά,
σαν αγέρας χειμωνιάτικος
που σφυρίζει απέραντα στους δρόμους,
που σκουντά τους διπλωμένους ώμους,
που τραντάζει τα κλειστά παράθυρα
και σηκώνει σύγνεφα/ τα πεσμένα φύλλα.
Τ' όνομά σου πέρασε βουερά
απ' την ακοή της γης,
έσπασε τους πάγους της σιγής
σάρωσε των δισταγμών τα φράγματα
άναψε στο μέγα τζάκι τα βρεγμένα ξύλα,
κι εβρυχήθη στων μεγάρων την αυλή
- απειλή.
Οχι εμείς το δάκρυ δε θ' αφήσουμε
να λεκιάσει τον ηρωισμό σου
κι όμως μέσα μας πονά τόσο η καρδιά -
κι όσο πιο πολύ πονά
τόσο πιο πολύ μισεί.
Θα τολμήσουμε ό,τι τόλμησες και συ.
"Ενας σύντροφος λιγότερο.
όμως μ' όλ' αυτά θα φτάσει η Νίκη,
μας ανήκει",
ήταν τα στερνά σου λόγια.
Τα στερνά τα λόγια σου
όλη την ατμόσφαιρα δονούν, αίμα, μες στις φλέβες μας περνούν,
μυς καινούργιοι, δένονται στα μπράτσα μας.
Κι ορκιζόμαστε στη μνήμη σου,
σύντροφέ μας Σούλτσε,
σύντροφέ μας,
ορκιζόμαστε στη μνήμη
όλων των χαμένων μας συντρόφων,
να συντρίψουμε
τον κυρτό σταυρό και το πελέκι
που σας σύντριψε.
Μες στο φως θριαμβευτικά θ' ανεμίσουμε,
το βαμμένο απ' το αίμα σας λάβαρο
το μεγάλο, κατακόκκινο λάβαρο
της Παγκόσμιας Επανάστασης.
Σύντροφέ μας ορκιζόμαστε
στο κοντάρι ν' ανεβάσουμε της Γης
λάβαρον Αυγής,
σύντροφέ μας Σούλτσε,
σύντροφέ μας».
***
«ΤΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ»
Απόσπασμα, δημοσιευμένο στο «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ (1936)», σελ. 136 - 138
«Τα κρίνα δε συλλογιζόμαστε
χλωμά και ραγισμένα,
στα δάκρυα ραντισμένα πονετικής αυγής.
Εμείς τις μεγάλες πολιτείες ονειρευόμαστε
τις χτισμένες με μπετόν και με σίδερο
με τα παράθυρα πλατειά κι' ανοιχτά,
σα μάτια εκστατικά
που διψούν ομορφιά,
στραμμένα στον Ηλιο.
Δεν αρμόζει σε μας
το ειδυλλιακό λυχνάρι
που τα κίτρινα ρόδα της λύπης
κρεμά στις μορφές
και σχεδιάζει με των δοκαριών τις σκιές
μαύρους σταυρούς στων φτωχών το ταβάνι.
Εμείς θέλουμε:
Οι παιάνες των ηλεκτρικών
κι οι λαμπρές ανθοδέσμες των προβολέων
να σπάζουν το μαύρο κρύσταλλο της νύχτας
και να σαλπίζουν με φως
προς τους έκπληχτους πλανήτες,
προς τους ακατοίκητους αστερισμούς
την αλκή του Ανθρωπου
που σκλάβωσε το ασύλληπτο.
Να πλέουν στον αιθέρα
όχι μαδημένα φτερά
απ' τ' άρρωστα πουλιά
των σκεβρωμένων Ιδεών
να πλέουν στον αιθέρα αεροπλάνα
και να χτίζουν την αέρινη καμπύλη,
της φιλίας τη γέφυρα,
γύρω απ' το άλικο ρόδο της Γης.
Να σαλεύουν στην ατμόσφαιρα,
όχι θρήνοι από βιολιά στεναγμών,
μα κύματα ερτζιανά
κορεσμένα από ήχους φιλιών.
Οι δικοί μας οι άνθρωποι θάχουν στέγη πλατειά
τον ουρανό,
(οι ερημικές τέντες υπάρχουν για τους δειλούς
που φορούνε χιτώνα προσευχής
γιατί στ' άσαρκα μέλη τους
δε μπορεί να σταθεί το λυκαυγές).
Οι δικοί μας οι άνθρωποι θάχουν
την πεποίθηση της ομορφιάς τους
και με θάρρος θα δείξουν στον ήλιο
το κορμί τους γυμνό
και γυμνή την ψυχή τους.
Μπρούντζινα θάναι τα πέλματα
σα βουνά στιβαρά
που αντρικά και γαλήνια πατάνε στη Γη.
Μπρούντζινες κολώνες οι κνήμες, οι μηροί,
που κρατούν στην κορφή τους
τα βουερά, λαξευτά σιντριβάνια
να τοξεύουν σε πύρινες στήλες
από μάργαρο υγείας και ρουμπίνι χαράς
τους χείμαρρους του Μέλλοντος.
Μπρούντζινος ο αυχένας θάνεβάζει
στον ουρανό, του εγκέφαλου την ξάγρυπνη παλάμη
για να τρυγήσει τάστρα,
Μπρούντζινη η κεφαλή που πάνω της
Τ' αλαφρό κάνιστρο θα κρατάει του Μαΐου
γεμάτο απ' τάνθη
των γόνιμων ωρών,
στην τελετή πηγαίνοντας της Ζωής,
Το μαύρο σκιάχτρο της σκλαβιάς
θα το κάψουμε στην πυρκαϊά της οργής μας.
Το ξύλινο ξόανο του Πόνου
θα το κάψουμε στην καρπερή φωτιά
της Αγάπης.
Να μην είναι οι άνθρωποι νεκροί
πληγωμένα αγρίμια
που γλείφουν τις πληγές τους
κρυμμένοι μες στα δάση των λυγμών.
Εξω στους κάμπους της χαράς οι άνθρωποι
πάνω στη χρυσή θάλασσα των σταχυών
ν' αναπνέουν μ' όλους τους πόρους
- διψασμένα στόματα παιδιών -
τον Ηλιο.
Οχι νάναι οι ψυχές, μαδημένες, μικρές, μοναχές,
φθινοπώρου δέντρα.
Νάναι λόφοι ανθισμένοι οι ψυχές
απ' τη βλάστηση άχνες, από τάνθη χρυσές
ως θ' αϋλώνει το φέγγος των όρθρων
σε διάφανο φέγγος τα στέρεα σχήματα.
Νάναι λόφοι οι ψυχές
αλαφρές απ' τον πλούτο τους,
που ανεβάζουν κι ανθίζουν το γέλιο τους
στο γαλάζιο κρύσταλλο του απείρου.
Να μην έχουν στα χείλη το κρίνο της άγνοιας,
να μην έχουν
του παιδιού το χαμόγελο
σαν ουράνιο τόξο στο βλέμμα.
(Μόνο ανίδεοι σοφοί,
που δεν έχουν, στις φλέβες ανθρώπινο αίμα,
που δεν έχουν, κάρβουνο πίστης στης ζωής τη θερμάστρα
πούναι τρύπιο το ρούχο της στείρας τους γνώσης,
σε καπνούς μοναξιάς τ' όνειρεύουνται).
Νάχουν το έμπειρο μάτι τους λίκνο της μέρας
στα ξανθά τους ματόκλαδα
να χωρούνε τα όρια του Κόσμου.
Νάναι σχήμα η χαρά ζωντανό, σταθερό
και στα χέρια να πέφτει ο καρπός της
κεχριμπάρι.
Να γνωρίζουνε τι είναι, τι θέλουν, πώς ήρθαν, πού πάνε
απορίας πετεινός να μην κράζει μεσάνυχτα
και σκυλιά δισταγμών σ' εξοχής μονοπάτια
να μη ρίχνουν τους λίθους του τρόμου
στη σειρά τόνα, τάλλο γαυγίζοντας,
καθώς γράφει τη σκιά τους το μόνο φεγγάρι.
Να γνωρίζουν ότι έγιναν Ανθρωποι,
να φωτίζουν το φως με το Φως τους
κι' η υψικάμινος
να καπνίζει χαρά
και να γράφεται ως έπος Δουλειάς
στο ζαφείρινο χάρτη.
Καλημέρα, να λέει κάθε στόμα, τονισμένο σε χάλκινον όργανο,
προς τη Γη μας
με τα ζώα, τα πουλιά, τους καρπούς, τα λουλούδια,
προς τη θάλασσα με τα σπιθόβολα σμάραγδα
Καλημέρα, να λέει κάθε στόμα
και στο απέραντο φως της Αυγής
να φιλιούνται, να χαίρουνται οι άνθρωποι,
να γνωρίζουνται
καθώς θάναι ντυμένοι ωραία, γιορτινά
της Αγάπης τα ρούχα,
καθώς, πάνω, τα φλάμπουρα ωραία, γιορτινά
θ' ανεμίζουν
των ειρηνικών στοχασμών τους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ»
***
«ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ»
Στον «Ριζοσπάστη» της Τρίτης, 12/5/1936, στη στήλη «Ο ΠΑΛΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», με τίτλο «ΜΟΙΡΟΛΟΪ» και υπότιτλο «Στους ηρωικούς εργάτες της Θεσσαλονίκης», δημοσιεύονται τα τρία πρώτα ποιήματα του καταπινού μεγάλου ποιήματος «Επιτάφιος».
***
«ΑΘΗΝΑ!»
Στις 21/9/1946, στην πρώτη σελίδα του «Ριζοσπάστη» δημοσιεύεται το ποίημα «Αθήνα!»:
«Αθήνα, Αθήνα γκαρδιακή της Λευτεριάς μητέρα
πούχεις την ομορφιά αδελφή, τον ήλιο αδρό πατέρα
Ποιος λόγος , ποιος αντίλαλος θα τραγουδήσει εσένα;
Ω εσύ με το μακρύ σπαθί της Λευτεριάς στη ζώνη
που η αυγή με διάφνες από φως ορθή σε στεφανώνει.
Συ που κρατάς στα χέρια σου του ΕΛΑΣ τ' αστροπελέκι,
κι όλο το φως του σύμπαντος φρουρός σου παραστέκει.
Ποιος θα βρεθεί την προσταγή να σου φωνάξει "στάσου"
και ποιος θα κάνει σε ποτέ να ρίξεις τ' άρματά σου;
Μες στο αίμα σου και στην αντρειά βαφτίζεις ένα-ένα
όλων των λαών τα ιδανικά κι όλα τα πεπρωμένα».
***
«ΕΑΜ»
Στις 26/9/1946, στη 2η σελίδα, στη στήλη «Φιλολογικός Ριζοσπάστης», δημοσιεύεται το ποίημα «ΕΑΜ», το οποίο έγραψε ο ΕΑΜίτης Γ. Ρίτσος τον Οκτώβρη του 1943.
«ΕΑΜ.
Τρία γράμματα σκέτα
απλά μεστά
τρία γράμματα σκέτα διαλεγμένα
απ' το αλφάβητο της καρδιάς του λαού μας
τρία γράμματα
ένα σύμβολο
μια ιστορία
ένας λαός.
***
ΕΑΜ.
Μ' αυτά τα γράμματα υπογράφει η Ελλάδας μας
τη μακριά επιστολή της λευτεριάς
μ' αυτά τα γράμματα υπογράφουμε την πίστη μας.
***
ΕΑΜ.
Ετσι που ξεφυλλίζουν οι άνεμοι
τις μεγάλες σελίδες των σύγνεφων
δείχνοντας κάθε τόσο την πλατιά επικεφαλίδα του ήλιου
έτσι παντού πίσω απ' τους ίσκιους
απάνω σ' όλες τις σελίδες του αγώνα μας
απάνω σ' όλες τις σελίδες της νίκης μας
ετούτη η απλή επικεφαλίδα: ΕΑΜ.
***
ΕΑΜ.
Τρεις προβολείς μέσα στη νύχτα της σκλαβιάς
τρία όνειρα ηλεκτρικά
σ' όλο το φάρδος του ελληνικού ορίζοντα
σ' όλο το βάθος της καρδιάς μας
σ' όλο το ύψος της παγκόσμιας λευτεριάς.
***
ΕΑΜ.
Τρία γράμματα γραμμένα με αίμα
εδώ κι εκεί παντού
σ' όλους τους τοίχους των εργοστασίων
στην άσφαλτο των πολιτειών
σ' όλες τις πόρτες των φτωχόσπιτων
στα κυπαρίσσια του Σκοπευτηρίου
στην Κοκκινιά και στα Ταμπούρια
απάνου στα ψηλά βουνά της Ρούμελης,
της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας,
πάνω στις πέτρες του Μωριά και στα δέντρα της Ηπειρος
πάνου στον κόρφο της αντάρτισσας Αθήνας
εδώ κι εκεί παντού παντού
στο κούτελο της περηφάνιας μας
απάνου σ' όλες τις αγρύπνιες μας
πάνου στη στρογγυλήν ασπίδα του ήλιου
ΕΑΜ, ΕΑΜ.
***
Δεν είναι τίποτ' άλλο να μιλήσει πιότερο-
μια πίστη, μια κραυγή-
απάνου ο ουρανός-
μια πίστη μια κραυγή
στην ψυχή και στα χείλη
ΕΑΜ.
***
Καθώς περνά ο στρατός της λευτεριάς
μες απ' τους δρόμους των αιώνων
μες απ' τα φώτα μες απ' τα όνειρα
με μια μυριόστομη ιαχά
ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ
ίσια στης λευτεριάς το δρόμο
ίσια στο μέλλον
ίσια μπροστά πάντα μπροστά
ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ».
***
«ΞΥΠΟΛΥΤΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ (Οχτώβρης 1940)»
Στο «Ριζοσπάστη», τον Οκτώβρη του 1946 (μάλλον στις 24 /10/1946), δημοσιεύεται το ποίημά του «Ξυπόλυτοι Αγγελοι», με υπότιτλο «Οχτώβρης 1940», αφιερωμένο στην αντίσταση του λαού μας ενάντια στον ιταλικό στην αρχή και στη συνέχεια στο γερμανικό φασισμό.
«Ο κόσμος μετριέται με καρδιά.
Μες στη φωτιά γυμνάζουνται τα χρόνια μας.
Με φωτιά ράβουν τις σημαίες λουρίδα τη λουρίδα
κόκκινα και μαλαματένια κομμάτια φωτιά.
***
Μια φούχτα ανθρώποι, μια φούχτα ξυπόλυτοι άγγελοι,
με δυο φούχτες ήλιο στην τσέπη τους
με 21 μονάχα φυσίγγια στο ταγάρι τους
μ' ένα σκισμένο πουκάμισο ουρανό
τραβούσαν δώδεκα χιλιόμετρα δόξας σε κάθε δευτερόλεφτο
και δεν ξεπέζευαν ποτές απ' την ψυχή τους.
***
Οι άλλοι φωνάζανε : Πού πάτε; Βούιζαν οι ανέμοι στη νύχτα. Πού θα
πάμε;
Πέτρες κοφτές και πυρωμένα βόλια. Κάντε πίσω.
Στις πόρτες το πράσινο φαναράκι
στ' αγρυπνισμένα μάτια ο ίσκιος
μα στις καρδιές βαθιά εκεί μέσα
γαντζωμένο καλά το κόκκινο άστρο.
Και φεύγαν μες στις νύχτες οι ξυπόλυτοι άγγελοι.
***
Στη φυλακή ο Χριστός των προλετάριων
δεμένος τη σιωπή τριπλή τριχιά πιστάγκωνα στο δοκάρι της νύχτας.
Ετσι τον είδε η αυγή να ρίχνει με τα δόντια απ' του κελιού τα κάγκελα
το γράμμα του
ίσια στο γραμματοκιβώτιο της καρδιάς μας.
....Κάθε χωριό και κάθε ρεματιά
καλύβα με καλύβα πέτρα με την πέτρα...
Η σάλπιγγα. Και τρέχαν. Κι οι μητέρες βάζαν τα καλά τους.
Φορέσανε το φέσι του Μεσολογγιού. Τ' αγόρια πήραν μέτρο το σπαθί
του Παπαφλέσσα.
***
Τα κορίτσια ξετυλίξαν τον ήλιο πλέκοντας τις φανέλες της δόξας.
Μερονυχτίς τυπώναν τα τυπογραφεία τ' αγγελτήρια της νιότης του κόσμου.
Οι πεθαμένοι όλη τη νύχτα κουβαλούσαν στο μέτωπο τα φυσίγγια των
άστρων
και τα μωρά βοηθάγαν σπρώχνοντας τις ρόδες του καλοκαιριού.
Μια φούχτα ανθρώποι μ' ένα γράμμα σφιγμένο μες στη φούχτα της
καρδιάς τους
κρεμάσανε τ' αστέρι τους πάνου στο μαύρο ντουβάρι της νύχτας
φέγγοντας να περάσουν οι λαοί προς τη μεριά του ήλιου».
***
«ΣΤΕΦΑΝΙΝΑ»
Στο «Ρίζο της Δευτέρας» (Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 1946, στη δεύτερη σελίδα, στη στήλη «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ», δημοσιεύεται το ποίημα του Γ. Ρίτσου «Στεφανινά», υπογράφοντας με το όνοματεπώνυμό του:
«Πώς ναν' τις κλάψεις, τι να πεις ναν' τις μοιρολογήσεις;
Τούτες δεν παν' στη μαύρη γης, τούτες δεν παν' στον Αδη
Τούτες ολόρθες περπατάν πάνου στις άσπρες μυγδαλιές
Τούτες ολόρθες πιάνονται γυροβολιά στον ήλιο
Τούτες κρατάν στα χέρια τους το στρογγυλό φεγγάρι
και φέγγουν στα έρμα πρόβατα και φέγγουνε στα τρίστρατα
κι αστράφτουν των παιδιών μας τ' άρματα
σάμπως κοτρώνι το κοτρώνι οι άγγελοι ν' ανηφοράν στα παραμύθια μας
σηκώνοντας στους ώμους τους δεμάτια στάχυα τις αχτίνες.
***
Πώς να τις κλάψεις, τι να πεις. Μελαχροινή και Σταυριανή
εγγόνα του Μεσολογγιού, σταυραδερφή του Ζάλογγου
σήκωσ' το χαμηλό σου γλέφαρο ν' αστροβολήσουν τα περιγιάλια
άνοιξ' το χαμογέλιο σου να λουλουδίσουν τα περβόλια.
***
Στις απαλάμες σας, βάι βάι, γρούζουν τ' αγριοπερίστερα
ένα ποτάμι με τις πικροδάφνες του φορέσατε γιορντάνι
μια Κυριακή καλοκαιριάτικη φορέσατε για φόρεμα
ένα δασάκι νερατζιές κλωσάτε στη μασκάλη σας
Κι ένα βουνό γιομάτο αετούς ζεσταίνετε μες στην καρδιά σας.
***
Πώς ναν' τις κλάψεις, τι να πεις μάννες, μαννούλες μας,
που κουβαλάτε παραμάσκαλα τον ήλιο σαν καρβέλι
να φάει το παιδί που ορφάνεψε απ' το γάλα σας
να φάει το πουλί που ορφάνεψε απ' την έγνοια σας.
***
Μάννες καλές, μάννες πικρές που κουβαλάτε στο μαντήλι σας
στάρι κι ηλιόσπορους και τρίγωνα για των παιδιών τα κάλαντα
σύκα ξερά κι αμύγδαλα για την πρωτοχρονιά του κόσμου
χαρές για τις γιορτές των σπουργιτιών και για τις σκόλες των γερόντων
και μαντινάδες, άι μαννούλες μας, για του καλοκαιριού μας τους λυράρηδες
και σκάγια για τα δίκαννα της ροδοδάφνης και της παπαρούνας.
***
Πώς ναν' τις κλάψεις τι να πεις Χρυσάνθη και Μελαχροινή;
Το δάκρυ αστέρι γούρμασε στην άκρη των ματιώ σας.
Γειά σας χαρά σας λυγερές, χαρά σας Ρωμιοπούλες -
Πλατάνι με πλατάνι στο συρτό σάς κράζουν αδερφούλες
Κύμα το κύμα στο γιαλό σάς κράζουνε συντρόφισσες
κι οι κερασιές μέσα στις φούχτες τους φυλάνε ζωντανό το γαίμα σας
Ν' αστρά - (μάννες μαννούλες μας) ν' αστράψουνε την άνοιξη
αχ ρωμιοπούλα μου άνοιξη πάνου απ' το φως των ποταμιών
ν' αστράψουν τα κεράσια τους μιλιούνια κόκκινα άστρα».
***
«ΜΟΙΡΟΛΟΪ»
Στη 2η σελίδα του «Ριζοσπάστη», στη στήλη «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», στις 26 Ιουνίου 1947, δημοσιεύεται το ποίημα «Μοιρολόι», υπογραμμένο με το ψευδώνυμο «Πέτρος Βελιώτης».
«Το γαίμα, γιε μ', το γαίμα σου πούβαψε τα λιθάρια,
το γαίμα σου που χύθηκε κι ορφάνεψε η καρδιά μου,
ποτίζει τις μικρές ελιές και τα μεγάλα ελάτια,
βάφει τον κάμπο κόκκινο, κόκκινα τα σκουτιά μας,
βάφει τα σπίτια κόκκινα και την καρδιά μου μαύρη,
κ' ένας αϊτός που στάθηκε να πιεί, να ξεδιψάσει
βάφει τα νύχια κόκκινα, κόκκινα τα φτερά του
και λάμπει μεσ' στον ουρανό σαν ήλιος, σα φεγγάρι
και μου φωτάει τη στράτα μου και μου φωτάει τον κόσμο.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΕΛΙΩΤΗΣ»
Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ
Μέσα στις φλέβες μου είσαι...
Φωνή του λαού και του καιρού του ο Γιάννης Ρίτσος, ο πιο πολυτραγουδισμένος Ελληνας ποιητής, ενέπνευσε δεκάδες μουσικούς δημιουργούς
Σαν αρτεσιανό νερό ξεπήδησε η μελωδία μέσα από την ποίηση του πιο πολυτραγουδισμένου Ελληνα ποιητή. Ισως γιατί η μελωδία ήδη έρεε μέσα στις φλέβες του έργου του, πολύ πριν οι στίχοι του συναντηθούν με τη μουσική έμπνευση μεγάλων Ελλήνων συνθετών, με πρώτο τον Μίκη Θεοδωράκη.
Φωνή του λαού και του καιρού του, ο Γ. Ρίτσος από το λαό πήρε τα πρώτα του μαθήματα. Παιδί ακόμα στην επαρχία έζησε τα πανηγύρια του αγροτικού κόσμου - «έβλεπα κι άκουγα τα τραγούδια τους, τους καλαματιανούς, τους νησιώτικους, άκουγα και τους τσάμικους και τους χόρευα. Από κει πήρα λοιπόν τα μαθήματα. Κατ΄ ευθείαν από το λαό. Κι από εκεί έμαθα και τη γλώσσα. Δεν μίλησα τη γλώσσα των αριστοκρατών, μίλησα τη γλώσσα του λαού», έλεγε στον «Ριζοσπάστη» το 1987. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι έγραψε σε δεκαπεντασύλλαβο κορυφαία έργα του, όπως τον «Επιτάφιο» ή τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας».
Αρχή με τον «Επιτάφιο»
Κι όταν η μεγάλη ποίησή του, που ύμνησε τον άνθρωπο, την ομορφιά, την επανάσταση, αγγίζοντας όλες τις χορδές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενέπνευσε άξιους μουσικούς δημιουργούς, μετουσιώθηκε σε ορμητικό ποτάμι, που πλημμύρισε θέατρα, δρόμους, γήπεδα. Τα μελοποιημένα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου έγιναν λάβαρα αντίστασης, αγώνα, ελπίδας, κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης, συντροφεύοντας γενιές και γενιές, ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές της νεότερης ελληνικής Ιστορίας. «Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ' όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μία στην άλλη, ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι», αναφέρει ο Μ. Θεοδωράκης, που με τη μελοποίηση του «Επιτάφιου» ανοίγει το συναρπαστικό δρόμο της μελοποιημένης ποίησης. Ο ίδιος ο συνθέτης, αναφερόμενος στον «Επιτάφιο» δηλώνει το 1960: «Δεν νομίζω πως υπάρχει μεγαλύτερη δόξα για έναν ποιητή - ακόμα και τον πιο μεγάλο - από το να τραγουδιέται από το λαό».
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τά που πικρά σου λέω;
(...)
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, π' αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης (...)
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Μέσα στο σκληρό Μάη του 1936 γεννήθηκε ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου, το έργο, που μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη, θα σφραγίσει τον ελληνικό μουσικό πολιτισμό. Ο ποιητής, αντικρίζοντας στον «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία της χαροκαμένης μάνας που θρηνούσε το σκοτωμένο παιδί της - θύμα της βίαιης καταστολής της απεργίας των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη - γράφει το συγκλονιστικό αυτό έργο, που είκοσι τέσσερα χρόνια μετά άνοιξε το δρόμο στη μελοποιημένη ποίηση. Το μοιρολόι της μάνας μπροστά στο σώμα του σκοτωμένου γιου της, στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο του Γ. Ρίτσου, μετατρέπεται σε κοινωνική διαμαρτυρία και εξέγερση. Το 1958 ο Μίκης Θεοδωράκης, στο Παρίσι, παίρνει στα χέρια του την επανέκδοση του «Επιταφίου» με την αφιέρωση του ποιητή: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τις στήλες του Ολυμπίου Διός». Η μελοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του έργου γίνεται μια βροχερή μέρα, μέσα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο του συνθέτη...Η ιδιότητά του, του έντεχνου μουσικού δημιουργού, δεν εμπόδισε τον Μίκη Θεοδωράκη να μπει στην περιοχή της λαϊκής μας παράδοσης, «χωρίς», όπως ο ίδιος λέει, «να τη μεταχειριστώ σαν παρατηρητής που διαλέγει, ταξινομεί και επεξεργάζεται εν ψυχρώ το υλικό του. Θυμάμαι ότι έλαβα τον Επιτάφιο στο Παρίσι, από τον ίδιο τον Ρίτσο. Ευθύς μόλις τον διάβασα, άρχισα να γράφω τα τραγούδια, αυθόρμητα, δίχως καμιά ανάγκη, καμιά πρόθεση θα έλεγα. Και η μουσική βγήκε αυτή που βγήκε: λαϊκή. Γιατί, άραγε; Κατ' αρχήν, νομίζω από την ανάγκη να παρακολουθήσω την ίδια διαδικασία με τον Ρίτσο, καθώς παίρνει τους αρμούς, τα δυνατά στοιχεία από τα μοιρολόγια και τη δημοτική μας ποίηση και - όντας πάντοτε Ρίτσος - θέλει να είναι συνάμα ο οποιοσδήποτε λαϊκός ποιητής, η οποιαδήποτε χαροκαμένη μάνα, η λαϊκή μούσα»! Ο Θεοδωράκης επιλέγει τη φόρμα της καθαρά λαϊκής μουσικής και τους λαϊκούς ρυθμούς - το μπουζούκι του Χιώτη και τη φωνή του Μπιθικώτση. «Πού πέταξε τ' αγόρι μου», «Χείλι μου μοσκομύριστο», «Μέρα μαγιού», «Βασίλεψες, αστέρι μου»... Η πρώτη παρουσίαση του έργου στην Ελλάδα γίνεται στις 5 Οκτώβρη του 1960, στην Ελευσίνα, με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο «Επιτάφιος» συγκλονίζει και γίνεται η αφετηρία μιας ολόκληρης περιόδου του νέου λαϊκού ελληνικού πολιτισμού, καθώς το έργο ανοίγει το δρόμο όπου θα «συναντηθούν» και άλλοι μεγάλοι ποιητές και συνθέτες, για να υμνήσουν διαφορετικές στιγμές της Ιστορίας του λαϊκού κινήματος στον τόπο μας. Το έργο κυκλοφόρησε σε τρεις εκδόσεις. Δύο, το 1960, η μία σε διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη, με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη και η άλλη σε διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι, με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη. Το 1963 έγινε η τρίτη με Θεοδωράκη - Χιώτη και ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα.
Τραγούδια - λάβαρα αγώνα
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω από ξένα βήματα
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο...
Σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου και εξορίας του ποιητή, στο διάστημα 1945 - 1947 γράφεται η μεγάλη ποιητική σύνθεση «Ρωμιοσύνη». Το σπουδαίο αυτό έργο μελοποιήθηκε από τον Μ. Θεοδωράκη το 1966, μέσα σ' ένα βράδυ στο σπίτι του στη Ν. Σμύρνη, «μονορούφι» όπως ο ίδιος λέει, μετά από άγριο ξυλοδαρμό του από την Αστυνομία. Ο κύκλος τραγουδιών αφιερωμένων στην Εθνική Αντίσταση, όπως «Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό...», «Ολοι διψάνε», «Οταν σφίγγουν το χέρι», «Θα σημάνουν οι καμπάνες», ένωσε για άλλη μια φορά τον Μίκη Θεοδωράκη με την ποιητική δημιουργία του Γιάννη Ρίτσου. «Οταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος έμεινε άφωνος», έλεγε αργότερα ο συνθέτης. «Ακούγοντας τη Ρωμιοσύνη του Μίκη Θεοδωράκη» - έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος - «ένιωσα την ανάγκη να εκφράσω ανεπιφύλακτα και απροφύλακτα, όχι πια τη γνώμη μου, αλλά τον ενθουσιασμό, τη συγκίνηση, τη μέθη που μας δίνει ένα μεγάλο έργο τέχνης, ή σωστότερα ένα αληθινό έργο τέχνης - αυτή τη βαθιά, ανεξήγητη, ανεξέλεγκτη συγκίνηση, αυτή την ευφορία, τη μυστική ανανέωση της πίστης στις ανθρώπινες και ανθρωπιστικές δυνατότητες της τέχνης, την αναζωπύρωση μιας αόριστης εμπιστοσύνης στη γη, στον άνθρωπο, στη ζωή και ειδικότερα στη φυλή, στο έθνος, στο λαό μας»... «Ενιωσα ακόμα πως σ' αυτή τη σύνθεση του Θεοδωράκη η νεοελληνική μας μουσική (που την αποκαλούν με το δήθεν οξύμωρο: έντεχνη - λαϊκή) έχει ξεπεράσει το στάδιο της προσπάθειας για τη συντήρηση ορισμένων άξιων ελληνικών παραδόσεων (βυζαντινών, δημοτικών, λαϊκών), έχει ξεπεράσει το στάδιο της ηθελημένης αναπαραγωγής και συνειδητής απομίμησης καθιερωμένων και τυπικών μοτίβων ή και μορφών (αυτό που ονομάζουμε φιλολαϊκό ή λαϊκίστικο), έχει ξεπεράσει ακόμα το στάδιο μιας απλής από συνήθεια επιβίωσης μελωδικών τρόπων και κινείται στην περιοχή μιας απ' την αρχή κι από την αίσθηση αναβίωσης του ελληνικού χώρου, του λαϊκού χαρακτήρα σε ήθος και σε ύφος, πέρα απ' την έννοια μιας όποιας στατικής ηθογραφικότητας»... «Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο "Κεντρικό", που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη "Ρωμιοσύνη"», αναφέρει ο Μ. Θεοδωράκης. Το καλοκαίρι του '66 η «Ρωμιοσύνη» πλημμυρίζει το γήπεδο της ΑΕΚ, στη Ν. Φιλαδέλφεια, στην πρώτη λαϊκή συναυλία σε ανοιχτό χώρο. «Τι δεν έκανε η αντίδραση τότε για να εμποδίσει το λαό να 'ρθει να μας ακούσει...». Η «Ρωμιοσύνη» γίνεται ο ύμνος της πάλης ενός λαού που σφαδάζει στη δίνη των καιρών, ανάμεσα στις συμπληγάδες της φανερής και μυστικής τρομοκρατίας.
Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο
με το λουρί στο σβέρκο
Νάτη πετιέται από ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου
Μέσα σε μια μέρα, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1968, στην καρδιά της δικτατορίας, ο εξόριστος Γιάννης Ρίτσος, στο Παρθένι της Λέρου, γράφει τα δεκαέξι από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας». Είχε προηγηθεί κρυφό μήνυμα του εξόριστου στη Ζάτουνα Μ. Θεοδωράκη, που ήθελε να μελοποιήσει ανέκδοτο έργο του ποιητή. Το χρονικό του έργου περιγράφει ο ίδιος ο Γ. Ρίτσος, το 1973: «Τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, εκτός απ' το 16 και 17, γράφτηκαν σε μια μέρα - στις 16 του Σεπτέμβρη του 1968 - στο Παρθένι της Λέρου, ύστερ' από μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη με την παράκληση να μελοποιήσει κάτι δικό μου ανέκδοτο. Τα ξαναδούλεψα στο Καρλόβασι της Σάμου το Νοέμβρη του 1969. Το 16 και 17 γράφτηκαν την Πρωτομαγιά του 1970. Το 7 αλλάχτηκε ριζικά το Γενάρη του 1973. Δε σκόπευα να δημοσιεύσω τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα κι είχα ζητήσει να μη μεταφραστούν και εκδοθούν, παρά μόνο να τραγουδηθούν. Αλλά, να, που τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν κιόλας σε διάφορα ντόπια και ξένα περιοδικά κ' έχουν γίνει δύο γαλλικές μεταφράσεις (...) και δεν ξέρω σε πόσες άλλες γλώσσες... Ετσι, δεν υπάρχει πια λόγος να επιμείνω στην αρχική μου απόφαση. Και τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα είναι αφιερωμένα στον Μίκη Θεοδωράκη». Μικρά στιγμιότυπα του χώρου, των ανθρώπων και της ιστορικής μνήμης αποτυπώνονται στην ποιητική σύνθεση, που μελοποιήθηκε στο εξωτερικό και υπήρξε το πρώτο μουσικό έργο του συνθέτη που κυκλοφόρησε αμέσως μετά τη δικτατορία. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στις 17/1/73 στο «Αλμπερτ Χολ» του Λονδίνου, ενώ η πρώτη ηχογράφησή του έγινε στο Παρίσι, το 1973, με ερμηνευτές τους Μαρία Φαραντούρη, Πέτρο Πανδή, Αφροδίτη Μάνου και Αχ. Κωστούλη. Τα πολυτραγουδισμένα «Λιανοτράγουδα» γνώρισαν κι άλλες ηχογραφήσεις με τους Γιώργο Νταλάρα, Αντώνη Καλογιάννη, Μαρία Δημητριάδη.
Καπνισμένο τσουκάλι στις γειτονιές του κόσμου
Ετσι μικρό ήταν τ' όνειρό μας
Μα τούτο τ' όνειρο ήταν τ' όνειρο
όλων των πεινασμένων και των αδικημένων.
Κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί
κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί
και τ' όνειρο μεγάλωνε σιγά-σιγά.
Μεγάλωνε πάντοτε
το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τον ήλιο
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τη γη
και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα.
Ετούτο τ' όνειρο των πεινασμένων,
τ' όνειρο των αδικημένων όλου του κόσμου.
Οι «Γειτονιές του κόσμου» γράφτηκαν από τον Γιάννη Ρίτσο τη χρονιά της ήττας, στα 1949. Είναι η μεγάλη τοιχογραφία της αντίστασης, του Δεκέμβρη και του αγώνα του ΔΣΕ στις πόλεις, αλλά και στους τόπους εξορίας. Σ' αυτή την επική τοιχογραφία του αποτύπωσε ποιητικά την εποποιία της αντίστασης του λαού της Αθήνας, τον αιματοβαμμένο Δεκέμβρη του 1944. Ο Μ. Θεοδωράκης μελοποίησε εκτεταμένα αποσπάσματα της μεγάλης αυτής ποιητικής σύνθεσης το 1978. Ενα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε ο δίσκος με ερμηνευτές τους Μαρία Φαραντούρη και Γιάννη Θωμόπουλο, με τη συμμετοχή της Χορωδίας της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου και απαγγελία του Γ. Ρίτσου. Σ' αυτήν τη δημιουργική κατάθεση ποιητή και συνθέτη εξυμνείται, δοξάζεται ένα ιστορικό γεγονός, κρατώντας ζωντανή, επίσης, στη συλλογική μνήμη, την ένοπλη επέμβαση των Βρετανών και της ντόπιας αστικής τάξης ενάντια στο ΚΚΕ, στο ΕΑΜ και το λαϊκό κίνημα, το 1944.
Μια άλλη συναρπαστική «συνάντηση» του Μ. Θεοδωράκη με τον ποιητή της Ρωμιοσύνης γίνεται στο πεδίο της λόγιας μουσικής, με την «Εβδομη Συμφωνία» του («Εαρινή Συμφωνία», «Το εμβατήριο του ωκεανού», «Η κυρά των αμπελιών»).
Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περισσότερα
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη
Ετσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε,
"Τέτοια ποιήματα, σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα"
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο./(...) («Καπνισμένο Τσουκάλι»)
Ηταν το 1975 όταν ο Χρήστος Λεοντής παρουσιάζει μια από τις σπουδαιότερες μελοποιήσεις που είδαν ποτέ το φως στο ελληνικό τραγούδι, το «Καπνισμένο Τσουκάλι» σε ποίηση Γ. Ρίτσου («Columbia»). Μάλιστα, ο ποιητής παίρνει ενεργά μέρος στο δίσκο, απαγγέλλοντας με συγκλονιστικό τρόπο αποσπάσματα από το ποίημα, ακόμη και κατά τη διάρκεια των τραγουδιών. Ο Γ. Ρίτσος έγραψε το «Καπνισμένο Τσουκάλι» το 1948, στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Πολιτικών Κρατουμένων, στο Κοντοπούλι Λήμνου. Οι σκέψεις, τα λόγια του, τα μηνύματά του είναι συγκλονιστικά και πάντα επίκαιρα. Για τον συνθέτη, «ο Γιάννης Ρίτσος, ένα από τα στολίδια του ελληνισμού και της παγκόσμιας ποίησης, είναι ένα σημείο αναφοράς για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, για όσους διαπνέονται από ανθρωπισμό και αξίες...Στην προσωπική μου περίπτωση έχει παίξει σπουδαιότατο ρόλο στο να διαμορφώσω μιαν αντίληψη για τη χρησιμοποίηση της ποίησης στο τραγούδι και μάλιστα στο λαϊκό τραγούδι. Η βοήθειά του υπήρξε μοναδική σε μια περίοδο της ζωής μου όπου μαζί με το λαό προσπαθούσα να εκφράσω τα αισθήματά μου, την αγωνία μου και τον αγώνα μου. Αυτό το στήριγμα το βρήκα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και συγκεκριμένα στο "Καπνισμένο Τσουκάλι". Τον ευγνωμονώ». Το εξαιρετικό αυτό έργο, που στηρίζεται σε όργανα όλων των ειδών, από παραδοσιακά μέχρι κλασικά, σφραγίστηκε από την ερμηνεία του κορυφαίου Νίκου Ξυλούρη. Στο δίσκο επίσης τραγουδούν η Τάνια Τσανακλίδου και ο Βασίλης Μπαρνής. «Αυτά τα κόκκινα σημάδια», «Και να αδερφέ μου», «Τούτες τις μέρες» είναι κάποια από τα τραγούδια που μέχρι σήμερα σκορπούν ρίγη συγκίνησης.
«...κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους που δε σηκώνει τ' άδικο...»
(...)
Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.
Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ' άδικο
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε. (...)
Λάτρης «της ποίησης, της στάσης και του ήθους» του Γιάννη Ρίτσου, ο Θάνος Μικρούτσικος έχει μελοποιήσει ποιήματά του σε διαφορετικές εποχές και με διαφορετικό τρόπο, από τραγούδια μέχρι όπερα. Η αρχή έγινε το 1976 με το δίσκο «Καντάτα για τη Μακρόνησο / Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι» («Lyra»), σε ποίηση Γ. Ρίτσου και Β. Μαγιακόφσκι (σε μετάφραση Γ. Ρίτσου). Εργο πρωτοποριακό για την εποχή του, όπου ο συνθέτης πειραματίζεται πάνω στην ατονική μουσική και βασισμένο πάνω στο συγκλονιστικό λόγο του ποιητή (από τον «Πέτρινο Χρόνο», 1949), η «Καντάτα για τη Μακρόνησο» γνώρισε διεθνείς διακρίσεις και σημαδεύτηκε από την καταπληκτική ερμηνεία της Μαρίας Δημητριάδη. Στα χορικά συμμετείχε ομάδα δέκα ηθοποιών και τραγουδιστών (Σάκης Μπουλάς, Αφροδίτη Μάνου, Γιάννης Ζουγανέλης, Γιώργος Μιχαηλίδης κ.ά.) - απαγγελία: Γιώργος Κιμούλης. Ακολουθούν το 1978, τα «Τραγούδια της Λευτεριάς» («Lyra»), στα οποία περιλαμβάνονται και τραγούδια σε ποίηση Ρίτσου (ερμηνεία: Μ. Δημητριάδη), η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» (κύκλος τραγουδιών που γράφτηκε την περίοδο 1979 - 1981), με ερμηνευτή αρχικά τον αξέχαστο βαθύφωνο Φραγκίσκο Βουτσίνο και αργότερα τον Κώστα Θωμαΐδη. Η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» (για φωνή και πιάνο, σε ερμηνεία του Κ. Θωμαΐδη) περιλαμβάνεται στο δίσκο «Σχοινοβάτης», που κυκλοφόρησε το 2004 («MINOS EMI») και περιέχει επίσης τα έργα «Δελτίο Ειδήσεων» (1973 - 1974) και Κιγκλίδωμα ΙΙ (1973 - 2003) - στο τελευταίο εξαιρετική η ερμηνεία της Γεωργίας Συλλαίου. Το 1999, ο Θ. Μικρούτσικος παρουσίασε την όπερα «Η Επιστροφή Της Ελένης» (ΕΜΙ), με αποσπάσματα από ποιήματα του Γ. Ρίτσου (1992 - 1993). «Ανεπιφύλακτα δηλώνω ότι ο Ρίτσος είναι ο δάσκαλός μου. Με ατέλειωτες συναντήσεις και συζητήσεις από τις αρχές της δεκαετίας του '70, μου δίδαξε τα πάντα γύρω από την Τέχνη και μου έλυσε απορίες που ως νέος καλλιτέχνης αριστερός και πειραματιστής είχα εκείνη την εποχή. Μου δίδαξε πως είναι νόμιμο να μιλώ με την τέχνη μου για όσα με καίνε, αλλά πάντοτε να το κάνω με σύγχρονο τρόπο. Μου δίδαξε ότι η φόρμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το περιεχόμενο», αναφέρει ο συνθέτης. Καρπό της διαχρονικής εμμονής και ενασχόλησης του Θ. Μικρούτσικου με την ποίηση του Γ. Ρίτσου, αποτελεί το CD «Γιάννης Ρίτσος. Του απείρου εραστής», σε παραγωγή του συνθέτη (κυκλοφόρησε από τη «His Master's Voice»), που αναφέρει: «Το CD ήταν για μένα ένα μεγάλο χρέος. Ο Γ. Ρίτσος είναι υπόδειγμα καλλιτέχνη όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, αλλά και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και με έχει ταράξει το γεγονός ότι ο μέγιστος αυτός ποιητής, που μαζί με τον Καβάφη - κατά την ταπεινή μου άποψη - είναι οι δυο μεγαλύτεροι Ελληνες ποιητές του 20ού αιώνα, ήταν κυριολεκτικά θαμμένος επί 27 χρόνια από το σύστημα που κατέτασσε τις αξίες στην Ελλάδα». Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό ηχητικό ντοκουμέντο με «οδηγό» τη φωνή του Γιάννη Ρίτσου, που απαγγέλλει ποιήματά του, προσωπικά, αγωνιστικά, ποιήματα με φιλοσοφική διάθεση, τα οποία συνδέει με κείμενα - ξενάγηση στη ζωή του... Το θέμα της εισαγωγής παίζεται στο πιάνο από τον ίδιο τον ποιητή, ενώ σε κάποια κομμάτια η μουσική και οι ήχοι ήταν μιξαρισμένοι με τη φωνή του ποιητή στο υλικό που βρέθηκε στο αρχείο του. Ο Θ. Μικρούτσικος έγραψε κάποιες μελωδίες ειδικά για την έκδοση αυτή, που διακριτικά συνοδεύουν το λόγο, ενώ συμπεριέλαβε και μουσική από τα έργα του «Καντάτα για τη Μακρόνησο» και «Επιστροφή της Ελένης».
Αμέτρητες μελοποιήσεις
Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, λυρική, ματωμένη, αγωνιστική, φιλοσοφική, λαϊκή, βαθιά ανθρώπινη, ενέπνευσε πολλούς ακόμη μουσικούς δημιουργούς, οι οποίοι μελοποίησαν ποιήματά του. Στις αρχές της δεκαετίας του '70 ο Νίκος Μαμαγκάκης έγραψε τον κύκλο τραγουδιών «11 λαϊκά τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου» («Λύρα»), όπου περιλαμβάνονται τα: «Χρόνια σε περίμενα», «Ο τρύγος», «Χωρισμός», «Νυχτοπεντοζάλης», «Χειμωνιάτικη βραδιά», «Αϊντε και ντε», «Μαύρη και Γαλάζια Νύχτα» κ.ά. Τα τραγούδια ερμήνευαν οι Γιάννης Πουλόπουλος και Μαρία Δουράκη. Ο δίσκος ξανακυκλοφόρησε πριν δυόμισι χρόνια από την εταιρεία «Ιδαία», εμπλουτισμένος με δύο ακόμη τραγούδια τα οποία δεν είχαν μπει στην πρώτη έκδοση, λόγω λογοκρισίας. Συμμετέχουν: Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Μαρίνα Δακανάλη, Εύη Ανδριώτη. Την περίοδο 1989 - '90, ο Νίκος Μαμαγκάκης καταθέτει ένα άλλο έργο του, σε ποίηση Γ. Ρίτσου, αυτή τη φορά στο πεδίο της λόγιας μουσικής, την «Εαρινή Συμφωνία», έργο για ανδρική και γυναικεία φωνή, κιθάρα και έγχορδα.
Στίχους του Γ. Ρίτσου μελοποίησε και ο Δήμος Μούτσης, στην «Τετραλογία» (1975), μαζί με έργα Κ. Καβάφη, Κ. Καρυωτάκη και Γ. Σεφέρη. Ενα χρόνο αργότερα, το 1976, κυκλοφόρησε από τη «MINOS» ο πρώτος δίσκος του συνθέτη Μιχάλη Τερζή - σε ποίηση Γ. Ρίτσου - που είχε τίτλο «Υμνος και θρήνος για την Κύπρο». Ενα έργο όπου ο ποιητής «μιλά» για τις τραγικές επιπτώσεις από τη βάρβαρη εισβολή του Αττίλα στο νησί. Τα τραγούδια ερμήνευε ο Γιώργος Ζωγράφος, ενώ ενορχηστρωτής ήταν ο Τάσος Καρακατσάνης. Το 1981, ο Μάριος Τόκας ηχογραφεί στην «Columbia» το δίσκο «Πικραμένη μου γενιά», σε ποίηση Γ. Ρίτσου, με ερμηνευτή τον Λάκη Χαλκιά. Ενας εξαιρετικός δίσκος, με πολύ δυνατές στιγμές και ερμηνείες όπως τα «Η πικραμένη μου γενιά», «Την έρμη τη φτωχολογιά», «Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει», «Ο χαμός του λεβέντη» κ.ά.
Δεκάδες είναι οι συνθέτες, που μελοποίησαν ποιήματα του Γ. Ρίτσου, καταθέτοντας αξιόλογα έργα λόγιας μουσικής. Από τον Αλέκο Ξένο, με τα έργα «Τ' όνειρο», «Ειρήνη», «Ωρα καλή», μέχρι τον Νικηφόρο Ρώτα με τη «Σερενάτα» και από τον Γιώργο Σισιλιάνο με την όπερα δωματίου «Η κυρία του σεληνόφωτος» και τα τραγούδια για φωνή και πιάνο μέχρι τους Θόδωρο Αντωνίου, Κωνσταντία Γουρζή, Γιώργο Μηνά, Σαράντη Κασσάρα, Γιώργο Κουρουπό, Ντίνο Κωνσταντινίδη, Δημήτρη Μαραγκόπουλο, Θανάση Νικόπουλο, Στάθη Ουλκέρογλου κ.ά. Κι από τον Νότη Μαυρουδή με το «Χαμό του λεβέντη» μέχρι τους Σόλωνα Μιχαηλίδη, Τερψιχόρη Παπαστεφάνου, Σπύρο Σαμοΐλη, Μιχάλη Τερζή, Γιώργο Κοτσώνη, Γιάννη Ζουγανέλη κ.ά. Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου», που μέσα απ' τη δική του πληγή κοίταξε του κόσμου την πληγή και συνειδητά πορεύτηκε στο δρόμο του χρέους, αποτελεί αναμφίβολα τον πιο πολυτραγουδισμένο Ελληνα ποιητή. Μέσα στη σκοτεινιά της δικής μας εποχής το μελοποιημένο έργο του, αλλά και αυτό που ακόμα δεν έχει συναντηθεί με την έμπνευση νέων μουσικών δημιουργών, είναι άσβεστος φάρος.
Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ
Φωνή του λαού και του καιρού του ο Γιάννης Ρίτσος, ο πιο πολυτραγουδισμένος Ελληνας ποιητής, ενέπνευσε δεκάδες μουσικούς δημιουργούς
Σαν αρτεσιανό νερό ξεπήδησε η μελωδία μέσα από την ποίηση του πιο πολυτραγουδισμένου Ελληνα ποιητή. Ισως γιατί η μελωδία ήδη έρεε μέσα στις φλέβες του έργου του, πολύ πριν οι στίχοι του συναντηθούν με τη μουσική έμπνευση μεγάλων Ελλήνων συνθετών, με πρώτο τον Μίκη Θεοδωράκη.
Φωνή του λαού και του καιρού του, ο Γ. Ρίτσος από το λαό πήρε τα πρώτα του μαθήματα. Παιδί ακόμα στην επαρχία έζησε τα πανηγύρια του αγροτικού κόσμου - «έβλεπα κι άκουγα τα τραγούδια τους, τους καλαματιανούς, τους νησιώτικους, άκουγα και τους τσάμικους και τους χόρευα. Από κει πήρα λοιπόν τα μαθήματα. Κατ΄ ευθείαν από το λαό. Κι από εκεί έμαθα και τη γλώσσα. Δεν μίλησα τη γλώσσα των αριστοκρατών, μίλησα τη γλώσσα του λαού», έλεγε στον «Ριζοσπάστη» το 1987. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι έγραψε σε δεκαπεντασύλλαβο κορυφαία έργα του, όπως τον «Επιτάφιο» ή τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας».
Αρχή με τον «Επιτάφιο»
Κι όταν η μεγάλη ποίησή του, που ύμνησε τον άνθρωπο, την ομορφιά, την επανάσταση, αγγίζοντας όλες τις χορδές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενέπνευσε άξιους μουσικούς δημιουργούς, μετουσιώθηκε σε ορμητικό ποτάμι, που πλημμύρισε θέατρα, δρόμους, γήπεδα. Τα μελοποιημένα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου έγιναν λάβαρα αντίστασης, αγώνα, ελπίδας, κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης, συντροφεύοντας γενιές και γενιές, ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές της νεότερης ελληνικής Ιστορίας. «Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ' όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μία στην άλλη, ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι», αναφέρει ο Μ. Θεοδωράκης, που με τη μελοποίηση του «Επιτάφιου» ανοίγει το συναρπαστικό δρόμο της μελοποιημένης ποίησης. Ο ίδιος ο συνθέτης, αναφερόμενος στον «Επιτάφιο» δηλώνει το 1960: «Δεν νομίζω πως υπάρχει μεγαλύτερη δόξα για έναν ποιητή - ακόμα και τον πιο μεγάλο - από το να τραγουδιέται από το λαό».
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τά που πικρά σου λέω;
(...)
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, π' αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης (...)
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Μέσα στο σκληρό Μάη του 1936 γεννήθηκε ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου, το έργο, που μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη, θα σφραγίσει τον ελληνικό μουσικό πολιτισμό. Ο ποιητής, αντικρίζοντας στον «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία της χαροκαμένης μάνας που θρηνούσε το σκοτωμένο παιδί της - θύμα της βίαιης καταστολής της απεργίας των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη - γράφει το συγκλονιστικό αυτό έργο, που είκοσι τέσσερα χρόνια μετά άνοιξε το δρόμο στη μελοποιημένη ποίηση. Το μοιρολόι της μάνας μπροστά στο σώμα του σκοτωμένου γιου της, στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο του Γ. Ρίτσου, μετατρέπεται σε κοινωνική διαμαρτυρία και εξέγερση. Το 1958 ο Μίκης Θεοδωράκης, στο Παρίσι, παίρνει στα χέρια του την επανέκδοση του «Επιταφίου» με την αφιέρωση του ποιητή: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τις στήλες του Ολυμπίου Διός». Η μελοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του έργου γίνεται μια βροχερή μέρα, μέσα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο του συνθέτη...Η ιδιότητά του, του έντεχνου μουσικού δημιουργού, δεν εμπόδισε τον Μίκη Θεοδωράκη να μπει στην περιοχή της λαϊκής μας παράδοσης, «χωρίς», όπως ο ίδιος λέει, «να τη μεταχειριστώ σαν παρατηρητής που διαλέγει, ταξινομεί και επεξεργάζεται εν ψυχρώ το υλικό του. Θυμάμαι ότι έλαβα τον Επιτάφιο στο Παρίσι, από τον ίδιο τον Ρίτσο. Ευθύς μόλις τον διάβασα, άρχισα να γράφω τα τραγούδια, αυθόρμητα, δίχως καμιά ανάγκη, καμιά πρόθεση θα έλεγα. Και η μουσική βγήκε αυτή που βγήκε: λαϊκή. Γιατί, άραγε; Κατ' αρχήν, νομίζω από την ανάγκη να παρακολουθήσω την ίδια διαδικασία με τον Ρίτσο, καθώς παίρνει τους αρμούς, τα δυνατά στοιχεία από τα μοιρολόγια και τη δημοτική μας ποίηση και - όντας πάντοτε Ρίτσος - θέλει να είναι συνάμα ο οποιοσδήποτε λαϊκός ποιητής, η οποιαδήποτε χαροκαμένη μάνα, η λαϊκή μούσα»! Ο Θεοδωράκης επιλέγει τη φόρμα της καθαρά λαϊκής μουσικής και τους λαϊκούς ρυθμούς - το μπουζούκι του Χιώτη και τη φωνή του Μπιθικώτση. «Πού πέταξε τ' αγόρι μου», «Χείλι μου μοσκομύριστο», «Μέρα μαγιού», «Βασίλεψες, αστέρι μου»... Η πρώτη παρουσίαση του έργου στην Ελλάδα γίνεται στις 5 Οκτώβρη του 1960, στην Ελευσίνα, με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο «Επιτάφιος» συγκλονίζει και γίνεται η αφετηρία μιας ολόκληρης περιόδου του νέου λαϊκού ελληνικού πολιτισμού, καθώς το έργο ανοίγει το δρόμο όπου θα «συναντηθούν» και άλλοι μεγάλοι ποιητές και συνθέτες, για να υμνήσουν διαφορετικές στιγμές της Ιστορίας του λαϊκού κινήματος στον τόπο μας. Το έργο κυκλοφόρησε σε τρεις εκδόσεις. Δύο, το 1960, η μία σε διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη, με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη και η άλλη σε διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι, με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη. Το 1963 έγινε η τρίτη με Θεοδωράκη - Χιώτη και ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα.
Τραγούδια - λάβαρα αγώνα
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω από ξένα βήματα
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο...
Σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου και εξορίας του ποιητή, στο διάστημα 1945 - 1947 γράφεται η μεγάλη ποιητική σύνθεση «Ρωμιοσύνη». Το σπουδαίο αυτό έργο μελοποιήθηκε από τον Μ. Θεοδωράκη το 1966, μέσα σ' ένα βράδυ στο σπίτι του στη Ν. Σμύρνη, «μονορούφι» όπως ο ίδιος λέει, μετά από άγριο ξυλοδαρμό του από την Αστυνομία. Ο κύκλος τραγουδιών αφιερωμένων στην Εθνική Αντίσταση, όπως «Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό...», «Ολοι διψάνε», «Οταν σφίγγουν το χέρι», «Θα σημάνουν οι καμπάνες», ένωσε για άλλη μια φορά τον Μίκη Θεοδωράκη με την ποιητική δημιουργία του Γιάννη Ρίτσου. «Οταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος έμεινε άφωνος», έλεγε αργότερα ο συνθέτης. «Ακούγοντας τη Ρωμιοσύνη του Μίκη Θεοδωράκη» - έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος - «ένιωσα την ανάγκη να εκφράσω ανεπιφύλακτα και απροφύλακτα, όχι πια τη γνώμη μου, αλλά τον ενθουσιασμό, τη συγκίνηση, τη μέθη που μας δίνει ένα μεγάλο έργο τέχνης, ή σωστότερα ένα αληθινό έργο τέχνης - αυτή τη βαθιά, ανεξήγητη, ανεξέλεγκτη συγκίνηση, αυτή την ευφορία, τη μυστική ανανέωση της πίστης στις ανθρώπινες και ανθρωπιστικές δυνατότητες της τέχνης, την αναζωπύρωση μιας αόριστης εμπιστοσύνης στη γη, στον άνθρωπο, στη ζωή και ειδικότερα στη φυλή, στο έθνος, στο λαό μας»... «Ενιωσα ακόμα πως σ' αυτή τη σύνθεση του Θεοδωράκη η νεοελληνική μας μουσική (που την αποκαλούν με το δήθεν οξύμωρο: έντεχνη - λαϊκή) έχει ξεπεράσει το στάδιο της προσπάθειας για τη συντήρηση ορισμένων άξιων ελληνικών παραδόσεων (βυζαντινών, δημοτικών, λαϊκών), έχει ξεπεράσει το στάδιο της ηθελημένης αναπαραγωγής και συνειδητής απομίμησης καθιερωμένων και τυπικών μοτίβων ή και μορφών (αυτό που ονομάζουμε φιλολαϊκό ή λαϊκίστικο), έχει ξεπεράσει ακόμα το στάδιο μιας απλής από συνήθεια επιβίωσης μελωδικών τρόπων και κινείται στην περιοχή μιας απ' την αρχή κι από την αίσθηση αναβίωσης του ελληνικού χώρου, του λαϊκού χαρακτήρα σε ήθος και σε ύφος, πέρα απ' την έννοια μιας όποιας στατικής ηθογραφικότητας»... «Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο "Κεντρικό", που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη "Ρωμιοσύνη"», αναφέρει ο Μ. Θεοδωράκης. Το καλοκαίρι του '66 η «Ρωμιοσύνη» πλημμυρίζει το γήπεδο της ΑΕΚ, στη Ν. Φιλαδέλφεια, στην πρώτη λαϊκή συναυλία σε ανοιχτό χώρο. «Τι δεν έκανε η αντίδραση τότε για να εμποδίσει το λαό να 'ρθει να μας ακούσει...». Η «Ρωμιοσύνη» γίνεται ο ύμνος της πάλης ενός λαού που σφαδάζει στη δίνη των καιρών, ανάμεσα στις συμπληγάδες της φανερής και μυστικής τρομοκρατίας.
Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο
με το λουρί στο σβέρκο
Νάτη πετιέται από ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου
Μέσα σε μια μέρα, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1968, στην καρδιά της δικτατορίας, ο εξόριστος Γιάννης Ρίτσος, στο Παρθένι της Λέρου, γράφει τα δεκαέξι από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας». Είχε προηγηθεί κρυφό μήνυμα του εξόριστου στη Ζάτουνα Μ. Θεοδωράκη, που ήθελε να μελοποιήσει ανέκδοτο έργο του ποιητή. Το χρονικό του έργου περιγράφει ο ίδιος ο Γ. Ρίτσος, το 1973: «Τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, εκτός απ' το 16 και 17, γράφτηκαν σε μια μέρα - στις 16 του Σεπτέμβρη του 1968 - στο Παρθένι της Λέρου, ύστερ' από μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη με την παράκληση να μελοποιήσει κάτι δικό μου ανέκδοτο. Τα ξαναδούλεψα στο Καρλόβασι της Σάμου το Νοέμβρη του 1969. Το 16 και 17 γράφτηκαν την Πρωτομαγιά του 1970. Το 7 αλλάχτηκε ριζικά το Γενάρη του 1973. Δε σκόπευα να δημοσιεύσω τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα κι είχα ζητήσει να μη μεταφραστούν και εκδοθούν, παρά μόνο να τραγουδηθούν. Αλλά, να, που τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν κιόλας σε διάφορα ντόπια και ξένα περιοδικά κ' έχουν γίνει δύο γαλλικές μεταφράσεις (...) και δεν ξέρω σε πόσες άλλες γλώσσες... Ετσι, δεν υπάρχει πια λόγος να επιμείνω στην αρχική μου απόφαση. Και τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα είναι αφιερωμένα στον Μίκη Θεοδωράκη». Μικρά στιγμιότυπα του χώρου, των ανθρώπων και της ιστορικής μνήμης αποτυπώνονται στην ποιητική σύνθεση, που μελοποιήθηκε στο εξωτερικό και υπήρξε το πρώτο μουσικό έργο του συνθέτη που κυκλοφόρησε αμέσως μετά τη δικτατορία. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στις 17/1/73 στο «Αλμπερτ Χολ» του Λονδίνου, ενώ η πρώτη ηχογράφησή του έγινε στο Παρίσι, το 1973, με ερμηνευτές τους Μαρία Φαραντούρη, Πέτρο Πανδή, Αφροδίτη Μάνου και Αχ. Κωστούλη. Τα πολυτραγουδισμένα «Λιανοτράγουδα» γνώρισαν κι άλλες ηχογραφήσεις με τους Γιώργο Νταλάρα, Αντώνη Καλογιάννη, Μαρία Δημητριάδη.
Καπνισμένο τσουκάλι στις γειτονιές του κόσμου
Ετσι μικρό ήταν τ' όνειρό μας
Μα τούτο τ' όνειρο ήταν τ' όνειρο
όλων των πεινασμένων και των αδικημένων.
Κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί
κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί
και τ' όνειρο μεγάλωνε σιγά-σιγά.
Μεγάλωνε πάντοτε
το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τον ήλιο
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τη γη
και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα.
Ετούτο τ' όνειρο των πεινασμένων,
τ' όνειρο των αδικημένων όλου του κόσμου.
Οι «Γειτονιές του κόσμου» γράφτηκαν από τον Γιάννη Ρίτσο τη χρονιά της ήττας, στα 1949. Είναι η μεγάλη τοιχογραφία της αντίστασης, του Δεκέμβρη και του αγώνα του ΔΣΕ στις πόλεις, αλλά και στους τόπους εξορίας. Σ' αυτή την επική τοιχογραφία του αποτύπωσε ποιητικά την εποποιία της αντίστασης του λαού της Αθήνας, τον αιματοβαμμένο Δεκέμβρη του 1944. Ο Μ. Θεοδωράκης μελοποίησε εκτεταμένα αποσπάσματα της μεγάλης αυτής ποιητικής σύνθεσης το 1978. Ενα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε ο δίσκος με ερμηνευτές τους Μαρία Φαραντούρη και Γιάννη Θωμόπουλο, με τη συμμετοχή της Χορωδίας της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου και απαγγελία του Γ. Ρίτσου. Σ' αυτήν τη δημιουργική κατάθεση ποιητή και συνθέτη εξυμνείται, δοξάζεται ένα ιστορικό γεγονός, κρατώντας ζωντανή, επίσης, στη συλλογική μνήμη, την ένοπλη επέμβαση των Βρετανών και της ντόπιας αστικής τάξης ενάντια στο ΚΚΕ, στο ΕΑΜ και το λαϊκό κίνημα, το 1944.
Μια άλλη συναρπαστική «συνάντηση» του Μ. Θεοδωράκη με τον ποιητή της Ρωμιοσύνης γίνεται στο πεδίο της λόγιας μουσικής, με την «Εβδομη Συμφωνία» του («Εαρινή Συμφωνία», «Το εμβατήριο του ωκεανού», «Η κυρά των αμπελιών»).
Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περισσότερα
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη
Ετσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε,
"Τέτοια ποιήματα, σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα"
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο./(...) («Καπνισμένο Τσουκάλι»)
Ηταν το 1975 όταν ο Χρήστος Λεοντής παρουσιάζει μια από τις σπουδαιότερες μελοποιήσεις που είδαν ποτέ το φως στο ελληνικό τραγούδι, το «Καπνισμένο Τσουκάλι» σε ποίηση Γ. Ρίτσου («Columbia»). Μάλιστα, ο ποιητής παίρνει ενεργά μέρος στο δίσκο, απαγγέλλοντας με συγκλονιστικό τρόπο αποσπάσματα από το ποίημα, ακόμη και κατά τη διάρκεια των τραγουδιών. Ο Γ. Ρίτσος έγραψε το «Καπνισμένο Τσουκάλι» το 1948, στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Πολιτικών Κρατουμένων, στο Κοντοπούλι Λήμνου. Οι σκέψεις, τα λόγια του, τα μηνύματά του είναι συγκλονιστικά και πάντα επίκαιρα. Για τον συνθέτη, «ο Γιάννης Ρίτσος, ένα από τα στολίδια του ελληνισμού και της παγκόσμιας ποίησης, είναι ένα σημείο αναφοράς για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, για όσους διαπνέονται από ανθρωπισμό και αξίες...Στην προσωπική μου περίπτωση έχει παίξει σπουδαιότατο ρόλο στο να διαμορφώσω μιαν αντίληψη για τη χρησιμοποίηση της ποίησης στο τραγούδι και μάλιστα στο λαϊκό τραγούδι. Η βοήθειά του υπήρξε μοναδική σε μια περίοδο της ζωής μου όπου μαζί με το λαό προσπαθούσα να εκφράσω τα αισθήματά μου, την αγωνία μου και τον αγώνα μου. Αυτό το στήριγμα το βρήκα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και συγκεκριμένα στο "Καπνισμένο Τσουκάλι". Τον ευγνωμονώ». Το εξαιρετικό αυτό έργο, που στηρίζεται σε όργανα όλων των ειδών, από παραδοσιακά μέχρι κλασικά, σφραγίστηκε από την ερμηνεία του κορυφαίου Νίκου Ξυλούρη. Στο δίσκο επίσης τραγουδούν η Τάνια Τσανακλίδου και ο Βασίλης Μπαρνής. «Αυτά τα κόκκινα σημάδια», «Και να αδερφέ μου», «Τούτες τις μέρες» είναι κάποια από τα τραγούδια που μέχρι σήμερα σκορπούν ρίγη συγκίνησης.
«...κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους που δε σηκώνει τ' άδικο...»
(...)
Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.
Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ' άδικο
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε. (...)
Λάτρης «της ποίησης, της στάσης και του ήθους» του Γιάννη Ρίτσου, ο Θάνος Μικρούτσικος έχει μελοποιήσει ποιήματά του σε διαφορετικές εποχές και με διαφορετικό τρόπο, από τραγούδια μέχρι όπερα. Η αρχή έγινε το 1976 με το δίσκο «Καντάτα για τη Μακρόνησο / Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι» («Lyra»), σε ποίηση Γ. Ρίτσου και Β. Μαγιακόφσκι (σε μετάφραση Γ. Ρίτσου). Εργο πρωτοποριακό για την εποχή του, όπου ο συνθέτης πειραματίζεται πάνω στην ατονική μουσική και βασισμένο πάνω στο συγκλονιστικό λόγο του ποιητή (από τον «Πέτρινο Χρόνο», 1949), η «Καντάτα για τη Μακρόνησο» γνώρισε διεθνείς διακρίσεις και σημαδεύτηκε από την καταπληκτική ερμηνεία της Μαρίας Δημητριάδη. Στα χορικά συμμετείχε ομάδα δέκα ηθοποιών και τραγουδιστών (Σάκης Μπουλάς, Αφροδίτη Μάνου, Γιάννης Ζουγανέλης, Γιώργος Μιχαηλίδης κ.ά.) - απαγγελία: Γιώργος Κιμούλης. Ακολουθούν το 1978, τα «Τραγούδια της Λευτεριάς» («Lyra»), στα οποία περιλαμβάνονται και τραγούδια σε ποίηση Ρίτσου (ερμηνεία: Μ. Δημητριάδη), η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» (κύκλος τραγουδιών που γράφτηκε την περίοδο 1979 - 1981), με ερμηνευτή αρχικά τον αξέχαστο βαθύφωνο Φραγκίσκο Βουτσίνο και αργότερα τον Κώστα Θωμαΐδη. Η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» (για φωνή και πιάνο, σε ερμηνεία του Κ. Θωμαΐδη) περιλαμβάνεται στο δίσκο «Σχοινοβάτης», που κυκλοφόρησε το 2004 («MINOS EMI») και περιέχει επίσης τα έργα «Δελτίο Ειδήσεων» (1973 - 1974) και Κιγκλίδωμα ΙΙ (1973 - 2003) - στο τελευταίο εξαιρετική η ερμηνεία της Γεωργίας Συλλαίου. Το 1999, ο Θ. Μικρούτσικος παρουσίασε την όπερα «Η Επιστροφή Της Ελένης» (ΕΜΙ), με αποσπάσματα από ποιήματα του Γ. Ρίτσου (1992 - 1993). «Ανεπιφύλακτα δηλώνω ότι ο Ρίτσος είναι ο δάσκαλός μου. Με ατέλειωτες συναντήσεις και συζητήσεις από τις αρχές της δεκαετίας του '70, μου δίδαξε τα πάντα γύρω από την Τέχνη και μου έλυσε απορίες που ως νέος καλλιτέχνης αριστερός και πειραματιστής είχα εκείνη την εποχή. Μου δίδαξε πως είναι νόμιμο να μιλώ με την τέχνη μου για όσα με καίνε, αλλά πάντοτε να το κάνω με σύγχρονο τρόπο. Μου δίδαξε ότι η φόρμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το περιεχόμενο», αναφέρει ο συνθέτης. Καρπό της διαχρονικής εμμονής και ενασχόλησης του Θ. Μικρούτσικου με την ποίηση του Γ. Ρίτσου, αποτελεί το CD «Γιάννης Ρίτσος. Του απείρου εραστής», σε παραγωγή του συνθέτη (κυκλοφόρησε από τη «His Master's Voice»), που αναφέρει: «Το CD ήταν για μένα ένα μεγάλο χρέος. Ο Γ. Ρίτσος είναι υπόδειγμα καλλιτέχνη όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, αλλά και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και με έχει ταράξει το γεγονός ότι ο μέγιστος αυτός ποιητής, που μαζί με τον Καβάφη - κατά την ταπεινή μου άποψη - είναι οι δυο μεγαλύτεροι Ελληνες ποιητές του 20ού αιώνα, ήταν κυριολεκτικά θαμμένος επί 27 χρόνια από το σύστημα που κατέτασσε τις αξίες στην Ελλάδα». Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό ηχητικό ντοκουμέντο με «οδηγό» τη φωνή του Γιάννη Ρίτσου, που απαγγέλλει ποιήματά του, προσωπικά, αγωνιστικά, ποιήματα με φιλοσοφική διάθεση, τα οποία συνδέει με κείμενα - ξενάγηση στη ζωή του... Το θέμα της εισαγωγής παίζεται στο πιάνο από τον ίδιο τον ποιητή, ενώ σε κάποια κομμάτια η μουσική και οι ήχοι ήταν μιξαρισμένοι με τη φωνή του ποιητή στο υλικό που βρέθηκε στο αρχείο του. Ο Θ. Μικρούτσικος έγραψε κάποιες μελωδίες ειδικά για την έκδοση αυτή, που διακριτικά συνοδεύουν το λόγο, ενώ συμπεριέλαβε και μουσική από τα έργα του «Καντάτα για τη Μακρόνησο» και «Επιστροφή της Ελένης».
Αμέτρητες μελοποιήσεις
Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, λυρική, ματωμένη, αγωνιστική, φιλοσοφική, λαϊκή, βαθιά ανθρώπινη, ενέπνευσε πολλούς ακόμη μουσικούς δημιουργούς, οι οποίοι μελοποίησαν ποιήματά του. Στις αρχές της δεκαετίας του '70 ο Νίκος Μαμαγκάκης έγραψε τον κύκλο τραγουδιών «11 λαϊκά τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου» («Λύρα»), όπου περιλαμβάνονται τα: «Χρόνια σε περίμενα», «Ο τρύγος», «Χωρισμός», «Νυχτοπεντοζάλης», «Χειμωνιάτικη βραδιά», «Αϊντε και ντε», «Μαύρη και Γαλάζια Νύχτα» κ.ά. Τα τραγούδια ερμήνευαν οι Γιάννης Πουλόπουλος και Μαρία Δουράκη. Ο δίσκος ξανακυκλοφόρησε πριν δυόμισι χρόνια από την εταιρεία «Ιδαία», εμπλουτισμένος με δύο ακόμη τραγούδια τα οποία δεν είχαν μπει στην πρώτη έκδοση, λόγω λογοκρισίας. Συμμετέχουν: Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Μαρίνα Δακανάλη, Εύη Ανδριώτη. Την περίοδο 1989 - '90, ο Νίκος Μαμαγκάκης καταθέτει ένα άλλο έργο του, σε ποίηση Γ. Ρίτσου, αυτή τη φορά στο πεδίο της λόγιας μουσικής, την «Εαρινή Συμφωνία», έργο για ανδρική και γυναικεία φωνή, κιθάρα και έγχορδα.
Στίχους του Γ. Ρίτσου μελοποίησε και ο Δήμος Μούτσης, στην «Τετραλογία» (1975), μαζί με έργα Κ. Καβάφη, Κ. Καρυωτάκη και Γ. Σεφέρη. Ενα χρόνο αργότερα, το 1976, κυκλοφόρησε από τη «MINOS» ο πρώτος δίσκος του συνθέτη Μιχάλη Τερζή - σε ποίηση Γ. Ρίτσου - που είχε τίτλο «Υμνος και θρήνος για την Κύπρο». Ενα έργο όπου ο ποιητής «μιλά» για τις τραγικές επιπτώσεις από τη βάρβαρη εισβολή του Αττίλα στο νησί. Τα τραγούδια ερμήνευε ο Γιώργος Ζωγράφος, ενώ ενορχηστρωτής ήταν ο Τάσος Καρακατσάνης. Το 1981, ο Μάριος Τόκας ηχογραφεί στην «Columbia» το δίσκο «Πικραμένη μου γενιά», σε ποίηση Γ. Ρίτσου, με ερμηνευτή τον Λάκη Χαλκιά. Ενας εξαιρετικός δίσκος, με πολύ δυνατές στιγμές και ερμηνείες όπως τα «Η πικραμένη μου γενιά», «Την έρμη τη φτωχολογιά», «Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει», «Ο χαμός του λεβέντη» κ.ά.
Δεκάδες είναι οι συνθέτες, που μελοποίησαν ποιήματα του Γ. Ρίτσου, καταθέτοντας αξιόλογα έργα λόγιας μουσικής. Από τον Αλέκο Ξένο, με τα έργα «Τ' όνειρο», «Ειρήνη», «Ωρα καλή», μέχρι τον Νικηφόρο Ρώτα με τη «Σερενάτα» και από τον Γιώργο Σισιλιάνο με την όπερα δωματίου «Η κυρία του σεληνόφωτος» και τα τραγούδια για φωνή και πιάνο μέχρι τους Θόδωρο Αντωνίου, Κωνσταντία Γουρζή, Γιώργο Μηνά, Σαράντη Κασσάρα, Γιώργο Κουρουπό, Ντίνο Κωνσταντινίδη, Δημήτρη Μαραγκόπουλο, Θανάση Νικόπουλο, Στάθη Ουλκέρογλου κ.ά. Κι από τον Νότη Μαυρουδή με το «Χαμό του λεβέντη» μέχρι τους Σόλωνα Μιχαηλίδη, Τερψιχόρη Παπαστεφάνου, Σπύρο Σαμοΐλη, Μιχάλη Τερζή, Γιώργο Κοτσώνη, Γιάννη Ζουγανέλη κ.ά. Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου», που μέσα απ' τη δική του πληγή κοίταξε του κόσμου την πληγή και συνειδητά πορεύτηκε στο δρόμο του χρέους, αποτελεί αναμφίβολα τον πιο πολυτραγουδισμένο Ελληνα ποιητή. Μέσα στη σκοτεινιά της δικής μας εποχής το μελοποιημένο έργο του, αλλά και αυτό που ακόμα δεν έχει συναντηθεί με την έμπνευση νέων μουσικών δημιουργών, είναι άσβεστος φάρος.
Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ
... «δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του»
Ο Γιάννης Ρίτσος άρχισε να γράφει θεατρικά έργα από πολύ νωρίς. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής παρουσιάστηκε από το Θέατρο του Βουνού στην Κοζάνη, το μονόπρακτό του «Η Αθήνα στ' άρματα». Το έργο αυτό το έγραψε ξανά ως τρίπρακτο με τον τίτλο «Μάνα», ενώ το 1958 του δίνει την οριστική μορφή με τίτλο «Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών». Πριν μερικά χρόνια, ο Κώστας Νίτσος επιμελήθηκε μια έκδοση η οποία περιλαμβάνει, σε τέσσερις τόμους, όλα τα αμιγώς θεατρικά έργα του ποιητή. Γιατί είναι γνωστό ότι το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι ενσωματωμένο μέσα από δραματικούς μονολόγους και σε ποιητικές του συλλογές, της «Τέταρτης Διάστασης», όπως την «Ισμήνη», την «Ελένη», τον «Φιλοκτήτη», κ.ά. και σε χορικά του, όπως στις «Μαντατοφόρες». Τα αμιγώς θεατρικά του έργα είναι τα: «Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα», «Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών», «Τα ραβδιά των τυφλών» και «Ο λόφος με το σιντριβάνι».
«Τα ραβδιά των τυφλών» γράφτηκαν στις αρχές του 1959. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Ρουμανία το 1963, από το Κρατικό Θέατρο Βραΐλας, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Βεάκη. Η ιστορία εξελίσσεται στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ηρωίδες είναι πέντε αδελφές, που έχασαν τους γονείς τους και ζουν στο πατρικό τους σπίτι, χωρίς να έχουν καμία οικονομική άνεση. Τη ζωή τους θα ταράξει η ξαφνική παρουσία ενός άνδρα, που ζητά να κρυφτεί για λίγες μέρες στο σπίτι τους.
Το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου άρχισε να παίζεται εκτός Ελλάδος από τη δεκαετία του 1950, στη Ρουμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, κ.α. και από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και στην Ελλάδα σε κρατικές σκηνές και σκηνές του Ελεύθερου Θεάτρου. Eργα του, ανέβασαν οι: Μίνως Βολανάκης, Νικηφόρος Παπανδρέου, Μίμης Κουγιουμτζής, Δημήτρης Κωστής, Πέπυ Οικονομοπούλου και Σταμάτης Χονδρογιάννης, που παρουσίασε έργα του στην τηλεόραση, Βασίλης Παπαβασιλείου, κ.ά. Ηρωίδες και ήρωες του έργου του Ρίτσου ερμήνευσαν: Αλέκα Παΐζη, Ασπασία Παπαθανασίου, Βασίλης Παπαβασιλείου, Χρήστος Τσάγκας, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Εύα Κοταμανίδου, Ρένη Πιττακή, Μαρία Πρωτόπαπα, Κώστας Παμπικίδης, Ειρήνη Ιγγλέση, Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, Εφη Σταμούλη, κ.ά.
Η
«Τέταρτη Διάσταση» αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική συλλογή του Ρίτσου. Συγκροτείται μέσα σε είκοσι περίπου χρόνια και αποτελείται από 18 μεγάλα πεζόμορφα ποιήματα, τα περισσότερα των οποίων έχουν ως θέμα - τίτλο ένα μυθολογικό, τραγικό πρόσωπο, όπως τον Ορέστη, τον Αγαμέμνονα, τον Φιλοκτήτη, τη Φαίδρα, την Περσεφόνη, την Ιφιγένεια, πρόσωπα κυρίως από τον οίκο των Ατρειδών, ή πρόσωπα του τρωικού και του αθηναϊκού κύκλου. Τα σπουδαία θεατρικής πνοής έργα αρχίζουν να γράφονται από το 1956. Εναρκτήριο ποίημα της συλλογής είναι η «Σονάτα του σεληνόφωτος» (1956, κρατικό βραβείο) και το τελευταίο η «Φαίδρα».
«Σονάτα»
«Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σε ένα νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο... Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!/ Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται/ που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι/ θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις/ Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου»... Οταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι/ αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες/ ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου/ λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα»...
Τα λόγια όμως του ποιητή δεν μπορεί να είναι «λησμονημένα». Μέσα από αυτά φαίνεται «η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι άυλη/ τόσο θετική σαν μεταφυσική/ που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις/ πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του».
Ενα σύγχρονο κοινωνικό έργο. Οι περισσότεροι το αντιμετωπίζουν σαν ένα υπαρξιακό ποίημα. Εχει βέβαια υπαρξιακά στοιχεία, αλλά είναι κυρίως η σύγκρουση νέου και παλιού. Το παλιό εκπροσωπεί αξίες, κι από την άλλη το νέο το αδιαμόρφωτο, αλλά ελκυστικό. Το «παλαιό» φτάνει στη «δύση» του πλέον, φυσιολογικά. Είναι μια μεγάλη γυναίκα, η οποία δεν μπορεί να έχει επαφή με το «νέο», το οποίο είναι αγνώστου εξελίξεως αλλά ταυτόχρονα σκληρό. Η «Σονάτα» αποτελεί μια οξύτατη κριτική της σημερινής κοινωνίας. Είναι η αντιπαράθεση του ποιητικού με το σκληρό κόσμο. «Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα/ μονάχος στη δόξα και στο θάνατο/ Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί».
Για εκείνη όμως και για όσους ο χρόνος δεν αποδυναμώνει τη διάθεση για ζωή και αγώνα, δεν «έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου/ (δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου/ είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου)»...
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Οχι, δε θα 'ρθω. Καληνύχτα/ Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει/ να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι/ Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι - /την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου/ την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της/ την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη ράχη της/ με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας/ με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, - ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας/ να μην ακούω πια τα βήματά σου/ μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα».
Και είναι αλήθεια. Σάμπως ο ποιητής αυτός να γνώριζε το μυστικό της ψυχής μας. Πόσες φορές μπορεί να διαβάσαμε ή να ακούσαμε τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», αλλά κάθε φορά νιώθεις το «συγκλονισμό μιας αποκάλυψης». Η ένταση, ο «χαρακτήρας», η καθαρότητα και, κυρίως, το βάθος της ποίησής του...
Γνώριζε το μυστικό της ψυχής μας
Η ποίησή του έχει καταρρίψει το φράγμα μεταξύ «λόγιας» και «λαϊκής» τέχνης. Οι θλιμμένες θύμησες, τα δάκρυα των πραγμάτων, «οι σκιές μες στο σπίτι», η «σκόνη του πιάνου», εκείνο το σπίτι που νιώθεις πια να το σηκώνεις στην πλάτη, οι τόσοι θάνατοι και ο καφές που ξεχνιέσαι και ετοιμάζεις δύο - «ποιος να τον πιει τον άλλο;» - ερμηνεύονται «οικειοθελώς» στις εξωτερικές και εσωτερικές αναζητήσεις μας και κατορθώνουν, αν και επιβάλλεται να κρατιούνται κρυφά, να κυριαρχήσουν άλλοτε σε κάποιο ανυπότακτο δάκρυ, άλλοτε σε ένα υπαινικτικό χαμόγελο, σε ένα βήμα που πριν δείλιαζε, σε ένα βήμα προς την πολιτεία, την ίδια πολιτεία που μας πονάει, στην ίδια πολιτεία «που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της».
Η «Ελένη» του Ρίτσου, όπως συμβαίνει και με τα άλλα πρόσωπα της «Τέταρτης Διάστασης», ζει στο δικό μας καιρό, σε ένα δικό μας περιβάλλον όπου τα δεδομένα και τα στοιχεία του πολιτισμού και της σύγχρονης ιστορίας συνείρονται με μυθολογικές αναφορές. Γράφεται, σύμφωνα με το χρονολογικό δείκτη στο τέλος πάντα του ποιήματος, στο Καρλόβασι από τον Μάιο ως τον Αύγουστο του 1970, όπου βρίσκεται ο ποιητής περιορισμένος κατ' οίκον από τη δικτατορία του 1967. Τυπώνεται αυτοτελώς το Μάρτιο του 1972, με ένα χαρακτικό της Βάσως Κατράκη και φέρει την αφιέρωση Στη μνήμη της ΝΙΝΑΣ της αδελφής μου. Η Νίνα πεθαίνει τον Φεβρουάριο του 1970 και ο θάνατός της βυθίζει τον ποιητή σε μεγάλο πένθος.
Η θεατρικότητα αυτών των κειμένων δηλώνεται και από το γεγονός ότι έξω από τον ποιητικό μονόλογο, προτού δηλαδή αρχίσει και αμέσως μόλις περατωθεί το ποιητικό κείμενο, υπάρχουν τυπωμένα με διαφορετικά στοιχεία (μέσα σε παρένθεση, πάντοτε) κάποια εισαγωγικά, «σκηνοθετικά» σχόλια. Τα Σχόλια αυτά άλλοτε περιγράφουν το πρόσωπο που ομιλεί, τις κινήσεις, τα ενδύματά του, άλλοτε περιγράφουν το χώρο, συνήθως έχουμε κάποιο κλειστό χώρο, μια ημιφωτισμένη κάμαρα με ευδιάκριτα τα ίχνη της ανεπανόρθωτης φθοράς, και κάποια απομεινάρια περασμένου μεγαλείου - άλλοτε πάλι μάς παρέχουν κρίσεις και πληροφορίες.
Στην «Ελένη» τα Σχόλια είναι εκτενέστερα - άλλωστε η Ελένη είναι σχεδόν τριπλάσια σε μέγεθος από τη «Σονάτα», 4 σελίδες το ένα ποίημα 11 το άλλο. Αυτό που περιγράφεται στα εναρκτήρια Σχόλια είναι η επίσκεψη στην Ελένη, ύστερα από χρόνια, ενός παλαιού γνωστού της και προφανώς θαυμαστή της. Η Ελένη ζει σε μια παλαιά αρχοντική μονοκατοικία με κήπο και αγάλματα, στα πρόθυρα της κατάρρευσης: φθορά, ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι, ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα... η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο... σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα. Στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ' τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Ο διστακτικός επισκέπτης χτυπά το κουδούνι, του ανοίγουν ύστερα από κάποια καθυστέρηση. Ακολουθεί η περιγραφή του εσωτερικού, όπου έχουμε την εικόνα της θλιβερής Κρεβατοκάμαρας - εδώ κατά ειρωνικό τρόπο βρίσκεται η σκηνή του δράματος - με την ασάλευτη, καθισμένη στο κρεβάτι της Ελένη. Μετά το μακρύ μονόλογό της, όταν γέρνει το κεφάλι και αποκοιμιέται, ο επισκέπτης, εγκαταλείπει το σπίτι μέσα σ' έναν αόριστο φόβο. Ομως, οι φωνές των υπηρετριών, τον επαναφέρουν πίσω: Η Γριά γυναίκα δεν κοιμάται, έχει πεθάνει. Ακολουθεί η λεηλασία του σπιτιού, ο ερχομός της αστυνομίας και η μεταφορά της νεκρής στο Νεκροτομείο. Μόνο τότε φεύγει ο Επισκέπτης, μέσα στο φεγγαρόφωτο κι εκείνος, όπως και ο Νέος της Σονάτας, αλλά χωρίς την αισιοδοξία του Νέου: «Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω από το σφραγισμένο σπίτι. Και ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι».
Αντιτάχτηκε στη λήθη της Ιστορίας
Στην «Τέταρτη διάσταση», ένα κράμα νεωτερισμού και αρχαϊσμού, εκφρασμένο σε μια γλώσσα ποιητική, γεμάτη μεγαλοψυχία και πολιτισμό, με τα μονόπρακτα αυτά ο Ρίτσος, αφουγκραζόμενος τις σύγχρονες εποχές, αφηγείται τη διαιωνιζόμενη ιστορία του λαού μας. Στα πολύστιχα αυτά ποιήματα, που είναι δραματικοί μονόλογοι, ο Ρίτσος μέσα από διαφορετικές περσόνες, σύγχρονες αλλά και μυθολογικές, πραγματοποιεί καταβυθίσεις στο σκοτεινό βάθος της ψυχής και του υποσυνειδήτου, συναντώντας τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, το γήρας του σώματος και των πραγμάτων, αλλά και την αξία της απλής ζωής με την απενοχοποίηση του αντιήρωα. Ο Γιάννης Ρίτσος, όσο κανένας άλλος Ελληνας ποιητής, μας «σηκώνει ψηλότερα» από τη λήθη της Ιστορίας, για να μας θυμίσει πόσο η ανθρώπινη ύπαρξη έχει τη δύναμη και την υποχρέωση να αντιδικήσει με την αρχή και την τάξη, διαφορετικά ο θάνατος είναι μάταιος και ο έρωτας φλυαρία. Οπως φαίνεται και στην «Ισμήνη», για παράδειγμα, ο χρόνος και η εποχή δεν έχουν σημασία, γιατί στο πρόσωπο της Ισμήνης ο ποιητής ζωντανεύει μια ανθρώπινη ύπαρξη με όλες τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, την ειλικρίνεια, τις ενοχές, τις επιθυμίες και τις αναστολές που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο.
«Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας»...
«Ασήκωτο βάρος, νομίζω, να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο τέλος, καθένας κυβερνιέται απ' αυτό που κυβερνά, - χώρια η απέραντη εκείνη υποψία προς όλους και προς όλα, - ένας ίσκιος πουλιού να περάσει στην αίθουσα τυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα τιναγμένο μαχαίρι καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι τύραννοι γίνονται μέρα με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Οταν ο κόσμος έχει το φόβο ή την ανάγκη σου, ποτέ δεν ξέρεις τι σου ετοιμάζει»... («Ισμήνη», Αθήνα Σεπτέμβρης - Δεκέμβρης 1966, Σάμος, Δεκέμβρης 1971).
Η «Ισμήνη» του Ρίτσου είναι βασισμένη στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, στην οποία θέλει μάταια να δώσει μια ελπίδα στην προγεγραμμένη μοίρα της κόρης των Λαβδακιδών. Ο Ρίτσος δίνει την ευκαιρία στην Ισμήνη να μιλήσει, να εκφράσει τη δική της αλήθεια, να μας παρουσιάσει ένα άλλο πρόσωπο μιας φοβισμένης, «αλύγιστης και απελπισμένης» Αντιγόνης που μόνο αυτή, δηλαδή η αδερφή της, μπορούσε να γνωρίσει. Η Ισμήνη λέει δυνατά αυτά που ο ίδιος ο Ρίτσος επιθυμεί να εκφράσει: σκέψεις για τη ζωή, για το θάνατο, για τον έρωτα, τον πόλεμο, τους τυράννους... αναμνήσεις από την παιδικότητα...
Μπορεί οι μονόλογοι αυτοί να είναι αρχαιόθεμοι όμως, ο μύθος συγχωνεύεται με τις κοινωνικο - ιστορικές εμπειρίες όπως και με την ιστορία της επίσης τραγικής δικής του οικογένειας. Λιτός, συχνά αινιγματικός, καταγράφει τους ψυχικούς κραδασμούς, καθηλώνει το φευγαλέο καθαγιάζοντας την καθημερινότητα.
Η «Χρυσόθεμις» αποτελεί επίσης ένα ξεχωριστό ποιητικό έργο. Είναι η ηρωίδα που το πρόσωπό της είναι το λιγότερο φωτισμένο από τους προβολείς της Ιστορίας. Κόρη του Αγαμέμνονα και αδελφή της Ηλέκτρας, δίσταζε να πάρει μέρος στο φόνο της μητέρας της, της Κλυταιμνήστρας. Αυτός ο δισταγμός τής στέρησε το πέρασμα στο πάνθεον των κορυφαίων τραγικών μορφών της αρχαιότητας. Η «Χρυσόθεμις» ηχογραφήθηκε για την Ελληνική Ραδιοφωνία το 1978, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μεσάλα και μουσική επιμέλεια του Στέλιου Μακρή.
Σύγχρονης αλληγορίας ποιητικά θαύματα
Ενα από τα μυθολογικής αφετηρίας μεν, σύγχρονης αλληγορίας δε, ποιητικά θαύματα της «Τέταρτης Διάστασης» αποτελεί και ο «Αίαντας», στον οποίο η αναμόχλευση της μνήμης σημαίνει οδύνη, μέτρημα των πληγών και βαθύτερο μάτωμά τους. Ο Ρίτσος, χρησιμοποιώντας ως βάση του ποιητικού έργου του τον γενναίο, προδομένο από τους συμπολεμιστές του και, τελικώς, από απελπισία αυτόχειρα μυθικό ήρωα, ο Ρίτσος μετεικόνισε όλους τους προδομένους, πικραμένους αγωνιστές της νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας μας. Τα περασμένα κλέη του όχι μόνο δεν παρηγορούν μια περήφανη, γενναία, «φλεγόμενη» φύση σαν τον Αίαντα, αλλά αντίθετα βαθαίνουν τις πληγές του, την ακύρωσή του ως πολεμιστή, τη μοναξιά και απομόνωσή του και τον οδηγούν στην «τρέλα» της λυτρωτικής αυτοχειρίας.
Εμείς οι νεότεροι που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα, με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο, γνωρίζουμε κι εμείς κι αναγνωρίζουμε, κι έχουμε, ναι, κι εμείς τις πληγές μας σ' άλλο σημείο του σώματος - πληγές αθώρητες, χωρίς το αντίβαρο της περηφάνιας και του αξιοσέβαστου αίματος του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα. Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε - ποιος τους την ζήτησε; Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας τα χρέη και τις υποθήκες άλλων»... («Φιλοκτήτης», Αθήνα, Σάμος, Μάης 1963 - Οχτώβρης 1965).
Ο «Αγαμέμνων», πορθητής της Τροίας, επιστρέφει στο παλάτι του. Κι ενώ τα πλήθη αλαλάζουν, ο λόγος του ξεσπά παρουσία της βουβής Κλυταιμνήστρας και είναι μια θάλασσα από ακυρωμένες προσδοκίες, επηρμένα λάθη, αναίτιους φόνους, ανεκπλήρωτους πόθους και λεηλατημένες μέρες. Ο Γιάννης Ρίτσος, σύμφωνα με τη δική του κοσμοαντίληψη, ασχολείται και με τρεις από τους πλέον εμβληματικούς πολεμιστές της αρχαιότητας, διαμορφώνοντας και εντοπίζοντας ομοιότητες και διαφορές, με τα αρχαία πρότυπά τους. Πρόκειται, για τον Αγαμέμνονα, βασιλιά του Αργους και αρχιστράτηγο της Τρωικής εκστρατείας, τον Φιλοκτήτη, κάτοχο του τόξου του Ηρακλή και περίφημο τοξότη και τον Αίαντα, τον δεύτερο μετά τον Αχιλλέα σε δύναμη πολεμιστή των Αχαιών, που πρωταγωνιστούν σε τρεις από τους αρχαιόθεμους μονολόγους της «Τέταρτης Διάστασης» του Γιάννη Ρίτσου. Οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες που αποτελούν τα πρότυπα για τη διερεύνηση των ανωτέρω στοιχείων είναι: ο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου από την τριλογία του «Ορέστεια», και ο «Φιλοκτήτης» και ο «Αίας» του Σοφοκλή. Εχοντας ως βάση αφ΄ενός όσα η μυθική παράδοση αναφέρει γι΄ αυτούς και αφ' ετέρου όσα η δραματική ποίηση διαμορφώνει, παρουσιάζει τους συγκεκριμένους πολεμιστές, χτίζοντας το χαρακτήρα τους κάτω από ένα διαφορετικό και ουσιαστικά ανατρεπτικό πρίσμα. Οι ήρωες - πολεμιστές των συγκεκριμένων μονολόγων είναι, ταυτόχρονα, και τα πρόσωπα των γνωστών μας από τη μυθολογία, αλλά και σύγχρονοί μας, καθημερινοί άνθρωποι. Ο μύθος εξακολουθεί να υπάρχει και εκείνο που αλλάζει δεν είναι παρά η οπτική γωνία από την οποία ο ποιητής φωτίζει τη συμπεριφορά των πολεμιστών ηρώων του. Μια οπτική γωνία τέτοια, που εκφράζει τις φιλοσοφικές και ιδεολογικές του αντιλήψεις, τα προσωπικά του βιώματα, τις απόψεις του γύρω από τα σοβαρά προβλήματα της σύγχρονης ιστορικής πραγματικότητας.
Αχ, κόσμε μου, παιδί μου
Ο «Ορέστης», έργο γραμμένο το 1966, αναφέρεται στην επιστροφή του γιου του Αγαμέμνονα στο Αργος, προκειμένου να πάρει εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του, να σκοτώσει δηλαδή την μητέρα του και τον εραστή της. Ο ποιητής ανατρέπει το μύθο και παρουσιάζει έναν Ορέστη διαφορετικό από αυτόν των μεγάλων Τραγικών, ολοκληρωτικά αντίθετο με τις απόψεις της αδελφής του Ηλέκτρας που ζει για την εκπλήρωση της τιμωρίας, πάντα όμως με συνοδοιπόρο και συνεργό τον επιστήθιο φίλο του Πυλάδη, διόλου εκδικητικό και εναντίον των δολοφονικών αντιποίνων. Ο Ορέστης του Γιάννη Ρίτσου δεν πιστεύει καθόλου πως με έναν ακόμη φόνο θα δικαιωθεί και θα ησυχάσει το Αργος. Πίσω από την αναφορά του ποιητή στην «αρχαία βασιλική οικογένεια» και την τραγική της ιστορία, διαφαίνεται ξεκάθαρα η αγωνία του ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με το καθήκον που του επιβάλλουν. Του καθήκοντος που είναι αντίθετο με το συναίσθημα και την προσωπική του θέση, και το οποίο καλείται να εκπληρώσει και να υπηρετήσει. Η αγωνία, η αγάπη για την πατρίδα του, καθώς και η προσδοκία του για διακοπή των αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ αδελφών, είναι διάχυτες στο έργο.
Αλλά και στις «Μαντατοφόρες» (Γυάρος, Σάμος Μάης 1967 - Δεκέμβρης 1969) είναι προφανής ο πόνος του ποιητή για ελευθερία, γι' αυτήν που αγωνίστηκε σ' όλη του τη ζωή. Προφανής κι η αγάπη του για τον κόσμο, για τον λαό, που νιώθει να είναι το παιδί του. «Αχ, ν' ακουστούν τα σμπάρα την αυγή και να λακήσουν τα τσακάλια - Αχ, και να δούμε τα σινιάλα της φωτιάς από λοφίσκο - Αχ, να βουίξει Ανάσταση καταμεσής του δρόμου κι ούλοι οι άνθρωποι ν' αγκαλιαζούνται, να φιλιούνται, κι οι καρδιές απ' τη χαρά τους κοκκινοβαμμένες σαν τα λαμπριάτικα τ' αυγά - και να χτυπάει η μια την άλλη - κόκκινο αυγό η καρδιά μας να χτυπά σ' αδελφικές καρδιές κι ας σπάει»...
ΟΛΕΣ: Αχ, κόσμε, κόσμε μου, παιδί μου, τούτος ο πόνος μες στα σωθικά μας είναι που σε γεννάμε πάλι. Μια λέξη μόνο: Λευτεριά, και λάμψαμε όλες - Μια λέξη μόνο: Λευτεριά, και λάμπεις, κόσμε, γιε μας».
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Ο Γιάννης Ρίτσος άρχισε να γράφει θεατρικά έργα από πολύ νωρίς. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής παρουσιάστηκε από το Θέατρο του Βουνού στην Κοζάνη, το μονόπρακτό του «Η Αθήνα στ' άρματα». Το έργο αυτό το έγραψε ξανά ως τρίπρακτο με τον τίτλο «Μάνα», ενώ το 1958 του δίνει την οριστική μορφή με τίτλο «Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών». Πριν μερικά χρόνια, ο Κώστας Νίτσος επιμελήθηκε μια έκδοση η οποία περιλαμβάνει, σε τέσσερις τόμους, όλα τα αμιγώς θεατρικά έργα του ποιητή. Γιατί είναι γνωστό ότι το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι ενσωματωμένο μέσα από δραματικούς μονολόγους και σε ποιητικές του συλλογές, της «Τέταρτης Διάστασης», όπως την «Ισμήνη», την «Ελένη», τον «Φιλοκτήτη», κ.ά. και σε χορικά του, όπως στις «Μαντατοφόρες». Τα αμιγώς θεατρικά του έργα είναι τα: «Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα», «Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών», «Τα ραβδιά των τυφλών» και «Ο λόφος με το σιντριβάνι».
«Τα ραβδιά των τυφλών» γράφτηκαν στις αρχές του 1959. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Ρουμανία το 1963, από το Κρατικό Θέατρο Βραΐλας, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Βεάκη. Η ιστορία εξελίσσεται στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ηρωίδες είναι πέντε αδελφές, που έχασαν τους γονείς τους και ζουν στο πατρικό τους σπίτι, χωρίς να έχουν καμία οικονομική άνεση. Τη ζωή τους θα ταράξει η ξαφνική παρουσία ενός άνδρα, που ζητά να κρυφτεί για λίγες μέρες στο σπίτι τους.
Το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου άρχισε να παίζεται εκτός Ελλάδος από τη δεκαετία του 1950, στη Ρουμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, κ.α. και από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και στην Ελλάδα σε κρατικές σκηνές και σκηνές του Ελεύθερου Θεάτρου. Eργα του, ανέβασαν οι: Μίνως Βολανάκης, Νικηφόρος Παπανδρέου, Μίμης Κουγιουμτζής, Δημήτρης Κωστής, Πέπυ Οικονομοπούλου και Σταμάτης Χονδρογιάννης, που παρουσίασε έργα του στην τηλεόραση, Βασίλης Παπαβασιλείου, κ.ά. Ηρωίδες και ήρωες του έργου του Ρίτσου ερμήνευσαν: Αλέκα Παΐζη, Ασπασία Παπαθανασίου, Βασίλης Παπαβασιλείου, Χρήστος Τσάγκας, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Εύα Κοταμανίδου, Ρένη Πιττακή, Μαρία Πρωτόπαπα, Κώστας Παμπικίδης, Ειρήνη Ιγγλέση, Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, Εφη Σταμούλη, κ.ά.
Η
«Τέταρτη Διάσταση» αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική συλλογή του Ρίτσου. Συγκροτείται μέσα σε είκοσι περίπου χρόνια και αποτελείται από 18 μεγάλα πεζόμορφα ποιήματα, τα περισσότερα των οποίων έχουν ως θέμα - τίτλο ένα μυθολογικό, τραγικό πρόσωπο, όπως τον Ορέστη, τον Αγαμέμνονα, τον Φιλοκτήτη, τη Φαίδρα, την Περσεφόνη, την Ιφιγένεια, πρόσωπα κυρίως από τον οίκο των Ατρειδών, ή πρόσωπα του τρωικού και του αθηναϊκού κύκλου. Τα σπουδαία θεατρικής πνοής έργα αρχίζουν να γράφονται από το 1956. Εναρκτήριο ποίημα της συλλογής είναι η «Σονάτα του σεληνόφωτος» (1956, κρατικό βραβείο) και το τελευταίο η «Φαίδρα».
«Σονάτα»
«Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σε ένα νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο... Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!/ Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται/ που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι/ θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις/ Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου»... Οταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι/ αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες/ ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου/ λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα»...
Τα λόγια όμως του ποιητή δεν μπορεί να είναι «λησμονημένα». Μέσα από αυτά φαίνεται «η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι άυλη/ τόσο θετική σαν μεταφυσική/ που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις/ πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του».
Ενα σύγχρονο κοινωνικό έργο. Οι περισσότεροι το αντιμετωπίζουν σαν ένα υπαρξιακό ποίημα. Εχει βέβαια υπαρξιακά στοιχεία, αλλά είναι κυρίως η σύγκρουση νέου και παλιού. Το παλιό εκπροσωπεί αξίες, κι από την άλλη το νέο το αδιαμόρφωτο, αλλά ελκυστικό. Το «παλαιό» φτάνει στη «δύση» του πλέον, φυσιολογικά. Είναι μια μεγάλη γυναίκα, η οποία δεν μπορεί να έχει επαφή με το «νέο», το οποίο είναι αγνώστου εξελίξεως αλλά ταυτόχρονα σκληρό. Η «Σονάτα» αποτελεί μια οξύτατη κριτική της σημερινής κοινωνίας. Είναι η αντιπαράθεση του ποιητικού με το σκληρό κόσμο. «Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα/ μονάχος στη δόξα και στο θάνατο/ Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί».
Για εκείνη όμως και για όσους ο χρόνος δεν αποδυναμώνει τη διάθεση για ζωή και αγώνα, δεν «έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου/ (δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου/ είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου)»...
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Οχι, δε θα 'ρθω. Καληνύχτα/ Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει/ να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι/ Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι - /την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου/ την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της/ την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη ράχη της/ με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας/ με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, - ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας/ να μην ακούω πια τα βήματά σου/ μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα».
Και είναι αλήθεια. Σάμπως ο ποιητής αυτός να γνώριζε το μυστικό της ψυχής μας. Πόσες φορές μπορεί να διαβάσαμε ή να ακούσαμε τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», αλλά κάθε φορά νιώθεις το «συγκλονισμό μιας αποκάλυψης». Η ένταση, ο «χαρακτήρας», η καθαρότητα και, κυρίως, το βάθος της ποίησής του...
Γνώριζε το μυστικό της ψυχής μας
Η ποίησή του έχει καταρρίψει το φράγμα μεταξύ «λόγιας» και «λαϊκής» τέχνης. Οι θλιμμένες θύμησες, τα δάκρυα των πραγμάτων, «οι σκιές μες στο σπίτι», η «σκόνη του πιάνου», εκείνο το σπίτι που νιώθεις πια να το σηκώνεις στην πλάτη, οι τόσοι θάνατοι και ο καφές που ξεχνιέσαι και ετοιμάζεις δύο - «ποιος να τον πιει τον άλλο;» - ερμηνεύονται «οικειοθελώς» στις εξωτερικές και εσωτερικές αναζητήσεις μας και κατορθώνουν, αν και επιβάλλεται να κρατιούνται κρυφά, να κυριαρχήσουν άλλοτε σε κάποιο ανυπότακτο δάκρυ, άλλοτε σε ένα υπαινικτικό χαμόγελο, σε ένα βήμα που πριν δείλιαζε, σε ένα βήμα προς την πολιτεία, την ίδια πολιτεία που μας πονάει, στην ίδια πολιτεία «που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της».
Η «Ελένη» του Ρίτσου, όπως συμβαίνει και με τα άλλα πρόσωπα της «Τέταρτης Διάστασης», ζει στο δικό μας καιρό, σε ένα δικό μας περιβάλλον όπου τα δεδομένα και τα στοιχεία του πολιτισμού και της σύγχρονης ιστορίας συνείρονται με μυθολογικές αναφορές. Γράφεται, σύμφωνα με το χρονολογικό δείκτη στο τέλος πάντα του ποιήματος, στο Καρλόβασι από τον Μάιο ως τον Αύγουστο του 1970, όπου βρίσκεται ο ποιητής περιορισμένος κατ' οίκον από τη δικτατορία του 1967. Τυπώνεται αυτοτελώς το Μάρτιο του 1972, με ένα χαρακτικό της Βάσως Κατράκη και φέρει την αφιέρωση Στη μνήμη της ΝΙΝΑΣ της αδελφής μου. Η Νίνα πεθαίνει τον Φεβρουάριο του 1970 και ο θάνατός της βυθίζει τον ποιητή σε μεγάλο πένθος.
Η θεατρικότητα αυτών των κειμένων δηλώνεται και από το γεγονός ότι έξω από τον ποιητικό μονόλογο, προτού δηλαδή αρχίσει και αμέσως μόλις περατωθεί το ποιητικό κείμενο, υπάρχουν τυπωμένα με διαφορετικά στοιχεία (μέσα σε παρένθεση, πάντοτε) κάποια εισαγωγικά, «σκηνοθετικά» σχόλια. Τα Σχόλια αυτά άλλοτε περιγράφουν το πρόσωπο που ομιλεί, τις κινήσεις, τα ενδύματά του, άλλοτε περιγράφουν το χώρο, συνήθως έχουμε κάποιο κλειστό χώρο, μια ημιφωτισμένη κάμαρα με ευδιάκριτα τα ίχνη της ανεπανόρθωτης φθοράς, και κάποια απομεινάρια περασμένου μεγαλείου - άλλοτε πάλι μάς παρέχουν κρίσεις και πληροφορίες.
Στην «Ελένη» τα Σχόλια είναι εκτενέστερα - άλλωστε η Ελένη είναι σχεδόν τριπλάσια σε μέγεθος από τη «Σονάτα», 4 σελίδες το ένα ποίημα 11 το άλλο. Αυτό που περιγράφεται στα εναρκτήρια Σχόλια είναι η επίσκεψη στην Ελένη, ύστερα από χρόνια, ενός παλαιού γνωστού της και προφανώς θαυμαστή της. Η Ελένη ζει σε μια παλαιά αρχοντική μονοκατοικία με κήπο και αγάλματα, στα πρόθυρα της κατάρρευσης: φθορά, ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι, ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα... η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο... σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα. Στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ' τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Ο διστακτικός επισκέπτης χτυπά το κουδούνι, του ανοίγουν ύστερα από κάποια καθυστέρηση. Ακολουθεί η περιγραφή του εσωτερικού, όπου έχουμε την εικόνα της θλιβερής Κρεβατοκάμαρας - εδώ κατά ειρωνικό τρόπο βρίσκεται η σκηνή του δράματος - με την ασάλευτη, καθισμένη στο κρεβάτι της Ελένη. Μετά το μακρύ μονόλογό της, όταν γέρνει το κεφάλι και αποκοιμιέται, ο επισκέπτης, εγκαταλείπει το σπίτι μέσα σ' έναν αόριστο φόβο. Ομως, οι φωνές των υπηρετριών, τον επαναφέρουν πίσω: Η Γριά γυναίκα δεν κοιμάται, έχει πεθάνει. Ακολουθεί η λεηλασία του σπιτιού, ο ερχομός της αστυνομίας και η μεταφορά της νεκρής στο Νεκροτομείο. Μόνο τότε φεύγει ο Επισκέπτης, μέσα στο φεγγαρόφωτο κι εκείνος, όπως και ο Νέος της Σονάτας, αλλά χωρίς την αισιοδοξία του Νέου: «Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω από το σφραγισμένο σπίτι. Και ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι».
Αντιτάχτηκε στη λήθη της Ιστορίας
Στην «Τέταρτη διάσταση», ένα κράμα νεωτερισμού και αρχαϊσμού, εκφρασμένο σε μια γλώσσα ποιητική, γεμάτη μεγαλοψυχία και πολιτισμό, με τα μονόπρακτα αυτά ο Ρίτσος, αφουγκραζόμενος τις σύγχρονες εποχές, αφηγείται τη διαιωνιζόμενη ιστορία του λαού μας. Στα πολύστιχα αυτά ποιήματα, που είναι δραματικοί μονόλογοι, ο Ρίτσος μέσα από διαφορετικές περσόνες, σύγχρονες αλλά και μυθολογικές, πραγματοποιεί καταβυθίσεις στο σκοτεινό βάθος της ψυχής και του υποσυνειδήτου, συναντώντας τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, το γήρας του σώματος και των πραγμάτων, αλλά και την αξία της απλής ζωής με την απενοχοποίηση του αντιήρωα. Ο Γιάννης Ρίτσος, όσο κανένας άλλος Ελληνας ποιητής, μας «σηκώνει ψηλότερα» από τη λήθη της Ιστορίας, για να μας θυμίσει πόσο η ανθρώπινη ύπαρξη έχει τη δύναμη και την υποχρέωση να αντιδικήσει με την αρχή και την τάξη, διαφορετικά ο θάνατος είναι μάταιος και ο έρωτας φλυαρία. Οπως φαίνεται και στην «Ισμήνη», για παράδειγμα, ο χρόνος και η εποχή δεν έχουν σημασία, γιατί στο πρόσωπο της Ισμήνης ο ποιητής ζωντανεύει μια ανθρώπινη ύπαρξη με όλες τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, την ειλικρίνεια, τις ενοχές, τις επιθυμίες και τις αναστολές που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο.
«Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας»...
«Ασήκωτο βάρος, νομίζω, να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο τέλος, καθένας κυβερνιέται απ' αυτό που κυβερνά, - χώρια η απέραντη εκείνη υποψία προς όλους και προς όλα, - ένας ίσκιος πουλιού να περάσει στην αίθουσα τυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα τιναγμένο μαχαίρι καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι τύραννοι γίνονται μέρα με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Οταν ο κόσμος έχει το φόβο ή την ανάγκη σου, ποτέ δεν ξέρεις τι σου ετοιμάζει»... («Ισμήνη», Αθήνα Σεπτέμβρης - Δεκέμβρης 1966, Σάμος, Δεκέμβρης 1971).
Η «Ισμήνη» του Ρίτσου είναι βασισμένη στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, στην οποία θέλει μάταια να δώσει μια ελπίδα στην προγεγραμμένη μοίρα της κόρης των Λαβδακιδών. Ο Ρίτσος δίνει την ευκαιρία στην Ισμήνη να μιλήσει, να εκφράσει τη δική της αλήθεια, να μας παρουσιάσει ένα άλλο πρόσωπο μιας φοβισμένης, «αλύγιστης και απελπισμένης» Αντιγόνης που μόνο αυτή, δηλαδή η αδερφή της, μπορούσε να γνωρίσει. Η Ισμήνη λέει δυνατά αυτά που ο ίδιος ο Ρίτσος επιθυμεί να εκφράσει: σκέψεις για τη ζωή, για το θάνατο, για τον έρωτα, τον πόλεμο, τους τυράννους... αναμνήσεις από την παιδικότητα...
Μπορεί οι μονόλογοι αυτοί να είναι αρχαιόθεμοι όμως, ο μύθος συγχωνεύεται με τις κοινωνικο - ιστορικές εμπειρίες όπως και με την ιστορία της επίσης τραγικής δικής του οικογένειας. Λιτός, συχνά αινιγματικός, καταγράφει τους ψυχικούς κραδασμούς, καθηλώνει το φευγαλέο καθαγιάζοντας την καθημερινότητα.
Η «Χρυσόθεμις» αποτελεί επίσης ένα ξεχωριστό ποιητικό έργο. Είναι η ηρωίδα που το πρόσωπό της είναι το λιγότερο φωτισμένο από τους προβολείς της Ιστορίας. Κόρη του Αγαμέμνονα και αδελφή της Ηλέκτρας, δίσταζε να πάρει μέρος στο φόνο της μητέρας της, της Κλυταιμνήστρας. Αυτός ο δισταγμός τής στέρησε το πέρασμα στο πάνθεον των κορυφαίων τραγικών μορφών της αρχαιότητας. Η «Χρυσόθεμις» ηχογραφήθηκε για την Ελληνική Ραδιοφωνία το 1978, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μεσάλα και μουσική επιμέλεια του Στέλιου Μακρή.
Σύγχρονης αλληγορίας ποιητικά θαύματα
Ενα από τα μυθολογικής αφετηρίας μεν, σύγχρονης αλληγορίας δε, ποιητικά θαύματα της «Τέταρτης Διάστασης» αποτελεί και ο «Αίαντας», στον οποίο η αναμόχλευση της μνήμης σημαίνει οδύνη, μέτρημα των πληγών και βαθύτερο μάτωμά τους. Ο Ρίτσος, χρησιμοποιώντας ως βάση του ποιητικού έργου του τον γενναίο, προδομένο από τους συμπολεμιστές του και, τελικώς, από απελπισία αυτόχειρα μυθικό ήρωα, ο Ρίτσος μετεικόνισε όλους τους προδομένους, πικραμένους αγωνιστές της νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας μας. Τα περασμένα κλέη του όχι μόνο δεν παρηγορούν μια περήφανη, γενναία, «φλεγόμενη» φύση σαν τον Αίαντα, αλλά αντίθετα βαθαίνουν τις πληγές του, την ακύρωσή του ως πολεμιστή, τη μοναξιά και απομόνωσή του και τον οδηγούν στην «τρέλα» της λυτρωτικής αυτοχειρίας.
Εμείς οι νεότεροι που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα, με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο, γνωρίζουμε κι εμείς κι αναγνωρίζουμε, κι έχουμε, ναι, κι εμείς τις πληγές μας σ' άλλο σημείο του σώματος - πληγές αθώρητες, χωρίς το αντίβαρο της περηφάνιας και του αξιοσέβαστου αίματος του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα. Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε - ποιος τους την ζήτησε; Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας τα χρέη και τις υποθήκες άλλων»... («Φιλοκτήτης», Αθήνα, Σάμος, Μάης 1963 - Οχτώβρης 1965).
Ο «Αγαμέμνων», πορθητής της Τροίας, επιστρέφει στο παλάτι του. Κι ενώ τα πλήθη αλαλάζουν, ο λόγος του ξεσπά παρουσία της βουβής Κλυταιμνήστρας και είναι μια θάλασσα από ακυρωμένες προσδοκίες, επηρμένα λάθη, αναίτιους φόνους, ανεκπλήρωτους πόθους και λεηλατημένες μέρες. Ο Γιάννης Ρίτσος, σύμφωνα με τη δική του κοσμοαντίληψη, ασχολείται και με τρεις από τους πλέον εμβληματικούς πολεμιστές της αρχαιότητας, διαμορφώνοντας και εντοπίζοντας ομοιότητες και διαφορές, με τα αρχαία πρότυπά τους. Πρόκειται, για τον Αγαμέμνονα, βασιλιά του Αργους και αρχιστράτηγο της Τρωικής εκστρατείας, τον Φιλοκτήτη, κάτοχο του τόξου του Ηρακλή και περίφημο τοξότη και τον Αίαντα, τον δεύτερο μετά τον Αχιλλέα σε δύναμη πολεμιστή των Αχαιών, που πρωταγωνιστούν σε τρεις από τους αρχαιόθεμους μονολόγους της «Τέταρτης Διάστασης» του Γιάννη Ρίτσου. Οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες που αποτελούν τα πρότυπα για τη διερεύνηση των ανωτέρω στοιχείων είναι: ο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου από την τριλογία του «Ορέστεια», και ο «Φιλοκτήτης» και ο «Αίας» του Σοφοκλή. Εχοντας ως βάση αφ΄ενός όσα η μυθική παράδοση αναφέρει γι΄ αυτούς και αφ' ετέρου όσα η δραματική ποίηση διαμορφώνει, παρουσιάζει τους συγκεκριμένους πολεμιστές, χτίζοντας το χαρακτήρα τους κάτω από ένα διαφορετικό και ουσιαστικά ανατρεπτικό πρίσμα. Οι ήρωες - πολεμιστές των συγκεκριμένων μονολόγων είναι, ταυτόχρονα, και τα πρόσωπα των γνωστών μας από τη μυθολογία, αλλά και σύγχρονοί μας, καθημερινοί άνθρωποι. Ο μύθος εξακολουθεί να υπάρχει και εκείνο που αλλάζει δεν είναι παρά η οπτική γωνία από την οποία ο ποιητής φωτίζει τη συμπεριφορά των πολεμιστών ηρώων του. Μια οπτική γωνία τέτοια, που εκφράζει τις φιλοσοφικές και ιδεολογικές του αντιλήψεις, τα προσωπικά του βιώματα, τις απόψεις του γύρω από τα σοβαρά προβλήματα της σύγχρονης ιστορικής πραγματικότητας.
Αχ, κόσμε μου, παιδί μου
Ο «Ορέστης», έργο γραμμένο το 1966, αναφέρεται στην επιστροφή του γιου του Αγαμέμνονα στο Αργος, προκειμένου να πάρει εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του, να σκοτώσει δηλαδή την μητέρα του και τον εραστή της. Ο ποιητής ανατρέπει το μύθο και παρουσιάζει έναν Ορέστη διαφορετικό από αυτόν των μεγάλων Τραγικών, ολοκληρωτικά αντίθετο με τις απόψεις της αδελφής του Ηλέκτρας που ζει για την εκπλήρωση της τιμωρίας, πάντα όμως με συνοδοιπόρο και συνεργό τον επιστήθιο φίλο του Πυλάδη, διόλου εκδικητικό και εναντίον των δολοφονικών αντιποίνων. Ο Ορέστης του Γιάννη Ρίτσου δεν πιστεύει καθόλου πως με έναν ακόμη φόνο θα δικαιωθεί και θα ησυχάσει το Αργος. Πίσω από την αναφορά του ποιητή στην «αρχαία βασιλική οικογένεια» και την τραγική της ιστορία, διαφαίνεται ξεκάθαρα η αγωνία του ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με το καθήκον που του επιβάλλουν. Του καθήκοντος που είναι αντίθετο με το συναίσθημα και την προσωπική του θέση, και το οποίο καλείται να εκπληρώσει και να υπηρετήσει. Η αγωνία, η αγάπη για την πατρίδα του, καθώς και η προσδοκία του για διακοπή των αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ αδελφών, είναι διάχυτες στο έργο.
Αλλά και στις «Μαντατοφόρες» (Γυάρος, Σάμος Μάης 1967 - Δεκέμβρης 1969) είναι προφανής ο πόνος του ποιητή για ελευθερία, γι' αυτήν που αγωνίστηκε σ' όλη του τη ζωή. Προφανής κι η αγάπη του για τον κόσμο, για τον λαό, που νιώθει να είναι το παιδί του. «Αχ, ν' ακουστούν τα σμπάρα την αυγή και να λακήσουν τα τσακάλια - Αχ, και να δούμε τα σινιάλα της φωτιάς από λοφίσκο - Αχ, να βουίξει Ανάσταση καταμεσής του δρόμου κι ούλοι οι άνθρωποι ν' αγκαλιαζούνται, να φιλιούνται, κι οι καρδιές απ' τη χαρά τους κοκκινοβαμμένες σαν τα λαμπριάτικα τ' αυγά - και να χτυπάει η μια την άλλη - κόκκινο αυγό η καρδιά μας να χτυπά σ' αδελφικές καρδιές κι ας σπάει»...
ΟΛΕΣ: Αχ, κόσμε, κόσμε μου, παιδί μου, τούτος ο πόνος μες στα σωθικά μας είναι που σε γεννάμε πάλι. Μια λέξη μόνο: Λευτεριά, και λάμψαμε όλες - Μια λέξη μόνο: Λευτεριά, και λάμπεις, κόσμε, γιε μας».
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
«Η πρόσληψη του Γ. Ρίτσου στη Ρωσία»
«(...) Ο Ελληνας αναγνώστης του Γιάννη Ρίτσου είναι πολύ τυχερός, αλλά συνάμα και άτυχος. Τυχερός, γιατί έχει τη δυνατότητα μιας άμεσης, πολύτιμης επαφής με τον ποιητή. Αλλά και άτυχος, γιατί ο περισσότερος κόσμος αρχίζει να γνωρίζει την ποίησή του μέσα από το κόσκινο του σχολικού προγράμματος. Χωρίς εμπνευσμένους καθηγητές, η αμεσότητα της επαφής με την ποίησή του χάνεται στις σελίδες του σχολικού βιβλίου, μέσα στις πεζές επεξηγήσεις για το τι ακριβώς εννοούσε ο ποιητής και από ποια αισθήματα δοκιμαζόταν. Εκεί η ποίηση χάνεται οριστικά, γιατί οι καλύτεροι στίχοι του ποιητή απλώνονται στο χειρουργικό τραπέζι της λογοτεχνικής ανάλυσης, με αποτέλεσμα να ακρωτηριάζονται βάρβαρα και αλύπητα.
(...) Από την άλλη, η θέση ενός ξενόγλωσσου αναγνώστη διαγράφεται προνομιακή: Δεν εξαναγκάζεται να θαυμάζει τον ποιητή μόνο και μόνο χάρη στο βάρος του ονόματός του, δεν δέχεται τις "παρεμβολές" του σχολείου, αλλά αφήνεται ήσυχος να ορίσει μόνος του τη θέση και την αξία του ποιητή.
Ο Γιάννης Ρίτσος ίσως είναι ο πιο γνωστός στη Ρωσία σύγχρονος Ελληνας ποιητής.
Ο πολυδιάστατος Ρίτσος δεν έμεινε «κλεισμένος» μέσα στις σελίδες των ανθολογιών του. Ο ποιητής διαβάζεται, απαγγέλλεται, παίζεται, τραγουδιέται σε όλα τα μήκη και πλάτη της ρωσικής επικράτειας - από ανθρώπους που έχουν άμεση σχέση με τα ελληνικά γράμματα και από ανθρώπους που σταμάτησαν τη γνωριμία με τον ελληνικό κόσμο στην πέμπτη δημοτικού, όπου μελετάται η σχολική αρχαία ιστορία. Πώς έφτανε και πώς φτάνει ο Ρίτσος σε Ρώσους αναγνώστες;
Είναι μάλλον απλοϊκό να ισχυρίζεται κανείς ότι οι αριστερές πεποιθήσεις και η ευνόητη εύνοια των σοβιετικών εκδοτικών αρχών έδωσαν στον Ρίτσο το προβάδισμα έναντι άλλων (...). Γιατί δεν έτυχαν της ίδιας μοίρας άλλοι μεγάλοι ποιητές, όπως, για παράδειγμα, ο Οδυσσέας Ελύτης;
Το γεγονός ότι ο Γιάννης Ρίτσος ήταν κομμουνιστής, ότι βασανίστηκε και δοκιμάστηκε, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής λόγος, ώστε κάποιοι να δηλώνουν, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του και στην άλλη άκρη της Γης, ότι ο ποιητής "είναι λόγος ύπαρξής τους"!
Ισως το μυστικό βρίσκεται αλλού. Ο Αλέξανδρος Μπλοκ «άκουγε» τη Μούσα του, ο Οσιπ Μάντελσταμ την «έβλεπε». Ο Γιάννης Ρίτσος τη «βίωνε» ο ίδιος, αλλά τη γνώριζε γενναιόδωρα και στους ανά την υφήλιο αναγνώστες του, καταφέρνοντας να φέρει το θείο, το ουράνιο, δίπλα στην καθημερινότητα.
(...) Στην αφίσα του μοσχοβίτικου θεάτρου "Εργαστήρι-69", για τη θεατρική σεζόν Ιανουάριος - Ιούνιος 2005, ανάμεσα στα ονόματα των αγαπημένων Ρώσων κλασικών, Πούσκιν, Λέρμοντοφ, Τσέχοφ, Ζόσενκο, Μπλοκ, Γκόγκολ, Γκόρκι, ο μοναδικός ξένος είναι ο Γιάννης Ρίτσος, με τον "Φιλοκτήτη", την "Ισμήνη" και τον "Αγαμέμνονά" του.
Ο Γιάννης Ρίτσος, σε μεταφράσεις των ποιητών Μορίς Βακσμάχερ, Γιούνα Μόριτς, Δαβίδ Σαμόιλοφ και της Σόνια Ιλίνσκαγια έγινε πλέον κλασικός για τον απαιτητικό Ρώσο αναγνώστη. Τα θέατρα όπου παίζεται ο Γιάννης Ρίτσος είναι κατάμεστα. Κανείς άλλος, μετά τους μεγάλους αρχαίους δραματουργούς και πριν από τον Γιάννη Ρίτσο, δεν "χάρισε" τη φωνή σε ήρωες και θεούς, κανείς πριν απ' αυτόν δεν "αφαίρεσε", δεν "έκλεψε", με τη δεξιοτεχνία του Προμηθέα, το ιερό φως του σύγχρονου ελληνικού πνεύματος και δεν το πρόσφερε τόσο απλόχερα σε όλο τον κόσμο. Κάποιος στον ρωσικό Τύπο ονόμασε τον Γιάννη Ρίτσο "Ομηρο του 20ού αιώνα", τίτλο που κατά καιρούς τον διεκδίκησαν πολλοί. Αλλά, να, που σε διάφορες πόλεις της Ρωσίας διοργανώνονται φεστιβάλ Ρίτσου, στις βιβλιοθήκες γίνονται συγκεντρώσεις φίλων της ελληνικής λογοτεχνίας, όπου παρουσιάζονται θεατρικά του έργα, απαγγέλλονται τα ποιήματά του, οργανώνονται συζητήσεις και φόρουμ αφιερωμένα στο έργο και τη ζωή του.
Στη πόλη Ζαπορόζιε δημιουργήθηκε το θέατρο "La vie", όλη η ζωή του οποίου είναι πλέον συνδεδεμένη με το έργο του Ρίτσου. Το 1992, ένα μικρό θεατρικό εργαστήρι ανεβάζει στη σκηνή του την παράσταση "La vie", που αργότερα δίνει το όνομα στο θέατρο. Η παράσταση βασίζεται σε κύκλο ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου για τον Τρωικό Πόλεμο. Η επιτυχία είναι τόσο ιλιγγιώδης, ώστε η πρεμιέρα της πέμπτης παράστασης του θεάτρου - η "Χρυσόθεμις" του ποιητή - δίνεται στη Μόσχα, στο διάσημο θέατρο "Ταγκάγκα", στο φεστιβάλ που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του φιλόλογου, μεταφραστή και μελετητή του Γιάννη Ρίτσου, Βίκτορ Σοκολιούκ. "Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο φύλακας άγγελός μας!", εξομολογείται ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου, Βίκτορ Ποπόφ:
"Είναι λατρευτική μορφή στο θέατρό μας. Χάρη στον Ρίτσο γίναμε γνωστοί και στις δυο πρωτεύουσες (Μόσχα και Αγία Πετρούπολη). Τα κείμενά του σου επιτρέπουν να ξεφύγεις από την καταθλιπτική πραγματικότητα, προς την πραγματικότητα του υψηλού πνεύματος".
Η ποίηση, όπως και το θέατρο πάντα έπαιζαν, και θέλω να πιστεύω πως συνεχίζουν να παίζουν, τον ρόλο του ψωμιού στη Ρωσία. Εδώ κυριολεκτώ: Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα που οι άνθρωποι επιλέγουν μια ποιητική βραδιά, μια θεατρική παράσταση, από ένα χορτάτο δείπνο. Δεν είναι εύκολο να κατακτήσεις ένα τόσο απαιτητικό κοινό, έτοιμο να απαρνηθεί τα πάντα για ένα ποίημα. Και όχι, επαναλαμβάνω, κοινό αποτελούμενο από κριτικούς ποίησης ή από μέλη της λογοτεχνικής συντεχνίας, αλλά κοινό από "άσχετους", που ως μοναδικό γνώμονα έχουν το δικό τους γούστο και τη δική τους πνευματική ανάγκη. Ο Ρίτσος έγινε "κλασικός Ρώσος", όχι μόνο επειδή μίλησε για τα αιώνια θέματα, αλλά επειδή μίλησε μ' αυτόν τον ξεχωριστό τρόπο.
Η Ρωσία εδώ και καιρό ετοιμάζεται να γιορτάσει τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του ποιητή. Μπορεί να μη γνωρίζουν πώς θα εξελιχθεί η οικονομική και πολιτική κατάσταση μέχρι τότε, αλλά οι πρόβες μιας θεατρικής παράστασης, με την οποία τουλάχιστον ένα από τα θέατρα θα τιμήσει τον μεγάλο Ελληνα και πλέον "Ρώσο κλασικό" Γιάννη Ρίτσο, το 2009, έχουν ήδη ξεκινήσει. Πρόκειται για την παράσταση "Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα".
Το ενδιαφέρον του ρωσικού κοινού για τον Γιάννη Ρίτσο όχι μόνο δεν αδυνατίζει με τα χρόνια, αλλά, αντίθετα, δυναμώνει. Η αιτία πιστεύω είναι ότι με τον Ρίτσο κάθε νέα γενιά Ρώσων ανακαλύπτει τη δική της Αναγέννηση. Δεν είναι μόνο "Ομηρος του 20ού αιώνα" ο Γιάννης Ρίτσος, αλλά και Ερρίκος Σλήμαν. Αν ο Γερμανός αρχαιολόγος έκανε ένα κομμάτι του αρχαίου κόσμου γεγονός της παγκόσμιας Ιστορίας, ο Γιάννης Ρίτσος το ανέδειξε σε γεγονός της ανθρώπινης Ιστορίας. Ο Γιάννης Ρίτσος έγινε κλασικός, γιατί ξαναχάρισε στους Ρώσους το μεγαλείο του ελληνικού κόσμου. Η Ρωσία δεν έχει χάσει ποτέ τους δεσμούς της με την αρχαιότητα. Και ιδιαίτερα σε δύσκολους και κρίσιμους καιρούς(...)».
ΤηςΕυγενίας ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ**Απόσπασμα από την εισήγηση της κλασικού φιλολόγου, μελετήτριας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και μεταφράστριας έργων μεγάλων Ρώσων πεζογράφων και ποιητών στα Ελληνικά, Ε. Κριτσέφσκαγια, στο Διεθνές Συνέδριο του Μουσείου Μπενάκη, προς τιμήν του Γ. Ρίτσου (2005).
Ο «Ορέστης» του Γ. Ρίτσου
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα της εκτενέστατης μελέτης τού επί πολλά χρόνια πανεπιστημιακού καθηγητή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στην Αγγλία, διευθυντή του θεωρητικού περιοδικού «Θέματα Λογοτεχνίας», Χρίστου Αλεξίου, για τον ποιητικό μονόλογο του Γ. Ρίτσου «Ορέστης» («Τέταρτη Διάσταση»). Η μελέτη περιλήφθηκε στην ύλη του ετήσιου (2007) επιστημονικού Δελτίου του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών «Παράβασις».
***
«(...)Ο "Ορέστης" του Αισχύλου και του Σοφοκλή σκοτώνει τη μάνα του και τον εραστή της για να εκδικηθεί το σκοτωμό του πατέρα του. Αναθρεμμένος από παιδί με τη μητροκτονία ως σκοπό της ζωής του, εκτελεί χωρίς αμφιβολίες και αναστολές μια αποστολή που του επιβάλλεται από τον Απόλλωνα και από τον εθιμικό νόμο που απαιτεί εκδίκηση για το αίμα με άλλο αίμα. Αυτή είναι η μοίρα του και την αποδέχεται χωρίς αντίρρηση. (...)
Ο "Ορέστης" του Ρίτσου σκοτώνει τη μάνα του και τον εραστή της, αλλά δεν το κάνει για να εκδικηθεί, ή γιατί αυτό ορίζεται απ' τη μοίρα του. Στην πράξη του θανάτου φτάνει ύστερα από μια οδυνηρή συνειδησιακή σύγκρουση, από μια βαθύτερη αίσθηση κοινωνικού χρέους. (...). Η σύγκρουση αυτή, που έχει ως κέντρο της την ελευθερία του ατόμου να ορίσει τη μοίρα του και εκφράζει τα βαθύτερα υπαρξιακά και κοινωνικά διλήμματα και προβλήματα του σημερινού και του αιώνιου ανθρώπου, αποτελεί το διαχρονικό περιεχόμενο αυτού του εξαίσιου δραματικού μονόλογου, που παίρνει συγκλονιστικό νόημα, όταν διαβαστεί μέσα στα πλαίσια της ατομικής ιστορίας του ποιητή, της εθνικής και της παγκόσμιας Ιστορίας του καιρού του και της καθολικής Ιστορίας του ανθρώπου που, από τα αρχαιότερα χρόνια ως σήμερα, αντιμετωπίζει το τραγικό δίλημμα του μυθικού Ορέστη.
Στον "Ορέστη" του Ρίτσου (...) αναγνωρίζουμε τον αιώνια αγωνιζόμενο άνθρωπο και τον ίδιο τον ποιητή, που βλέπει, παράλληλα, το πανάρχαιο δράμα των αγώνων και των θυσιών για μια καλύτερη ζωή (...) και οραματίζεται έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος θα ζούσε ελευθερωμένος από αυθαιρεσίες της εξουσίας, ιστορικά χρέη εκδίκησης και κοινωνικούς ανταγωνισμούς.
(...) Ο "Ορέστης" του Ρίτσου, όπως ο ίδιος ο ποιητής, μετέχει στα ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα του καιρού του και είναι κι αυτός δέσμιος ενός κοινωνικού χρέους για το οποίο προετοιμάζεται από καιρό και το οποίο καλείται να εκπληρώσει πέρα και πάνω από τις αμφιβολίες και τις ταλαντεύσεις του. Η δραματική αυτή σύγκρουση διαπερνάει το μονόλογο αυτού του σύγχρονου Ορέστη, με τον οποίο αναγνωρίζουμε να ταυτίζονται, σε κάποιες στιγμές του βίου τους, ο διαχρονικός και ο σύγχρονος άνθρωπος και ο ίδιος ο ποιητής.
Αυτός ο σύγχρονος Ορέστης βλέπει την τραχύτητα των κοινωνικών συγκρούσεων, στις οποίες συμμετέχει ενεργά κι ο ίδιος, και τις αλλότριες δυνάμεις, που ορίζουν ασφυκτικά τη μοίρα του ανθρώπου και τη δική του μοίρα, κι οραματίζεται τη δικαιοσύνη και την ισορροπία του φυσικού κόσμου...
Αυτός ο σύγχρονος Ορέστης, που έζησε την τραγωδία του αιώνα του, τους παγκόσμιους πολέμους, με τα εκατομμύρια των νεκρών και των σακάτηδων και τις απερίγραπτες καταστροφές, την ελπιδοφόρα σοσιαλιστική επανάσταση, το όραμά της για μια νέα αληθινά ανθρώπινη ζωή, τη φασιστική τυραννία, την αντιφασιστική αντίσταση, τον εμφύλιο αλληλοσπαραγμό, τις φυλακές, τις εξορίες και τελικά τη διάψευση του οράματος, καταθέτει το πολύ οδυνηρό για τη γενιά του:
"Θυσίες, λέει, και ηρωισμοί, - ποια η αλλαγή; Χρόνια και χρόνια. Ισως
νάρθαμε
για τούτες τις ανακαλύψεις του μεγάλου θαύματος
που πια δεν έχει μικρό και μεγάλο μήτε φόνο κι αμάρτημα".
(...) Ο Ορέστης κατανοεί μέσα στη φυσική α- σκοπιμότητα της ανθρώπινης δράσης, την κοινωνική σκοπιμότητα του χρέους, μέσα στο οποίο βρίσκεται από τη μοίρα του εγκλωβισμένος, υπερβαίνει τους δισταγμούς και τις ταλαντεύσεις του, περνάει την κλειστή, από τη συνειδησιακή του πάλη, πόρτα της δράσης και αποφασίζει να σκοτώσει τη μάνα του και τον σφετεριστή του θρόνου του πατέρα του. Στην πράξη του αυτή, ωστόσο, δεν οδηγείται από το μίσος, ή από το πάθος για εκδίκηση, αλλά από τη γνώση πως ο θάνατος των σφετεριστών της ζωής των άλλων αποτελεί μια αναγκαία πράξη για ν' αλλάξει αυτός ο κόσμος της αδικίας, της βίας, της ψευτιάς, της υποκρισίας, των κοινωνικών διαταραχών, των αιματηρών πολέμων και των εμφύλιων αλληλοσπαραγμών και ν' ανέβει η ζωή. Το δραματικό, εσωτερικό αγώνα του, να πειθαναγκάσει τον εαυτό του να δεχτεί την κοινωνική αναγκαιότητα μιας πράξης που βαθιά αποστρέφεται και να θυσιάσει τα ατομικά αισθήματά του στον συλλογικό αγώνα που επιβάλλει η ιστορική στιγμή "για ν' ανασάνει (αν γίνεται) τούτος ο τόπος":
"Κι αυτήν διαλέγω ο άπιστος εγώ (δε με διαλέγουν άλλοι),
γνωρίζοντας όμως εγώ. Διαλέγω
τη γνώση και την πράξη του θανάτου που τη ζωή ανεβάζει. (...)"
Ο "Ορέστης" είναι ένα βαθυστόχαστο ποίημα με πολλαπλά ερωτήματα και μηνύματα κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά, συνειδησιακά, ψυχολογικά, υπαρξιακά, αισθητικά. Είναι ένα πολύεδρο ποιητικό μπριλάντι που προκαλεί διαφορετικές αναγνώσεις, οι οποίες μπορεί να προσθέτουν στην πολυεδρική προσέγγισή του.
Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, στο θαυμάσιο μελέτημά του, «Γιάννη Ρίτσου: "Ορέστης"», γράφει:
"(...) Πλάι στο βασικό πρόβλημα του Ορέστη, που είναι από τα πιο καίρια, όχι μόνο μιας εποχής, μα ολόκληρης της ιστορίας, σπειρούνται ένα πλήθος αλήθειες και σκιρτήματα της συνείδησης φτιάχνοντας ένα κολοσσιαίο πολύεδρο. (...) Ποιο είναι το πρόβλημα που απασχολεί τον ποιητή; Η εσώτατη και ύστατη ανθρώπινη ελευθερία. Ως ποιο σημείο ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, κι απέναντι στον εαυτό του (βιολογική κληρονομική δομή) κι απέναντι στις κοινωνικές επιταγές; Σε τι συνίσταται η ελευθερία του; Στο να είναι αυτός που είναι ή στο να προσπαθεί ν' αλλάξει τον εαυτό του; Στο να δέχεται τον αντικειμενικό κόσμο στην τύχη ή να διαλέγει τι θα δεχτεί; Τα ερωτήματα θα μπορούσαν να σχηματίσουν ένα μακροσκελέστατο κατάλογο με κατακλείδα: μήπως η μεγαλύτερη ελευθερία είναι να θυσιάσεις την ελευθερία σου για χάρη κάποιου σκοπού;
Βαθύτατη κραυγή του ανθρώπου να ζήσει ολάκερος, δίχως δεσμεύσεις, δίχως καταναγκασμούς, να ζήσει σαν ένα πρώτο, ή έσχατο ον, πάνω στη γη.
(...) Κι ο Ορέστης του Ρίτσου, όπως και κάθε μεγάλου τραγωδού, απ' το να βουλιάξει στην όποια απρόσωπη ευδαιμονία τού είναι, προτιμάει ν' αποκτήσει, έστω και θυσιασμένο, ένα ιστορικό πρόσωπο".
Κατά τη δική μου ανάγνωση, ο Ρίτσος, έχοντας φτάσει στην ύστατη γνώση της ζωής, ύστερα από χρόνια επίμονης και οδυνηρής πάλης με το θάνατο, βιολογικό και κοινωνικό, και με όλες τις μορφές της καταπίεσης, της αδικίας και της αναλγησίας, συμμετέχοντας ενεργά στο επαναστατικό κίνημα της εποχής του, κι έχοντας φτάσει στο αποκορύφωμα της ποιητικής του ωριμότητας, επιχειρεί, με τα έργα της "Τέταρτης Διάστασης", ν' ανιχνεύσει, να κατανοήσει και ν' απεικονίσει ποιητικά το περίπλοκο και πολυδιάστατο ατομικά, κοινωνικό και υπαρξιακό δράμα της ανθρώπινης ζωής. Στο καθένα από τα έργα αυτά, μέσα από διάφορα πρόσωπα ή προσωπεία, και μέσα από διάφορα σύμβολα, ο ποιητής θέτει, ερευνά και συζητάει ένα θεμελιακό κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό, ψυχολογικό ή φιλοσοφικό πρόβλημα, που απασχολεί τον εαυτό του και τον κόσμο.(...) Σε όλα αυτά τα έργα κινείται ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα: το ατομικό και το γενικό, το καθημερινό και το αιώνιο, το πολιτικό και το ιστορικό, το κοινωνικό και το υπαρξιακό, το ρεαλιστικό και το φανταστικό και σε όλα ξεπερνάει το ατομικό και ιστορικό βίωμα και αγγίζει την ανθρώπινη μοίρα.
Το πρόβλημα που θέτει στον "Ορέστη", αναφέρθηκε ήδη ως βασικό πρόβλημα "Εσώτατης και ύστατης ανθρώπινης ελευθερίας" στην τραγική σύγκρουση ανάμεσα στη συνείδηση του κοινωνικού χρέους και στην ατομική αίσθηση του κόσμου.
Σ' αυτό το συνειδησιακό πολύεδρο του "Ορέστη" αποτυπώνονται τα άπειρα ατομικά, κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά, ιδεολογικά, ψυχολογικά και υπαρξιακά βιώματα, ερωτήματα και διλήμματα, του ποιητή και του καθολικού και αιώνιου ανθρώπου.
Ο Ρίτσος υπάρχει βέβαια στον Ορέστη, αλλά ο Ορέστης δεν είναι μόνο ο Ρίτσος, είναι αξεχώριστα μ' αυτόν και ο καθολικός άνθρωπος. Η ποίηση του Ρίτσου περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο ίδιος έχει πει πως "κάθε αληθινή ποίηση είναι βιωματική". Αλλά με την ποίησή του, μέσα και από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιέχει, βιογραφεί τον αιώνα του και, διαχρονικά, τον καθολικό άνθρωπο, γιατί τα βιώματα ενός μεγάλου ποιητή, και μάλιστα ενός ποιητή που συμμετέχει ενεργά στα δρώμενα της εποχής του, απηχούν τα βιώματα του καθολικού ανθρώπου.
Ο Ορέστης του Ρίτσου αισθάνεται οδυνηρά διχασμένος και ταλαντευόμενος. Με την ιστορική του όραση, από την άλλη, βλέπει το πανάρχαιο, αιματηρό δράμα της ανθρώπινης εξέλιξης, μέσα στο οποίο υπάρχουν σφετεριστές, και φόνος, και αμάρτημα, συνακόλουθα και η αναγκαιότητα μιας άλλης δικαιοσύνης, που απαιτεί το θάνατο των σφετεριστών και των φονιάδων που εμποδίζουν την ανθρώπινη πρόοδο. Με αυτή την τρομερή γνώση, ο Ορέστης του Ρίτσου ξεπερνάει τους δισταγμούς του και διαλέγει τελικά την πράξη του θανάτου των σφετεριστών για να προχωρήσει η ζωή. Αλλά στον Πυλάδη, τον αχώριστο φίλο που τον συνοδεύει κι αποτελεί το άλλο του εγώ, εξομολογείται τη δυστυχία του γι' αυτή την πράξη και την αποστροφή του για τη βία, το θάνατο, το μίσος, την εκδίκηση. Σ' αυτή του την αποστροφή διακρίνουμε τη βαθύτερη λαχτάρα του για έναν κόσμο όπου θα βασιλεύουν η "κατανόηση και η τρυφερή επιείκεια για όλους και για όλα", ο σεβασμός στη ζωή, η ανεκτικότητα, η ελευθερία της ατομικής βούλησης, και "μια δικαιοσύνη, μια ισορροπία αυθύπαρκτη που μας περιλαμβάνει στην τάξη των σπόρων και των άστρων"».
ΤουΧρίστου ΑΛΕΞΙΟΥ
«Ποιητικά μανιφέστα στην πορεία του χρόνου»
Η Σόνια Ιλίσνκαγια, συγγραφέας πρωτότυπων μελετών για τους μεγάλους «δεσμούς» μεταξύ ελληνικής και ρωσικής ποίησης κατά το 19ο και 20ό αιώνα, σήμερα ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, δίδαξε σ' αυτό για πολλά χρόνια την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, όπως και άλλων μεγάλων ποιητών μας. Στην πατρίδα της, επί Σοβιετικής Ενωσης, μετέφρασε και εξέδωσε ανθολογίες ποιημάτων του Ρίτσου, ενώ ήταν η επιμελήτρια κι άλλων εκδόσεων με ποίησή του, μεταφρασμένη από Ρώσους ποιητές. Την ποίηση του Ρίτσου δίδαξε και στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ, στα πλαίσια του γενικού μαθήματος «Μεταπολεμική Ποίηση στην Ελλάδα», ενώ το 1986, στη Μόσχα, εκδόθηκε η αμετάφραστη στα ελληνικά μελέτη της «ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - Η ζωή και το έργο του».
Το κείμενο που παραθέτουμε είναι απόσπασμα από την εισήγησή της στο Διεθνές Συνέδριο που οργάνωσε, το 2005, το Μουσείο Μπενάκη, προς τιμήν του Γ. Ρίτσου.
***
«Πριν από τριάντα και πλέον χρόνια, στα μέσα της δικτατορίας, ετοιμάζοντας για έκδοση στη Μόσχα μια συγκεντρωτική συλλογή ποιημάτων του Ρίτσου, είχα δώσει στην εισαγωγή μου έναν τίτλο που δεν διεκδικούσε πρωτοτυπία, αλλά κάποια μορφή αντιλόγου: "Η Ελλάδα του Γιάννη Ρίτσου".
Ελεγα στην εισαγωγή μου ότι στην ποίηση του Ρίτσου οι αναγνώστες βρίσκουν πολύτιμη ενόραση και καλλιτεχνική ενσάρκωση ουσιαστικών γνωρισμάτων της εποχής, της ψυχικής της δομής και της ηθικής της εμπειρίας, το νόημα του δρόμου που ακολούθησαν και των αναζητήσεών τους στην πορεία, και διευκολύνονται έτσι να διεισδύσουν στις αφετηρίες της διαίσθησης και των αυθόρμητων αντιδράσεών τους. Παρακινημένος και από το πνεύμα των καιρών, ο Ρίτσος ασκήθηκε με ιδιαίτερη προσήλωση στην αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων της επικαιρότητας, ανιχνεύοντας έτσι τις πολύπτυχες συνέπειές της για το παρόν και για τα "προσερχόμενα". Λειτούργησε ως ποιητής με ιδιαίτερα οξυμένο ιστορικό αισθητήριο.
(...) Αναλογιζόμενοι τώρα τους θυελλώδεις καιρούς στους οποίους έζησε και αποτύπωσε στο έργο του, επόμενο είναι να αναζητήσουμε τις αμετάβλητες σταθερές και τις χαρακτηριστικές μεταβολές στις καλλιτεχνικές απόψεις και προτιμήσεις του. Οδηγός μας τα ποιήματα που είτε κυριολεκτικά είτε συμβατικά μπορούν να προσλαμβάνονται ως ποιητικές διακηρύξεις ή εκμυστηρεύσεις του.
Ηδη στις δύο πρώτες συλλογές η ρομαντική ανάταση ενός μεγάλου κοινωνικού οράματος, η κοσμογονική εικονοπλαστική πνοή και έπαρση ενός νέου ακόμα δημιουργού, που συνειδητοποιεί τη δύναμή του, συνυπάρχουν με μια ανανεωμένη αντίληψη για την ποίηση - καθρέφτη:
"κι είμαι ο καθρέφτης που ο λαός τη μορφή του θωρεί
δίχως φτιασίδια, και κρίνεται αυτός που με κρίνει".
(«Επίλογος», «Τρακτέρ», Ποιήματα Α', σ. 60)
Η δυναμική αυτή αντίληψη στοχεύει, πρώτον, σε αντικειμενικό, δίχως φτιασίδια, αντικατοπτρισμό. δεύτερον, στην κοινωνική εμβέλεια και την κριτική οξυδέρκεια ενόρασης. και, τρίτον, στην αμφίδρομη σχέση με τον κόσμο, στη βάση μιας κοινής ευθύνης γι' αυτόν.
Πρόκειται για μια τοποθέτηση που στην ουσία της θα διατηρηθεί αμετάκλητη. Επιδέχεται όμως κάποιες τροποποιήσεις που θα έρχονται με τα γυρίσματα των καιρών και τις εξελίξεις στο ποιητικό εργαστήρι. Ηδη στις "Πυραμίδες" (1935), στον καταληκτήριο διαλογικό κύκλο "Πόλεμος", η πρωτοπρόσωπη κατάθεση δεν ανήκει στον ποιητή, αλλά σε δύο πρωταγωνιστές, μάνα και γιο. Αυτήν τη γραμμή θα ακολουθήσει σε λίγο ο "Επιτάφιος" (1936), προαγγέλλοντας τους μελλοντικούς δραματικούς μονολόγους και κομίζοντας την πρώτη γεύση της λογοτεχνίας - ντοκουμέντου. Προς το τέλος αυτής της πλούσιας σε μεταλλαγές δεκαετίας του 1930, μέσα από χειμαρρώδεις (σε ελεύθερο πια στίχο) λυρικές συνθέσεις, προκύπτει ο σεμνός αλλά σημαδιακός κύκλος "Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου" (1938-1941).
(...) Επειτα από πέντε χρόνια, όπου χώρεσαν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή και η Αντίσταση στην Ελλάδα, ανοίγοντας τον κύκλο "Παρενθέσεις" με το ποίημα "Το νόημα της απλότητας", ο Ρίτσος επιβεβαιώνει και τονίζει την εμμονή του στην επικοινωνία με τον κόσμο:
"Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση".
Οι ιστορικές περιστάσεις θα επιβάλουν σε λίγο την "αναγκαιότητα" άλλης τονικής κλίμακας. Τη συμβολική πυροδότηση της "Τελευταίας π. Α. εκατονταετίας" (1942), τον ιστορικό στοχασμό και τον απολογισμό της πρόσφατης κατακλυσμιαίας εθνικής εμπειρίας με τη διερεύνηση των πολιτισμικών δομών του ελληνισμού στα λυρικά έπη "Ρωμιοσύνη" και "Η Κυρά των Αμπελιών" (1945-47), θα διαδεχθούν έργα που υπαγορεύονται, όπως θα ομολογήσει αργότερα ο Ρίτσος, από "την ανάγκη να φωνάξεις για ν' ακουστείς, να συμμετάσχεις, να συνδράμεις, να παρηγορήσεις, να παρηγορηθείς (...)". Με τέτοιο απόλυτο τρόπο η ανάγκη αυτή μπαίνει και ριζώνει σε ένα μέρος του έργου του την περίοδο του εμφύλιου σπαραγμού, παραμερίζοντας "όλες του τις αισθητικές επιφυλάξεις".
Εχει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε, λ.χ., πώς ενορχηστρώνεται το ίδιο επί της ουσίας ποιητικό αίτημα εκφραστικής σαφήνειας στην κατοχική "Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής" (1942): "Μάθαμε πια να διαβάζουμε
και να γράφουμε ακόμη με λιγότερα αποσιωπητικά ή και καθόλου"
και στο εμφυλιακό "Καπνισμένο τσουκάλι" (1949):
"Και να αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα - δεν χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σ' όλες τις καρδιές,
σ' όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη,
(...)
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο"
(Ποιήματα Β').
Με την πρόθεση πειστικής αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας για τη δεκαετία του 1940, μετά το "Καπνισμένο τσουκάλι", γράφεται το μακρύ επικολυρικό χρονικό "Οι γειτονιές του κόσμου" (1949-1951). Η μαχητική του διάθεση δηλώνεται ήδη στο μότο, όπου ορίζεται το χρέος της ποίησης να είναι "ένας οδηγός μάχης", "ένα όπλο", "μια σημαία στα χέρια της Ελευθερίας". Παράλληλα, όμως, αρχίζουν να γράφονται οι μικρές "Ασκήσεις" που πιάνουν το νήμα των "Σημειώσεων" και των "Παρενθέσεων", και η μικρογραφία "Οχι πολιτική" τελειώνει με ένα δίστιχο που ηχεί σαν εξομολόγηση και σαν απάντηση στις προβλεπόμενες επικρίσεις:
"γιατί όποιος λέει πως αγαπάει ό,τι αγαπάει, δεν κάνει κήρυγμα, λέει μονάχα εκείνο που δε θα μπορούσε να μην πει".
(«Ασκήσεις», Ποιήματα Γ', σ. 339)
Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, με πολύ προχωρημένο πια ώριμο έργο και με απόλυτη επίγνωση των δύο "αναγκαιοτήτων" που το επηρεάζουν, θα παραδεχθεί πως, παρά τις αισθητικές του ενστάσεις, θα γράφει ποιήματα που δεν ξεπερνούν τα "επείγοντα πλαίσια της δοσμένης στιγμής", γιατί θα του είναι "πάλι προσωπικά και γενικά αναγκαίο". Θα εννοεί την υπαγόρευση του κοινωνικού χρέους και του δικαίου, την άμεση παρορμητική ανταπόκριση της άγρυπνης ευαισθησίας του.
Μιλώντας στη γνωστή επιστολή του προς την Χρύσα Προκοπάκη το Μάη του 1972 για τις δύο αναγκαιότητες που επηρεάζουν τη δημιουργία του, εννοούσε τη "μοιρασιά" του "ανάμεσα στο τώρα και στο πάντα" και η δεύτερη αναγκαιότητα ήταν η "μυθική", ας την πούμε και αρχετυπική, πραγματικότητα που... ξεπερνάει τα "επείγοντα πλαίσια της δοσμένης στιγμής" και προς τα εμπρός (μέλλον) και προς τα πίσω (παρελθόν).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 η δεύτερη "αναγκαιότητα" κερδίζει στο έργο του Ρίτσου αναμφισβήτητο προβάδισμα.
Δύο επιστεγαστικοί τίτλοι, "Μαρτυρίες" και "Τέταρτη διάσταση", σηματοδοτούν τις δύο παράλληλες κατευθύνσεις - των μικρών επιγραμματικών και των μεγάλων διαχυτικών δραματικών μορφών, που θα συμπορεύονται. Παρά τη χτυπητή διαφορά, έχουν ένα θεμελιώδες κοινό στοιχείο: σε τελευταία ανάλυση, καταγράφουν το καθημερινό από την παν-χρονική, πανανθρώπινη οπτική γωνία. Στις " Μαρτυρίες" - το τονίζει και ο τίτλος - η έμφαση δίνεται στην απολύτως αντικειμενική κατάθεση.
(...) Αργότερα, στον "Τειρεσία" (με χρονολογία 1964-1971), το μήνυμα συμπυκνώνεται σε λίγες λέξεις: "να βλέπουμε το μέσα κι όξω, και το μάτι μας που βλέπει". Αυτή η αυξημένη εποπτεία - απέξω και από μέσα - θα βρει ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος στους μονολόγους της "Τέταρτης διάστασης".
Ο "Τειρεσίας" δεν μπήκε στην "Τέταρτη διάσταση". Πιστεύω πως έμεινε έξω και λόγω της δομικής ιδιομορφίας του, και επειδή φορτίστηκε με ξεχωριστό βάρος φιλοσοφίας ζωής και τέχνης. Οι μονόλογοι που προηγήθηκαν και μπήκαν στον κανόνα του κύκλου αποτέλεσαν σημαντική προεργασία. Ανέδειξαν τη στοχαστική βίωση της εμπειρίας του ατόμου, αντιμέτωπου με το δίδυμο ζωή - θάνατος, το χρόνο, την ιστορία.
Αν είναι να μιλήσουμε για κατεξοχήν ποιητικά μανιφέστα της ωριμότητας, δεν μπορούμε να μην ξεχωρίσουμε τον "Τειρεσία" και "Το τερατώδες αριστούργημα". Στον "Τειρεσία" ο κυρίαρχος φιλοσοφικός, οντολογικός προβληματισμός αφορά και τις θεμελιώδεις αρχές της τέχνης: ανιχνεύει τα όρια της γνώσης και το περιεχόμενο της έννοιας "αλήθεια" (...) υπαρκτή ως στόχος της επίμονης αναζήτησης, που τροφοδοτείται από κοινωνικά και ηθικά κίνητρα. Πρόκειται για μεγάλο κερδισμένο μέσα στις δοκιμασίες επίτευγμα - όχι μόνο του Ρίτσου, αλλά, γενικότερα, της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης σ' εκείνη τη φάση. Η ιδέα της πολλαπλότητας του όποιου φαινομένου ζωής υποστηρίζεται στο ποίημα και με την οκτάμορφη υπόσταση του Τειρεσία.
"Δεν μπορούσαμε/ να μην είμαστε λεύτεροι", λένε οι γέροντες του "Τειρεσία", ανάγοντας την ελευθερία σε ανώτερη αξία και ηθική προσταγή που χρωματίζεται στα συμφραζόμενα του έργου και όλης της ώριμης ποίησης του Ρίτσου με ηρωική στωικότητα.
"Αχ, όλα στου γκρεμνού τα χείλια πρέπει να τα παίξεις
ώσπου να βρεις τ' ακέριο πρόσωπό σου, ώσπου να πράξεις
Εκείνο που 'σαι συ κι άλλος κανένας, - πλούτισμα του κόσμου".
(Ποιήματα Δ', σ. 426)
Στο "Τερατώδες αριστούργημα" (1977), ποίημα - ποταμό, που συμπαρασέρνει στη συνειρμική ροή του πλήθος από αυτοβιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία του δημιουργού, αναγκαστικά θα σταθούμε μόνο σ' εκείνα που δηλώνουν την άποψή του για κάποια ριζοσπαστικά ανοίγματα της τέχνης του.
"Κάθε φορά τελειώνω", λέει. Ποτέ δεν τελειώνει, διαβάζουμε στο ποίημα "Συνεχίζουμε" του "Θυρωρείου". Και ο Ρίτσος, πράγματι, συνεχίζει - στις πολλαπλές αναγνώσεις μας, στην ολόφρεσκη επικοινωνία του με το δικό μας σήμερα, και σε πάρα πολλές περιστάσεις του βίου μας εξακολουθεί και, πιστεύω, θα εξακολουθεί να μας προσφέρει την ανταπόκρισή του στα δικά μας ζητούμενα».
ΤηςΣόνια ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ
«Μ' ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους που δε σηκώνει τ' άδικο»
Στο έργο «Πέρα απ' τον ίσκιο των κυπαρισσιών» με μάρτυρα το φεγγάρι ένα παιδί φεύγει, «πάει να βρει άλλη μάνα». Λίγα χρόνια αργότερα, στα «Μακρονησιώτικα», με μάρτυρα πάντα το φεγγάρι, στο βράχο φτάνουν κάτι άρβυλα. Ο ποιητής τ' αναγνωρίζει και σηκώνει φωνή στο «κυρ φεγγάρι» που είχε το θράσος να θέλει να βάλει τα λιγνά τα πόδια του εκεί μέσα. Αντε σύρε να πουλήσεις σταυρουλάκια, του λέει. Κι αρχίζει τον ύμνο σε «Ετούτα τ' άρβυλα τα μπαλωμένα, τα χοντροφτιαγμένα, δεν είναι, κυρ φεγγάρι μου, για τα λιγνά σου πόδια. Ετούτα τ' άρβυλα περπάτησαν τον πόνο, περπάτησαν το θάνατο, μπαρμπα - φεγγάρι, χίλιες φορές το θάνατο δίχως ποτέ τους να σκοντάψουν».
Ξανά πίσω στο «Πέρα απ' τον ίσκιο των κυπαρισσιών», «μια γερόντισσα γράφει στον τοίχο... Καλό σημάδι... Ως κι οι γερόντοι πήραν φωτιά», μονολογεί ο Λευτέρης.
Γυρνάν και ξαναγυρνάν, μαζί με το φεγγάρι, ετούτοι οι γερόντοι εκεί στην πέτρα στη Μακρόνησο. Ωσπου βρίσκουν τη θέση τους στο ποίημα:
«Κάθε τόσο μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι απ' το Μοριά, απ' τη Ρούμελη. Και πιο πάνω απ' τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία. Λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μ' άσπρα μουστάκια και φλοκάτες. Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι. Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου. Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων. Μιλάνε λίγο, δεν μιλάνε καθόλου, ωστόσο πότε πότε το βλέπεις, που 'χουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια. Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ' το χώμα. Και τηράνε πίσω απ' τους ώμους μας. Οταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες. Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι. Οταν ο ουρανός κατεβαίνει απ' τα βράχια. Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ' το συρματόπλεγμα, τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις-τρεις, πέντε-πέντε, σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού.
Και τότες πια δεν ξέρεις - έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς αξούριστοι, άλαλοι, δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους, αν είναι ν' ανάψουν το τσιγάρο τους ή αν είναι ν' ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.
Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε. Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί. Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.
Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη, ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη, κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους που δε σηκώνει τ' άδικο. Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο, στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα, σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας, με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.
Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας, κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη, σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους, σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων, σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή, εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ' τ' αστροπελέκι».
Είναι οι ίδιοι γερόντοι που τους έχουμε ξαναβρεί να μαθαίνουν σα παιδιά πως «όσο μαθαίνεις ξαστερώνει η ψυχή σου». Να μαθαίνουν απ' τα παιδιά πως «δε κάνει να πέφτει κάτω η σημαία». Και να μαθαίνουμε μαζί τους πως όσα έλεγε η μάνα του Τούση, τα 'λεγε κι η μάνα του Πέτρου που ήτανε και μάνα του Λευτέρη - Σωτήρη και που έγινε η ίδια Λευτεριά όταν της είπε για τη λαβωματιά του «σώπα μάνα, δεν είναι τίποτις, μια μικρή τρυπίτσα ίσα ίσα που χωράει να φύγει η ψυχή».
Με τέτοιο υλικό κάνει ποίηση ο Ρίτσος. Κάνει, γιατί κει πάνω στην πέτρα ζει, τώρα ζει και χτες ζει, μιλά σε πρώτο πρόσωπο πάντα κι ας το 'κανε στον πληθυντικό (άλλο κακό μάθημα για τα παιδιά να βλέπουν μέσα απ' τον ποιητή πάντα το εγώ μέσα στο εμείς). Αντιπαθούσε τον αόριστο γιατί είναι στάσιμος. Δεν είναι η ζωή έτσι, μας είπε κάποτε.
Κι επειδή ήξερε τι θα τραβήξει απ' τους κατοπινούς φρόντισε έγκαιρα να γράψει:
«Μεγάλος και τρανός, σου λένε, τέκνο του θεού (...) κ ένα σωρό δασκάλους από πάνω.- (...) και το πιο σπουδαίο απ' όλα, ο γιος του Ερμή, ο Αρπάλυκος (...) του 'μαθε για καλά την τέχνη των Αργείων: την τρικλοποδιά.- με τούτην κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη, και στα Γράμματα ακόμα.
Ομως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο θέληση κ επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου δεν νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος. Κι αν αδέξιοι μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν κάτω απ' τη μύτη των φρουρών και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας. Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες. - πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι - πιότερα ο Θουκυδίκης ο στεγνός θα σας πει, απ' τον περίτεχνο τον Ξενοφώντα» (Λέρος, 23 Μάρτη του '68, «Επαναλήψεις»).
Ετσι έγραφε και μαρτυρούσε κιόλας από πού παίρνει το υλικό του. Μακρόνησος, Γυάρος, Λέρος έρχονται και ξανάρχονται στο γραπτό του, κι όταν κουβέντιαζε πάλι γι' αυτά μιλούσε, τόσο που διάβαζες μετά άλλα ποιήματα απ' αυτά που διάφοροι ξέρουν να θαυμάζουν ως «λυρικά» και μη κομματικά, δήθεν, κι εσύ επειδή έχεις δει την πέτρα της Μακρόνησος και τον έχεις ακούσει να μιλά, γι' αυτό ξέρεις πως και στα λυρικά πάλι για τη Μακρόνησο μιλά.
Εντέλει, ο Ρίτσος αναδεικνύεται μια ανυπέρβλητη δυσκολία. Τα λέει όλα τόσο μόνος του που όταν πιάσεις να τον αναλύσεις φοβάσαι πως κάτι θα χάσεις, κάτι θα χαλάσεις. Μα, πάλι θες να μιλήσεις γι' αυτό που διάβασες, για το γιατί το έγραψε μ' όλο τον κίνδυνο ν' αποδίδεις προθέσεις στον ποιητή που δεν είχε. Να, για παράδειγμα, πώς περνά την έλλειψη και την κάνει αύριο.
«Ο αγέρας του σπιτιού κι ο ίσκιος της μάνας / ήταν δυο γάντια μαλακά, δυο γάντια μάλλινα, / ζεσταίνανε τα χέρια μας - δεν αφήνανε / να πιάσουμε κατάσαρκα τα χέρια των άλλων./
Τώρα τούτα τα γάντια τριφτήκανε - / τα σιάξαμε επιδέσμους να δένουμε τις πληγές των συντρόφων μας».
Και πάνω που πας να δεις πάλι αίμα, συμπληρώνει:
«Τα σιάξαμε πιατόπανα να πλένουμε τα κουταλοπήρουνα και τα καζάνια του συσσίτιου».
Δεν ξεφεύγει μια στιγμή απ' τον κόσμο που βιώνει. Αλλά δες πώς έφερε δυο κόσμους απέναντι για να τους σμίξει.
Δε γράφει για να αποτυπώσει συναίσθημα. Θέλει να το οργανώσει.
«Τα χέρια μας χιλιάδες φορές τρίφτηκαν στο αξούριστο σαγόνι του αγέρα».
Οποιος έχει πάει στη Μακρόνησο ξέρει πώς ξουρίζει ο αγέρας. Αλλά τα χέρια που μείνανε γυμνά, «χιλιάδες φορές γαντζώθηκαν στο συρματόπλεγμα. Χιλιάδες φορές άγγιξαν τα παγωμένα κάγκελα του θανάτου». Δεν αφήνει περιθώρια για λυρισμούς ο ποιητής. Οργανώνει. Και το κάνει φόρα παρτίδα απ' τους πρώτους στίχους:
«Τα χέρια μας ροζιασμένα απ' την αξίνα, απ' την πέτρα, απ' το πάλεμα». Κι έτσι φορτωμένα (ροζιασμένα) συνεχίζει: «Απ' το πολύ σφίξιμο παλάμη με παλάμη, Πιάνουν τώρα πιο σίγουρα τα πράματα».
Πόσο πιο καθαρά να πεις του παιδιού σου τι σημαίνει «παλάμη με παλάμη»;
Ωστε να ξέρει τι συμβαίνει όταν έρχονται τούτες οι ώρες που «σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου» καταπώς σημαίνει «παλάμη με παλάμη». Πάνου στην πέτρα, ξύρισμα κόντρα με τον αγέρα, ο Ρίτσος θέλει να μιλήσει για συγκεκριμένα χέρια. Πριν τα ονομάσει τα δείχνει: «Ανεβοκατεβάσανε μύριες φορές το σιδερένιο κόκκορα του θυμού». Θα μπορούσε να πει μόνο «πυροβόλησαν». Οχι. Είναι του θυμού ο σιδερένιος κόκορας. Κι αυτά τα χέρια είναι ταϊσμένα με υπομονή. Να η πανταχού παρούσα αντίθεση: Θυμός - Υπομονή. Τίποτα ξένο. Οργανώνει ο Ρίτσος και δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, για όποιον εξακολουθεί να βλέπει έμπνευση και λυρισμό. «Κόψαν και ξανακόψαν μ' ένα σουγιά το καρβέλι της υπομονής» γράφει για τα χέρια που ανεβοκατεβάσανε μύριες φορές το σιδερένιο κόκορα του θυμού. Είναι χέρια γυμνά έτσι που «όταν σηκώνουν τους κουβάδες το θαλασσινό νερό ίσα στον ανήφορο» εσύ μαθαίνεις πως «το αύριο κι ο ήλιος κ η θάλασσα είναι του χεριού τους, ξέρεις πως το χοντρό τσουβάλι με τις πέτρες γίνεται ανάλαφρο στα χέρια τους, γιατί πάντοτε πιότερο απ' το μισό βάρος το σηκώνει η Λευτεριά».
Και έτσι σε στέλνει ξανά πίσω στο '45, τότε που η θεία Καλή στο «πέρα απ' τον ίσκιο των κυπαρισσιών» έγινε Λευτεριά. Κι έχεις μια συνέχεια που ποτέ δεν έπαψε στον Ρίτσο.
Γυμνά χέρια: «Μέσα στη φούχτα τους εσβήστηκε η γραμμή της Τύχης / στη φούχτα τους κρατάνε την τύχη του κόσμου. Είναι τα χέρια των κομμουνιστών». Να, κάτι τέτοια γράφει και δεν του συγχωράνε ακόμα ότι έγινε προδότης της τάξης του. Ευτυχώς.
Θ.
«(...) Ο Ελληνας αναγνώστης του Γιάννη Ρίτσου είναι πολύ τυχερός, αλλά συνάμα και άτυχος. Τυχερός, γιατί έχει τη δυνατότητα μιας άμεσης, πολύτιμης επαφής με τον ποιητή. Αλλά και άτυχος, γιατί ο περισσότερος κόσμος αρχίζει να γνωρίζει την ποίησή του μέσα από το κόσκινο του σχολικού προγράμματος. Χωρίς εμπνευσμένους καθηγητές, η αμεσότητα της επαφής με την ποίησή του χάνεται στις σελίδες του σχολικού βιβλίου, μέσα στις πεζές επεξηγήσεις για το τι ακριβώς εννοούσε ο ποιητής και από ποια αισθήματα δοκιμαζόταν. Εκεί η ποίηση χάνεται οριστικά, γιατί οι καλύτεροι στίχοι του ποιητή απλώνονται στο χειρουργικό τραπέζι της λογοτεχνικής ανάλυσης, με αποτέλεσμα να ακρωτηριάζονται βάρβαρα και αλύπητα.
(...) Από την άλλη, η θέση ενός ξενόγλωσσου αναγνώστη διαγράφεται προνομιακή: Δεν εξαναγκάζεται να θαυμάζει τον ποιητή μόνο και μόνο χάρη στο βάρος του ονόματός του, δεν δέχεται τις "παρεμβολές" του σχολείου, αλλά αφήνεται ήσυχος να ορίσει μόνος του τη θέση και την αξία του ποιητή.
Ο Γιάννης Ρίτσος ίσως είναι ο πιο γνωστός στη Ρωσία σύγχρονος Ελληνας ποιητής.
Ο πολυδιάστατος Ρίτσος δεν έμεινε «κλεισμένος» μέσα στις σελίδες των ανθολογιών του. Ο ποιητής διαβάζεται, απαγγέλλεται, παίζεται, τραγουδιέται σε όλα τα μήκη και πλάτη της ρωσικής επικράτειας - από ανθρώπους που έχουν άμεση σχέση με τα ελληνικά γράμματα και από ανθρώπους που σταμάτησαν τη γνωριμία με τον ελληνικό κόσμο στην πέμπτη δημοτικού, όπου μελετάται η σχολική αρχαία ιστορία. Πώς έφτανε και πώς φτάνει ο Ρίτσος σε Ρώσους αναγνώστες;
Είναι μάλλον απλοϊκό να ισχυρίζεται κανείς ότι οι αριστερές πεποιθήσεις και η ευνόητη εύνοια των σοβιετικών εκδοτικών αρχών έδωσαν στον Ρίτσο το προβάδισμα έναντι άλλων (...). Γιατί δεν έτυχαν της ίδιας μοίρας άλλοι μεγάλοι ποιητές, όπως, για παράδειγμα, ο Οδυσσέας Ελύτης;
Το γεγονός ότι ο Γιάννης Ρίτσος ήταν κομμουνιστής, ότι βασανίστηκε και δοκιμάστηκε, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής λόγος, ώστε κάποιοι να δηλώνουν, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του και στην άλλη άκρη της Γης, ότι ο ποιητής "είναι λόγος ύπαρξής τους"!
Ισως το μυστικό βρίσκεται αλλού. Ο Αλέξανδρος Μπλοκ «άκουγε» τη Μούσα του, ο Οσιπ Μάντελσταμ την «έβλεπε». Ο Γιάννης Ρίτσος τη «βίωνε» ο ίδιος, αλλά τη γνώριζε γενναιόδωρα και στους ανά την υφήλιο αναγνώστες του, καταφέρνοντας να φέρει το θείο, το ουράνιο, δίπλα στην καθημερινότητα.
(...) Στην αφίσα του μοσχοβίτικου θεάτρου "Εργαστήρι-69", για τη θεατρική σεζόν Ιανουάριος - Ιούνιος 2005, ανάμεσα στα ονόματα των αγαπημένων Ρώσων κλασικών, Πούσκιν, Λέρμοντοφ, Τσέχοφ, Ζόσενκο, Μπλοκ, Γκόγκολ, Γκόρκι, ο μοναδικός ξένος είναι ο Γιάννης Ρίτσος, με τον "Φιλοκτήτη", την "Ισμήνη" και τον "Αγαμέμνονά" του.
Ο Γιάννης Ρίτσος, σε μεταφράσεις των ποιητών Μορίς Βακσμάχερ, Γιούνα Μόριτς, Δαβίδ Σαμόιλοφ και της Σόνια Ιλίνσκαγια έγινε πλέον κλασικός για τον απαιτητικό Ρώσο αναγνώστη. Τα θέατρα όπου παίζεται ο Γιάννης Ρίτσος είναι κατάμεστα. Κανείς άλλος, μετά τους μεγάλους αρχαίους δραματουργούς και πριν από τον Γιάννη Ρίτσο, δεν "χάρισε" τη φωνή σε ήρωες και θεούς, κανείς πριν απ' αυτόν δεν "αφαίρεσε", δεν "έκλεψε", με τη δεξιοτεχνία του Προμηθέα, το ιερό φως του σύγχρονου ελληνικού πνεύματος και δεν το πρόσφερε τόσο απλόχερα σε όλο τον κόσμο. Κάποιος στον ρωσικό Τύπο ονόμασε τον Γιάννη Ρίτσο "Ομηρο του 20ού αιώνα", τίτλο που κατά καιρούς τον διεκδίκησαν πολλοί. Αλλά, να, που σε διάφορες πόλεις της Ρωσίας διοργανώνονται φεστιβάλ Ρίτσου, στις βιβλιοθήκες γίνονται συγκεντρώσεις φίλων της ελληνικής λογοτεχνίας, όπου παρουσιάζονται θεατρικά του έργα, απαγγέλλονται τα ποιήματά του, οργανώνονται συζητήσεις και φόρουμ αφιερωμένα στο έργο και τη ζωή του.
Στη πόλη Ζαπορόζιε δημιουργήθηκε το θέατρο "La vie", όλη η ζωή του οποίου είναι πλέον συνδεδεμένη με το έργο του Ρίτσου. Το 1992, ένα μικρό θεατρικό εργαστήρι ανεβάζει στη σκηνή του την παράσταση "La vie", που αργότερα δίνει το όνομα στο θέατρο. Η παράσταση βασίζεται σε κύκλο ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου για τον Τρωικό Πόλεμο. Η επιτυχία είναι τόσο ιλιγγιώδης, ώστε η πρεμιέρα της πέμπτης παράστασης του θεάτρου - η "Χρυσόθεμις" του ποιητή - δίνεται στη Μόσχα, στο διάσημο θέατρο "Ταγκάγκα", στο φεστιβάλ που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του φιλόλογου, μεταφραστή και μελετητή του Γιάννη Ρίτσου, Βίκτορ Σοκολιούκ. "Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο φύλακας άγγελός μας!", εξομολογείται ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου, Βίκτορ Ποπόφ:
"Είναι λατρευτική μορφή στο θέατρό μας. Χάρη στον Ρίτσο γίναμε γνωστοί και στις δυο πρωτεύουσες (Μόσχα και Αγία Πετρούπολη). Τα κείμενά του σου επιτρέπουν να ξεφύγεις από την καταθλιπτική πραγματικότητα, προς την πραγματικότητα του υψηλού πνεύματος".
Η ποίηση, όπως και το θέατρο πάντα έπαιζαν, και θέλω να πιστεύω πως συνεχίζουν να παίζουν, τον ρόλο του ψωμιού στη Ρωσία. Εδώ κυριολεκτώ: Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα που οι άνθρωποι επιλέγουν μια ποιητική βραδιά, μια θεατρική παράσταση, από ένα χορτάτο δείπνο. Δεν είναι εύκολο να κατακτήσεις ένα τόσο απαιτητικό κοινό, έτοιμο να απαρνηθεί τα πάντα για ένα ποίημα. Και όχι, επαναλαμβάνω, κοινό αποτελούμενο από κριτικούς ποίησης ή από μέλη της λογοτεχνικής συντεχνίας, αλλά κοινό από "άσχετους", που ως μοναδικό γνώμονα έχουν το δικό τους γούστο και τη δική τους πνευματική ανάγκη. Ο Ρίτσος έγινε "κλασικός Ρώσος", όχι μόνο επειδή μίλησε για τα αιώνια θέματα, αλλά επειδή μίλησε μ' αυτόν τον ξεχωριστό τρόπο.
Η Ρωσία εδώ και καιρό ετοιμάζεται να γιορτάσει τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του ποιητή. Μπορεί να μη γνωρίζουν πώς θα εξελιχθεί η οικονομική και πολιτική κατάσταση μέχρι τότε, αλλά οι πρόβες μιας θεατρικής παράστασης, με την οποία τουλάχιστον ένα από τα θέατρα θα τιμήσει τον μεγάλο Ελληνα και πλέον "Ρώσο κλασικό" Γιάννη Ρίτσο, το 2009, έχουν ήδη ξεκινήσει. Πρόκειται για την παράσταση "Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα".
Το ενδιαφέρον του ρωσικού κοινού για τον Γιάννη Ρίτσο όχι μόνο δεν αδυνατίζει με τα χρόνια, αλλά, αντίθετα, δυναμώνει. Η αιτία πιστεύω είναι ότι με τον Ρίτσο κάθε νέα γενιά Ρώσων ανακαλύπτει τη δική της Αναγέννηση. Δεν είναι μόνο "Ομηρος του 20ού αιώνα" ο Γιάννης Ρίτσος, αλλά και Ερρίκος Σλήμαν. Αν ο Γερμανός αρχαιολόγος έκανε ένα κομμάτι του αρχαίου κόσμου γεγονός της παγκόσμιας Ιστορίας, ο Γιάννης Ρίτσος το ανέδειξε σε γεγονός της ανθρώπινης Ιστορίας. Ο Γιάννης Ρίτσος έγινε κλασικός, γιατί ξαναχάρισε στους Ρώσους το μεγαλείο του ελληνικού κόσμου. Η Ρωσία δεν έχει χάσει ποτέ τους δεσμούς της με την αρχαιότητα. Και ιδιαίτερα σε δύσκολους και κρίσιμους καιρούς(...)».
ΤηςΕυγενίας ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ**Απόσπασμα από την εισήγηση της κλασικού φιλολόγου, μελετήτριας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και μεταφράστριας έργων μεγάλων Ρώσων πεζογράφων και ποιητών στα Ελληνικά, Ε. Κριτσέφσκαγια, στο Διεθνές Συνέδριο του Μουσείου Μπενάκη, προς τιμήν του Γ. Ρίτσου (2005).
Ο «Ορέστης» του Γ. Ρίτσου
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα της εκτενέστατης μελέτης τού επί πολλά χρόνια πανεπιστημιακού καθηγητή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στην Αγγλία, διευθυντή του θεωρητικού περιοδικού «Θέματα Λογοτεχνίας», Χρίστου Αλεξίου, για τον ποιητικό μονόλογο του Γ. Ρίτσου «Ορέστης» («Τέταρτη Διάσταση»). Η μελέτη περιλήφθηκε στην ύλη του ετήσιου (2007) επιστημονικού Δελτίου του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών «Παράβασις».
***
«(...)Ο "Ορέστης" του Αισχύλου και του Σοφοκλή σκοτώνει τη μάνα του και τον εραστή της για να εκδικηθεί το σκοτωμό του πατέρα του. Αναθρεμμένος από παιδί με τη μητροκτονία ως σκοπό της ζωής του, εκτελεί χωρίς αμφιβολίες και αναστολές μια αποστολή που του επιβάλλεται από τον Απόλλωνα και από τον εθιμικό νόμο που απαιτεί εκδίκηση για το αίμα με άλλο αίμα. Αυτή είναι η μοίρα του και την αποδέχεται χωρίς αντίρρηση. (...)
Ο "Ορέστης" του Ρίτσου σκοτώνει τη μάνα του και τον εραστή της, αλλά δεν το κάνει για να εκδικηθεί, ή γιατί αυτό ορίζεται απ' τη μοίρα του. Στην πράξη του θανάτου φτάνει ύστερα από μια οδυνηρή συνειδησιακή σύγκρουση, από μια βαθύτερη αίσθηση κοινωνικού χρέους. (...). Η σύγκρουση αυτή, που έχει ως κέντρο της την ελευθερία του ατόμου να ορίσει τη μοίρα του και εκφράζει τα βαθύτερα υπαρξιακά και κοινωνικά διλήμματα και προβλήματα του σημερινού και του αιώνιου ανθρώπου, αποτελεί το διαχρονικό περιεχόμενο αυτού του εξαίσιου δραματικού μονόλογου, που παίρνει συγκλονιστικό νόημα, όταν διαβαστεί μέσα στα πλαίσια της ατομικής ιστορίας του ποιητή, της εθνικής και της παγκόσμιας Ιστορίας του καιρού του και της καθολικής Ιστορίας του ανθρώπου που, από τα αρχαιότερα χρόνια ως σήμερα, αντιμετωπίζει το τραγικό δίλημμα του μυθικού Ορέστη.
Στον "Ορέστη" του Ρίτσου (...) αναγνωρίζουμε τον αιώνια αγωνιζόμενο άνθρωπο και τον ίδιο τον ποιητή, που βλέπει, παράλληλα, το πανάρχαιο δράμα των αγώνων και των θυσιών για μια καλύτερη ζωή (...) και οραματίζεται έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος θα ζούσε ελευθερωμένος από αυθαιρεσίες της εξουσίας, ιστορικά χρέη εκδίκησης και κοινωνικούς ανταγωνισμούς.
(...) Ο "Ορέστης" του Ρίτσου, όπως ο ίδιος ο ποιητής, μετέχει στα ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα του καιρού του και είναι κι αυτός δέσμιος ενός κοινωνικού χρέους για το οποίο προετοιμάζεται από καιρό και το οποίο καλείται να εκπληρώσει πέρα και πάνω από τις αμφιβολίες και τις ταλαντεύσεις του. Η δραματική αυτή σύγκρουση διαπερνάει το μονόλογο αυτού του σύγχρονου Ορέστη, με τον οποίο αναγνωρίζουμε να ταυτίζονται, σε κάποιες στιγμές του βίου τους, ο διαχρονικός και ο σύγχρονος άνθρωπος και ο ίδιος ο ποιητής.
Αυτός ο σύγχρονος Ορέστης βλέπει την τραχύτητα των κοινωνικών συγκρούσεων, στις οποίες συμμετέχει ενεργά κι ο ίδιος, και τις αλλότριες δυνάμεις, που ορίζουν ασφυκτικά τη μοίρα του ανθρώπου και τη δική του μοίρα, κι οραματίζεται τη δικαιοσύνη και την ισορροπία του φυσικού κόσμου...
Αυτός ο σύγχρονος Ορέστης, που έζησε την τραγωδία του αιώνα του, τους παγκόσμιους πολέμους, με τα εκατομμύρια των νεκρών και των σακάτηδων και τις απερίγραπτες καταστροφές, την ελπιδοφόρα σοσιαλιστική επανάσταση, το όραμά της για μια νέα αληθινά ανθρώπινη ζωή, τη φασιστική τυραννία, την αντιφασιστική αντίσταση, τον εμφύλιο αλληλοσπαραγμό, τις φυλακές, τις εξορίες και τελικά τη διάψευση του οράματος, καταθέτει το πολύ οδυνηρό για τη γενιά του:
"Θυσίες, λέει, και ηρωισμοί, - ποια η αλλαγή; Χρόνια και χρόνια. Ισως
νάρθαμε
για τούτες τις ανακαλύψεις του μεγάλου θαύματος
που πια δεν έχει μικρό και μεγάλο μήτε φόνο κι αμάρτημα".
(...) Ο Ορέστης κατανοεί μέσα στη φυσική α- σκοπιμότητα της ανθρώπινης δράσης, την κοινωνική σκοπιμότητα του χρέους, μέσα στο οποίο βρίσκεται από τη μοίρα του εγκλωβισμένος, υπερβαίνει τους δισταγμούς και τις ταλαντεύσεις του, περνάει την κλειστή, από τη συνειδησιακή του πάλη, πόρτα της δράσης και αποφασίζει να σκοτώσει τη μάνα του και τον σφετεριστή του θρόνου του πατέρα του. Στην πράξη του αυτή, ωστόσο, δεν οδηγείται από το μίσος, ή από το πάθος για εκδίκηση, αλλά από τη γνώση πως ο θάνατος των σφετεριστών της ζωής των άλλων αποτελεί μια αναγκαία πράξη για ν' αλλάξει αυτός ο κόσμος της αδικίας, της βίας, της ψευτιάς, της υποκρισίας, των κοινωνικών διαταραχών, των αιματηρών πολέμων και των εμφύλιων αλληλοσπαραγμών και ν' ανέβει η ζωή. Το δραματικό, εσωτερικό αγώνα του, να πειθαναγκάσει τον εαυτό του να δεχτεί την κοινωνική αναγκαιότητα μιας πράξης που βαθιά αποστρέφεται και να θυσιάσει τα ατομικά αισθήματά του στον συλλογικό αγώνα που επιβάλλει η ιστορική στιγμή "για ν' ανασάνει (αν γίνεται) τούτος ο τόπος":
"Κι αυτήν διαλέγω ο άπιστος εγώ (δε με διαλέγουν άλλοι),
γνωρίζοντας όμως εγώ. Διαλέγω
τη γνώση και την πράξη του θανάτου που τη ζωή ανεβάζει. (...)"
Ο "Ορέστης" είναι ένα βαθυστόχαστο ποίημα με πολλαπλά ερωτήματα και μηνύματα κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά, συνειδησιακά, ψυχολογικά, υπαρξιακά, αισθητικά. Είναι ένα πολύεδρο ποιητικό μπριλάντι που προκαλεί διαφορετικές αναγνώσεις, οι οποίες μπορεί να προσθέτουν στην πολυεδρική προσέγγισή του.
Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, στο θαυμάσιο μελέτημά του, «Γιάννη Ρίτσου: "Ορέστης"», γράφει:
"(...) Πλάι στο βασικό πρόβλημα του Ορέστη, που είναι από τα πιο καίρια, όχι μόνο μιας εποχής, μα ολόκληρης της ιστορίας, σπειρούνται ένα πλήθος αλήθειες και σκιρτήματα της συνείδησης φτιάχνοντας ένα κολοσσιαίο πολύεδρο. (...) Ποιο είναι το πρόβλημα που απασχολεί τον ποιητή; Η εσώτατη και ύστατη ανθρώπινη ελευθερία. Ως ποιο σημείο ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, κι απέναντι στον εαυτό του (βιολογική κληρονομική δομή) κι απέναντι στις κοινωνικές επιταγές; Σε τι συνίσταται η ελευθερία του; Στο να είναι αυτός που είναι ή στο να προσπαθεί ν' αλλάξει τον εαυτό του; Στο να δέχεται τον αντικειμενικό κόσμο στην τύχη ή να διαλέγει τι θα δεχτεί; Τα ερωτήματα θα μπορούσαν να σχηματίσουν ένα μακροσκελέστατο κατάλογο με κατακλείδα: μήπως η μεγαλύτερη ελευθερία είναι να θυσιάσεις την ελευθερία σου για χάρη κάποιου σκοπού;
Βαθύτατη κραυγή του ανθρώπου να ζήσει ολάκερος, δίχως δεσμεύσεις, δίχως καταναγκασμούς, να ζήσει σαν ένα πρώτο, ή έσχατο ον, πάνω στη γη.
(...) Κι ο Ορέστης του Ρίτσου, όπως και κάθε μεγάλου τραγωδού, απ' το να βουλιάξει στην όποια απρόσωπη ευδαιμονία τού είναι, προτιμάει ν' αποκτήσει, έστω και θυσιασμένο, ένα ιστορικό πρόσωπο".
Κατά τη δική μου ανάγνωση, ο Ρίτσος, έχοντας φτάσει στην ύστατη γνώση της ζωής, ύστερα από χρόνια επίμονης και οδυνηρής πάλης με το θάνατο, βιολογικό και κοινωνικό, και με όλες τις μορφές της καταπίεσης, της αδικίας και της αναλγησίας, συμμετέχοντας ενεργά στο επαναστατικό κίνημα της εποχής του, κι έχοντας φτάσει στο αποκορύφωμα της ποιητικής του ωριμότητας, επιχειρεί, με τα έργα της "Τέταρτης Διάστασης", ν' ανιχνεύσει, να κατανοήσει και ν' απεικονίσει ποιητικά το περίπλοκο και πολυδιάστατο ατομικά, κοινωνικό και υπαρξιακό δράμα της ανθρώπινης ζωής. Στο καθένα από τα έργα αυτά, μέσα από διάφορα πρόσωπα ή προσωπεία, και μέσα από διάφορα σύμβολα, ο ποιητής θέτει, ερευνά και συζητάει ένα θεμελιακό κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό, ψυχολογικό ή φιλοσοφικό πρόβλημα, που απασχολεί τον εαυτό του και τον κόσμο.(...) Σε όλα αυτά τα έργα κινείται ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα: το ατομικό και το γενικό, το καθημερινό και το αιώνιο, το πολιτικό και το ιστορικό, το κοινωνικό και το υπαρξιακό, το ρεαλιστικό και το φανταστικό και σε όλα ξεπερνάει το ατομικό και ιστορικό βίωμα και αγγίζει την ανθρώπινη μοίρα.
Το πρόβλημα που θέτει στον "Ορέστη", αναφέρθηκε ήδη ως βασικό πρόβλημα "Εσώτατης και ύστατης ανθρώπινης ελευθερίας" στην τραγική σύγκρουση ανάμεσα στη συνείδηση του κοινωνικού χρέους και στην ατομική αίσθηση του κόσμου.
Σ' αυτό το συνειδησιακό πολύεδρο του "Ορέστη" αποτυπώνονται τα άπειρα ατομικά, κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά, ιδεολογικά, ψυχολογικά και υπαρξιακά βιώματα, ερωτήματα και διλήμματα, του ποιητή και του καθολικού και αιώνιου ανθρώπου.
Ο Ρίτσος υπάρχει βέβαια στον Ορέστη, αλλά ο Ορέστης δεν είναι μόνο ο Ρίτσος, είναι αξεχώριστα μ' αυτόν και ο καθολικός άνθρωπος. Η ποίηση του Ρίτσου περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο ίδιος έχει πει πως "κάθε αληθινή ποίηση είναι βιωματική". Αλλά με την ποίησή του, μέσα και από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιέχει, βιογραφεί τον αιώνα του και, διαχρονικά, τον καθολικό άνθρωπο, γιατί τα βιώματα ενός μεγάλου ποιητή, και μάλιστα ενός ποιητή που συμμετέχει ενεργά στα δρώμενα της εποχής του, απηχούν τα βιώματα του καθολικού ανθρώπου.
Ο Ορέστης του Ρίτσου αισθάνεται οδυνηρά διχασμένος και ταλαντευόμενος. Με την ιστορική του όραση, από την άλλη, βλέπει το πανάρχαιο, αιματηρό δράμα της ανθρώπινης εξέλιξης, μέσα στο οποίο υπάρχουν σφετεριστές, και φόνος, και αμάρτημα, συνακόλουθα και η αναγκαιότητα μιας άλλης δικαιοσύνης, που απαιτεί το θάνατο των σφετεριστών και των φονιάδων που εμποδίζουν την ανθρώπινη πρόοδο. Με αυτή την τρομερή γνώση, ο Ορέστης του Ρίτσου ξεπερνάει τους δισταγμούς του και διαλέγει τελικά την πράξη του θανάτου των σφετεριστών για να προχωρήσει η ζωή. Αλλά στον Πυλάδη, τον αχώριστο φίλο που τον συνοδεύει κι αποτελεί το άλλο του εγώ, εξομολογείται τη δυστυχία του γι' αυτή την πράξη και την αποστροφή του για τη βία, το θάνατο, το μίσος, την εκδίκηση. Σ' αυτή του την αποστροφή διακρίνουμε τη βαθύτερη λαχτάρα του για έναν κόσμο όπου θα βασιλεύουν η "κατανόηση και η τρυφερή επιείκεια για όλους και για όλα", ο σεβασμός στη ζωή, η ανεκτικότητα, η ελευθερία της ατομικής βούλησης, και "μια δικαιοσύνη, μια ισορροπία αυθύπαρκτη που μας περιλαμβάνει στην τάξη των σπόρων και των άστρων"».
ΤουΧρίστου ΑΛΕΞΙΟΥ
«Ποιητικά μανιφέστα στην πορεία του χρόνου»
Η Σόνια Ιλίσνκαγια, συγγραφέας πρωτότυπων μελετών για τους μεγάλους «δεσμούς» μεταξύ ελληνικής και ρωσικής ποίησης κατά το 19ο και 20ό αιώνα, σήμερα ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, δίδαξε σ' αυτό για πολλά χρόνια την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, όπως και άλλων μεγάλων ποιητών μας. Στην πατρίδα της, επί Σοβιετικής Ενωσης, μετέφρασε και εξέδωσε ανθολογίες ποιημάτων του Ρίτσου, ενώ ήταν η επιμελήτρια κι άλλων εκδόσεων με ποίησή του, μεταφρασμένη από Ρώσους ποιητές. Την ποίηση του Ρίτσου δίδαξε και στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ, στα πλαίσια του γενικού μαθήματος «Μεταπολεμική Ποίηση στην Ελλάδα», ενώ το 1986, στη Μόσχα, εκδόθηκε η αμετάφραστη στα ελληνικά μελέτη της «ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - Η ζωή και το έργο του».
Το κείμενο που παραθέτουμε είναι απόσπασμα από την εισήγησή της στο Διεθνές Συνέδριο που οργάνωσε, το 2005, το Μουσείο Μπενάκη, προς τιμήν του Γ. Ρίτσου.
***
«Πριν από τριάντα και πλέον χρόνια, στα μέσα της δικτατορίας, ετοιμάζοντας για έκδοση στη Μόσχα μια συγκεντρωτική συλλογή ποιημάτων του Ρίτσου, είχα δώσει στην εισαγωγή μου έναν τίτλο που δεν διεκδικούσε πρωτοτυπία, αλλά κάποια μορφή αντιλόγου: "Η Ελλάδα του Γιάννη Ρίτσου".
Ελεγα στην εισαγωγή μου ότι στην ποίηση του Ρίτσου οι αναγνώστες βρίσκουν πολύτιμη ενόραση και καλλιτεχνική ενσάρκωση ουσιαστικών γνωρισμάτων της εποχής, της ψυχικής της δομής και της ηθικής της εμπειρίας, το νόημα του δρόμου που ακολούθησαν και των αναζητήσεών τους στην πορεία, και διευκολύνονται έτσι να διεισδύσουν στις αφετηρίες της διαίσθησης και των αυθόρμητων αντιδράσεών τους. Παρακινημένος και από το πνεύμα των καιρών, ο Ρίτσος ασκήθηκε με ιδιαίτερη προσήλωση στην αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων της επικαιρότητας, ανιχνεύοντας έτσι τις πολύπτυχες συνέπειές της για το παρόν και για τα "προσερχόμενα". Λειτούργησε ως ποιητής με ιδιαίτερα οξυμένο ιστορικό αισθητήριο.
(...) Αναλογιζόμενοι τώρα τους θυελλώδεις καιρούς στους οποίους έζησε και αποτύπωσε στο έργο του, επόμενο είναι να αναζητήσουμε τις αμετάβλητες σταθερές και τις χαρακτηριστικές μεταβολές στις καλλιτεχνικές απόψεις και προτιμήσεις του. Οδηγός μας τα ποιήματα που είτε κυριολεκτικά είτε συμβατικά μπορούν να προσλαμβάνονται ως ποιητικές διακηρύξεις ή εκμυστηρεύσεις του.
Ηδη στις δύο πρώτες συλλογές η ρομαντική ανάταση ενός μεγάλου κοινωνικού οράματος, η κοσμογονική εικονοπλαστική πνοή και έπαρση ενός νέου ακόμα δημιουργού, που συνειδητοποιεί τη δύναμή του, συνυπάρχουν με μια ανανεωμένη αντίληψη για την ποίηση - καθρέφτη:
"κι είμαι ο καθρέφτης που ο λαός τη μορφή του θωρεί
δίχως φτιασίδια, και κρίνεται αυτός που με κρίνει".
(«Επίλογος», «Τρακτέρ», Ποιήματα Α', σ. 60)
Η δυναμική αυτή αντίληψη στοχεύει, πρώτον, σε αντικειμενικό, δίχως φτιασίδια, αντικατοπτρισμό. δεύτερον, στην κοινωνική εμβέλεια και την κριτική οξυδέρκεια ενόρασης. και, τρίτον, στην αμφίδρομη σχέση με τον κόσμο, στη βάση μιας κοινής ευθύνης γι' αυτόν.
Πρόκειται για μια τοποθέτηση που στην ουσία της θα διατηρηθεί αμετάκλητη. Επιδέχεται όμως κάποιες τροποποιήσεις που θα έρχονται με τα γυρίσματα των καιρών και τις εξελίξεις στο ποιητικό εργαστήρι. Ηδη στις "Πυραμίδες" (1935), στον καταληκτήριο διαλογικό κύκλο "Πόλεμος", η πρωτοπρόσωπη κατάθεση δεν ανήκει στον ποιητή, αλλά σε δύο πρωταγωνιστές, μάνα και γιο. Αυτήν τη γραμμή θα ακολουθήσει σε λίγο ο "Επιτάφιος" (1936), προαγγέλλοντας τους μελλοντικούς δραματικούς μονολόγους και κομίζοντας την πρώτη γεύση της λογοτεχνίας - ντοκουμέντου. Προς το τέλος αυτής της πλούσιας σε μεταλλαγές δεκαετίας του 1930, μέσα από χειμαρρώδεις (σε ελεύθερο πια στίχο) λυρικές συνθέσεις, προκύπτει ο σεμνός αλλά σημαδιακός κύκλος "Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου" (1938-1941).
(...) Επειτα από πέντε χρόνια, όπου χώρεσαν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή και η Αντίσταση στην Ελλάδα, ανοίγοντας τον κύκλο "Παρενθέσεις" με το ποίημα "Το νόημα της απλότητας", ο Ρίτσος επιβεβαιώνει και τονίζει την εμμονή του στην επικοινωνία με τον κόσμο:
"Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση".
Οι ιστορικές περιστάσεις θα επιβάλουν σε λίγο την "αναγκαιότητα" άλλης τονικής κλίμακας. Τη συμβολική πυροδότηση της "Τελευταίας π. Α. εκατονταετίας" (1942), τον ιστορικό στοχασμό και τον απολογισμό της πρόσφατης κατακλυσμιαίας εθνικής εμπειρίας με τη διερεύνηση των πολιτισμικών δομών του ελληνισμού στα λυρικά έπη "Ρωμιοσύνη" και "Η Κυρά των Αμπελιών" (1945-47), θα διαδεχθούν έργα που υπαγορεύονται, όπως θα ομολογήσει αργότερα ο Ρίτσος, από "την ανάγκη να φωνάξεις για ν' ακουστείς, να συμμετάσχεις, να συνδράμεις, να παρηγορήσεις, να παρηγορηθείς (...)". Με τέτοιο απόλυτο τρόπο η ανάγκη αυτή μπαίνει και ριζώνει σε ένα μέρος του έργου του την περίοδο του εμφύλιου σπαραγμού, παραμερίζοντας "όλες του τις αισθητικές επιφυλάξεις".
Εχει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε, λ.χ., πώς ενορχηστρώνεται το ίδιο επί της ουσίας ποιητικό αίτημα εκφραστικής σαφήνειας στην κατοχική "Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής" (1942): "Μάθαμε πια να διαβάζουμε
και να γράφουμε ακόμη με λιγότερα αποσιωπητικά ή και καθόλου"
και στο εμφυλιακό "Καπνισμένο τσουκάλι" (1949):
"Και να αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα - δεν χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σ' όλες τις καρδιές,
σ' όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη,
(...)
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο"
(Ποιήματα Β').
Με την πρόθεση πειστικής αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας για τη δεκαετία του 1940, μετά το "Καπνισμένο τσουκάλι", γράφεται το μακρύ επικολυρικό χρονικό "Οι γειτονιές του κόσμου" (1949-1951). Η μαχητική του διάθεση δηλώνεται ήδη στο μότο, όπου ορίζεται το χρέος της ποίησης να είναι "ένας οδηγός μάχης", "ένα όπλο", "μια σημαία στα χέρια της Ελευθερίας". Παράλληλα, όμως, αρχίζουν να γράφονται οι μικρές "Ασκήσεις" που πιάνουν το νήμα των "Σημειώσεων" και των "Παρενθέσεων", και η μικρογραφία "Οχι πολιτική" τελειώνει με ένα δίστιχο που ηχεί σαν εξομολόγηση και σαν απάντηση στις προβλεπόμενες επικρίσεις:
"γιατί όποιος λέει πως αγαπάει ό,τι αγαπάει, δεν κάνει κήρυγμα, λέει μονάχα εκείνο που δε θα μπορούσε να μην πει".
(«Ασκήσεις», Ποιήματα Γ', σ. 339)
Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, με πολύ προχωρημένο πια ώριμο έργο και με απόλυτη επίγνωση των δύο "αναγκαιοτήτων" που το επηρεάζουν, θα παραδεχθεί πως, παρά τις αισθητικές του ενστάσεις, θα γράφει ποιήματα που δεν ξεπερνούν τα "επείγοντα πλαίσια της δοσμένης στιγμής", γιατί θα του είναι "πάλι προσωπικά και γενικά αναγκαίο". Θα εννοεί την υπαγόρευση του κοινωνικού χρέους και του δικαίου, την άμεση παρορμητική ανταπόκριση της άγρυπνης ευαισθησίας του.
Μιλώντας στη γνωστή επιστολή του προς την Χρύσα Προκοπάκη το Μάη του 1972 για τις δύο αναγκαιότητες που επηρεάζουν τη δημιουργία του, εννοούσε τη "μοιρασιά" του "ανάμεσα στο τώρα και στο πάντα" και η δεύτερη αναγκαιότητα ήταν η "μυθική", ας την πούμε και αρχετυπική, πραγματικότητα που... ξεπερνάει τα "επείγοντα πλαίσια της δοσμένης στιγμής" και προς τα εμπρός (μέλλον) και προς τα πίσω (παρελθόν).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 η δεύτερη "αναγκαιότητα" κερδίζει στο έργο του Ρίτσου αναμφισβήτητο προβάδισμα.
Δύο επιστεγαστικοί τίτλοι, "Μαρτυρίες" και "Τέταρτη διάσταση", σηματοδοτούν τις δύο παράλληλες κατευθύνσεις - των μικρών επιγραμματικών και των μεγάλων διαχυτικών δραματικών μορφών, που θα συμπορεύονται. Παρά τη χτυπητή διαφορά, έχουν ένα θεμελιώδες κοινό στοιχείο: σε τελευταία ανάλυση, καταγράφουν το καθημερινό από την παν-χρονική, πανανθρώπινη οπτική γωνία. Στις " Μαρτυρίες" - το τονίζει και ο τίτλος - η έμφαση δίνεται στην απολύτως αντικειμενική κατάθεση.
(...) Αργότερα, στον "Τειρεσία" (με χρονολογία 1964-1971), το μήνυμα συμπυκνώνεται σε λίγες λέξεις: "να βλέπουμε το μέσα κι όξω, και το μάτι μας που βλέπει". Αυτή η αυξημένη εποπτεία - απέξω και από μέσα - θα βρει ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος στους μονολόγους της "Τέταρτης διάστασης".
Ο "Τειρεσίας" δεν μπήκε στην "Τέταρτη διάσταση". Πιστεύω πως έμεινε έξω και λόγω της δομικής ιδιομορφίας του, και επειδή φορτίστηκε με ξεχωριστό βάρος φιλοσοφίας ζωής και τέχνης. Οι μονόλογοι που προηγήθηκαν και μπήκαν στον κανόνα του κύκλου αποτέλεσαν σημαντική προεργασία. Ανέδειξαν τη στοχαστική βίωση της εμπειρίας του ατόμου, αντιμέτωπου με το δίδυμο ζωή - θάνατος, το χρόνο, την ιστορία.
Αν είναι να μιλήσουμε για κατεξοχήν ποιητικά μανιφέστα της ωριμότητας, δεν μπορούμε να μην ξεχωρίσουμε τον "Τειρεσία" και "Το τερατώδες αριστούργημα". Στον "Τειρεσία" ο κυρίαρχος φιλοσοφικός, οντολογικός προβληματισμός αφορά και τις θεμελιώδεις αρχές της τέχνης: ανιχνεύει τα όρια της γνώσης και το περιεχόμενο της έννοιας "αλήθεια" (...) υπαρκτή ως στόχος της επίμονης αναζήτησης, που τροφοδοτείται από κοινωνικά και ηθικά κίνητρα. Πρόκειται για μεγάλο κερδισμένο μέσα στις δοκιμασίες επίτευγμα - όχι μόνο του Ρίτσου, αλλά, γενικότερα, της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης σ' εκείνη τη φάση. Η ιδέα της πολλαπλότητας του όποιου φαινομένου ζωής υποστηρίζεται στο ποίημα και με την οκτάμορφη υπόσταση του Τειρεσία.
"Δεν μπορούσαμε/ να μην είμαστε λεύτεροι", λένε οι γέροντες του "Τειρεσία", ανάγοντας την ελευθερία σε ανώτερη αξία και ηθική προσταγή που χρωματίζεται στα συμφραζόμενα του έργου και όλης της ώριμης ποίησης του Ρίτσου με ηρωική στωικότητα.
"Αχ, όλα στου γκρεμνού τα χείλια πρέπει να τα παίξεις
ώσπου να βρεις τ' ακέριο πρόσωπό σου, ώσπου να πράξεις
Εκείνο που 'σαι συ κι άλλος κανένας, - πλούτισμα του κόσμου".
(Ποιήματα Δ', σ. 426)
Στο "Τερατώδες αριστούργημα" (1977), ποίημα - ποταμό, που συμπαρασέρνει στη συνειρμική ροή του πλήθος από αυτοβιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία του δημιουργού, αναγκαστικά θα σταθούμε μόνο σ' εκείνα που δηλώνουν την άποψή του για κάποια ριζοσπαστικά ανοίγματα της τέχνης του.
"Κάθε φορά τελειώνω", λέει. Ποτέ δεν τελειώνει, διαβάζουμε στο ποίημα "Συνεχίζουμε" του "Θυρωρείου". Και ο Ρίτσος, πράγματι, συνεχίζει - στις πολλαπλές αναγνώσεις μας, στην ολόφρεσκη επικοινωνία του με το δικό μας σήμερα, και σε πάρα πολλές περιστάσεις του βίου μας εξακολουθεί και, πιστεύω, θα εξακολουθεί να μας προσφέρει την ανταπόκρισή του στα δικά μας ζητούμενα».
ΤηςΣόνια ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ
«Μ' ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους που δε σηκώνει τ' άδικο»
Στο έργο «Πέρα απ' τον ίσκιο των κυπαρισσιών» με μάρτυρα το φεγγάρι ένα παιδί φεύγει, «πάει να βρει άλλη μάνα». Λίγα χρόνια αργότερα, στα «Μακρονησιώτικα», με μάρτυρα πάντα το φεγγάρι, στο βράχο φτάνουν κάτι άρβυλα. Ο ποιητής τ' αναγνωρίζει και σηκώνει φωνή στο «κυρ φεγγάρι» που είχε το θράσος να θέλει να βάλει τα λιγνά τα πόδια του εκεί μέσα. Αντε σύρε να πουλήσεις σταυρουλάκια, του λέει. Κι αρχίζει τον ύμνο σε «Ετούτα τ' άρβυλα τα μπαλωμένα, τα χοντροφτιαγμένα, δεν είναι, κυρ φεγγάρι μου, για τα λιγνά σου πόδια. Ετούτα τ' άρβυλα περπάτησαν τον πόνο, περπάτησαν το θάνατο, μπαρμπα - φεγγάρι, χίλιες φορές το θάνατο δίχως ποτέ τους να σκοντάψουν».
Ξανά πίσω στο «Πέρα απ' τον ίσκιο των κυπαρισσιών», «μια γερόντισσα γράφει στον τοίχο... Καλό σημάδι... Ως κι οι γερόντοι πήραν φωτιά», μονολογεί ο Λευτέρης.
Γυρνάν και ξαναγυρνάν, μαζί με το φεγγάρι, ετούτοι οι γερόντοι εκεί στην πέτρα στη Μακρόνησο. Ωσπου βρίσκουν τη θέση τους στο ποίημα:
«Κάθε τόσο μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι απ' το Μοριά, απ' τη Ρούμελη. Και πιο πάνω απ' τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία. Λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μ' άσπρα μουστάκια και φλοκάτες. Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι. Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου. Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων. Μιλάνε λίγο, δεν μιλάνε καθόλου, ωστόσο πότε πότε το βλέπεις, που 'χουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια. Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ' το χώμα. Και τηράνε πίσω απ' τους ώμους μας. Οταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες. Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι. Οταν ο ουρανός κατεβαίνει απ' τα βράχια. Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ' το συρματόπλεγμα, τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις-τρεις, πέντε-πέντε, σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού.
Και τότες πια δεν ξέρεις - έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς αξούριστοι, άλαλοι, δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους, αν είναι ν' ανάψουν το τσιγάρο τους ή αν είναι ν' ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.
Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε. Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί. Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.
Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη, ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη, κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους που δε σηκώνει τ' άδικο. Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο, στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα, σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας, με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.
Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας, κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη, σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους, σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων, σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή, εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ' τ' αστροπελέκι».
Είναι οι ίδιοι γερόντοι που τους έχουμε ξαναβρεί να μαθαίνουν σα παιδιά πως «όσο μαθαίνεις ξαστερώνει η ψυχή σου». Να μαθαίνουν απ' τα παιδιά πως «δε κάνει να πέφτει κάτω η σημαία». Και να μαθαίνουμε μαζί τους πως όσα έλεγε η μάνα του Τούση, τα 'λεγε κι η μάνα του Πέτρου που ήτανε και μάνα του Λευτέρη - Σωτήρη και που έγινε η ίδια Λευτεριά όταν της είπε για τη λαβωματιά του «σώπα μάνα, δεν είναι τίποτις, μια μικρή τρυπίτσα ίσα ίσα που χωράει να φύγει η ψυχή».
Με τέτοιο υλικό κάνει ποίηση ο Ρίτσος. Κάνει, γιατί κει πάνω στην πέτρα ζει, τώρα ζει και χτες ζει, μιλά σε πρώτο πρόσωπο πάντα κι ας το 'κανε στον πληθυντικό (άλλο κακό μάθημα για τα παιδιά να βλέπουν μέσα απ' τον ποιητή πάντα το εγώ μέσα στο εμείς). Αντιπαθούσε τον αόριστο γιατί είναι στάσιμος. Δεν είναι η ζωή έτσι, μας είπε κάποτε.
Κι επειδή ήξερε τι θα τραβήξει απ' τους κατοπινούς φρόντισε έγκαιρα να γράψει:
«Μεγάλος και τρανός, σου λένε, τέκνο του θεού (...) κ ένα σωρό δασκάλους από πάνω.- (...) και το πιο σπουδαίο απ' όλα, ο γιος του Ερμή, ο Αρπάλυκος (...) του 'μαθε για καλά την τέχνη των Αργείων: την τρικλοποδιά.- με τούτην κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη, και στα Γράμματα ακόμα.
Ομως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο θέληση κ επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου δεν νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος. Κι αν αδέξιοι μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν κάτω απ' τη μύτη των φρουρών και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας. Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες. - πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι - πιότερα ο Θουκυδίκης ο στεγνός θα σας πει, απ' τον περίτεχνο τον Ξενοφώντα» (Λέρος, 23 Μάρτη του '68, «Επαναλήψεις»).
Ετσι έγραφε και μαρτυρούσε κιόλας από πού παίρνει το υλικό του. Μακρόνησος, Γυάρος, Λέρος έρχονται και ξανάρχονται στο γραπτό του, κι όταν κουβέντιαζε πάλι γι' αυτά μιλούσε, τόσο που διάβαζες μετά άλλα ποιήματα απ' αυτά που διάφοροι ξέρουν να θαυμάζουν ως «λυρικά» και μη κομματικά, δήθεν, κι εσύ επειδή έχεις δει την πέτρα της Μακρόνησος και τον έχεις ακούσει να μιλά, γι' αυτό ξέρεις πως και στα λυρικά πάλι για τη Μακρόνησο μιλά.
Εντέλει, ο Ρίτσος αναδεικνύεται μια ανυπέρβλητη δυσκολία. Τα λέει όλα τόσο μόνος του που όταν πιάσεις να τον αναλύσεις φοβάσαι πως κάτι θα χάσεις, κάτι θα χαλάσεις. Μα, πάλι θες να μιλήσεις γι' αυτό που διάβασες, για το γιατί το έγραψε μ' όλο τον κίνδυνο ν' αποδίδεις προθέσεις στον ποιητή που δεν είχε. Να, για παράδειγμα, πώς περνά την έλλειψη και την κάνει αύριο.
«Ο αγέρας του σπιτιού κι ο ίσκιος της μάνας / ήταν δυο γάντια μαλακά, δυο γάντια μάλλινα, / ζεσταίνανε τα χέρια μας - δεν αφήνανε / να πιάσουμε κατάσαρκα τα χέρια των άλλων./
Τώρα τούτα τα γάντια τριφτήκανε - / τα σιάξαμε επιδέσμους να δένουμε τις πληγές των συντρόφων μας».
Και πάνω που πας να δεις πάλι αίμα, συμπληρώνει:
«Τα σιάξαμε πιατόπανα να πλένουμε τα κουταλοπήρουνα και τα καζάνια του συσσίτιου».
Δεν ξεφεύγει μια στιγμή απ' τον κόσμο που βιώνει. Αλλά δες πώς έφερε δυο κόσμους απέναντι για να τους σμίξει.
Δε γράφει για να αποτυπώσει συναίσθημα. Θέλει να το οργανώσει.
«Τα χέρια μας χιλιάδες φορές τρίφτηκαν στο αξούριστο σαγόνι του αγέρα».
Οποιος έχει πάει στη Μακρόνησο ξέρει πώς ξουρίζει ο αγέρας. Αλλά τα χέρια που μείνανε γυμνά, «χιλιάδες φορές γαντζώθηκαν στο συρματόπλεγμα. Χιλιάδες φορές άγγιξαν τα παγωμένα κάγκελα του θανάτου». Δεν αφήνει περιθώρια για λυρισμούς ο ποιητής. Οργανώνει. Και το κάνει φόρα παρτίδα απ' τους πρώτους στίχους:
«Τα χέρια μας ροζιασμένα απ' την αξίνα, απ' την πέτρα, απ' το πάλεμα». Κι έτσι φορτωμένα (ροζιασμένα) συνεχίζει: «Απ' το πολύ σφίξιμο παλάμη με παλάμη, Πιάνουν τώρα πιο σίγουρα τα πράματα».
Πόσο πιο καθαρά να πεις του παιδιού σου τι σημαίνει «παλάμη με παλάμη»;
Ωστε να ξέρει τι συμβαίνει όταν έρχονται τούτες οι ώρες που «σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου» καταπώς σημαίνει «παλάμη με παλάμη». Πάνου στην πέτρα, ξύρισμα κόντρα με τον αγέρα, ο Ρίτσος θέλει να μιλήσει για συγκεκριμένα χέρια. Πριν τα ονομάσει τα δείχνει: «Ανεβοκατεβάσανε μύριες φορές το σιδερένιο κόκκορα του θυμού». Θα μπορούσε να πει μόνο «πυροβόλησαν». Οχι. Είναι του θυμού ο σιδερένιος κόκορας. Κι αυτά τα χέρια είναι ταϊσμένα με υπομονή. Να η πανταχού παρούσα αντίθεση: Θυμός - Υπομονή. Τίποτα ξένο. Οργανώνει ο Ρίτσος και δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, για όποιον εξακολουθεί να βλέπει έμπνευση και λυρισμό. «Κόψαν και ξανακόψαν μ' ένα σουγιά το καρβέλι της υπομονής» γράφει για τα χέρια που ανεβοκατεβάσανε μύριες φορές το σιδερένιο κόκορα του θυμού. Είναι χέρια γυμνά έτσι που «όταν σηκώνουν τους κουβάδες το θαλασσινό νερό ίσα στον ανήφορο» εσύ μαθαίνεις πως «το αύριο κι ο ήλιος κ η θάλασσα είναι του χεριού τους, ξέρεις πως το χοντρό τσουβάλι με τις πέτρες γίνεται ανάλαφρο στα χέρια τους, γιατί πάντοτε πιότερο απ' το μισό βάρος το σηκώνει η Λευτεριά».
Και έτσι σε στέλνει ξανά πίσω στο '45, τότε που η θεία Καλή στο «πέρα απ' τον ίσκιο των κυπαρισσιών» έγινε Λευτεριά. Κι έχεις μια συνέχεια που ποτέ δεν έπαψε στον Ρίτσο.
Γυμνά χέρια: «Μέσα στη φούχτα τους εσβήστηκε η γραμμή της Τύχης / στη φούχτα τους κρατάνε την τύχη του κόσμου. Είναι τα χέρια των κομμουνιστών». Να, κάτι τέτοια γράφει και δεν του συγχωράνε ακόμα ότι έγινε προδότης της τάξης του. Ευτυχώς.
Θ.
Θύμησες, πράγματα, λόγια
(Γιάννης Ρίτσος, «Ισως να 'ναι κι έτσι», εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»)
Πού θα πάει αυτό το πράμα; γράφεις, γράφεις και τελειωμό δεν έχεις. Καλά το λένε κάποιοι κάποιοι, λογοδιάρροια σ' έχει πιάσει. Και τι 'ναι τούτα που μας ξεφουρνίζεις; παιδιακίστικα καμώματα, ξαναμωράματα. Γεια στο στόμα του κυρ Κυπαρίσση, «ο παλιμπαιδισμός είναι σύνηθες φαινόμενον των αρτηριοσκληρυντικών γερόντων». Λες να 'ναι αλήθεια; Ισως να 'ναι κι έτσι. Αφού κι ο Πέτρος είπε «δεν έχεις τίποτ' άλλο να πεις; κατοχή, αντίσταση, πείνα, θάνατοι, εκτελέσεις, θυσίες, ολοκαυτώματα, Καλάβρυτα, Μονοδέντρι, Κοκκινιά, Καισαριανή, Δίστομο, Καλογρέζα, εμφύλιος πόλεμος, Αγγλοι, Αμερικάνοι, εξορίες, φυλακές (τις ξέρεις δα κι ο ίδιος), Μακρόνησος, Λήμνος, Ικαρία, δικτατορίες, Γιάρος, Λέρος, τα ξέχασες, ρε Ιων; και πρέπει να τα θυμόμαστε κάθε στιγμή, να τα θυμίζουμε για να μην ξαναγίνουν. αμ' ετούτη η σημερινή απειλή πυρηνικού παγκόσμιου ολέθρου; μπορούμε να σωπαίνουμε γι' αυτά και να σταυρώνουμε τα χέρια;». Κι είπε ο Αλέκος, κάπως δισταχτικά, αλλά με συμπάθεια «θαρρώ δεν έχεις δίκιο Πέτρο. έχει πολύ μιλήσει ο Ιων και γι' αυτά, στην "Αγρύπνια", στον "Πέτρινο χρόνο", στις "Γειτονιές του κόσμου", στα "Επικαιρικά", στα "Λιανοτράγουδα" και σε τόσα άλλα, κι ας μην ξεχνάμε τα "Τρακτέρ", τις "Πυραμίδες", α, ναι, και τα "Συντροφικά τραγούδια" αλλά προπάντων τον "Επιτάφιο"· βέβαια τώρα τελευταία το 'χει ρίξει κάπως στα αφηρημένα, τα ερωτικά, τα λυρικοφιλοσοφικά, τις παιδικές κι εφηβικές αναπολήσεις, μα, δεν μπορείς να πεις, έχουν κι αυτά τη χάρη τους, και μάλιστα μεγάλη χάρη, και κατ' ουσίαν είναι προοδευτικά και στο περιεχόμενο και στην έκφραση».
***
Εγώ δεν τους κοιτούσα. τους άκουγα. σκάλιζα με μιαν οδοντογλυφίδα τα μπροστινά μου δόντια. δεν ήθελα να τους απαντήσω. ο Πέτρος κάπνιζε. άναψε κι ο Αλέκος τσιγάρο. ω, τα συντρόφια. ένιωθα ταυτόχρονα σαν ένοχος και σαν αδικημένος· τι να πεις; να δικαιολογηθείς; να τους αντικρούσεις; όχι δα, του κερατά. ίσως να 'χουν δίκιο. μα δεν μπορώ πια. έχω μπουχτίσει από πολέμους, θανάτους, σκοτωμούς, αεροπορικές επιδρομές, χαλάσματα, καζάνια συσσιτίου με φασουλόζουμο ή μπλουγούρι, τα σκελετωμένα παιδιά στις σχάρες της Ομόνοιας, τις σημαίες και τις παρελάσεις της Απελευθέρωσης, τους πυροβολισμούς των Δεκεμβριανών, τους ήρωες που τους φτύναν, τους γιουχάιζαν και τους σφάζαν οι προδότες, πόσα και πόσα, ατέλειωτα, πολύ βαριά, πολύ μεγάλα, πολύ σιωπηλά και βροντερά, δε χωράνε στα λόγια, μπούχτισα σου λέω, και ξαφνικά θυμήθηκα το '43, τον μπάρμπα - Ποθητό, στο ισόγειο σπιτάκι, στο μεγάλο άδειο δωμάτιο (είχαμε πουλήσει στους μαυραγορίτες τα έπιπλα, κρατήσαμε μόνο τα κρεβάτια).
***
ο μπάρμπα - Ποθητός άρρωστος, ξαπλωμένος στο παλιό σιδερένιο διπλό κρεβάτι με τους μπρούντζους, να κοιτάει ψηλά το ταβάνι, τα χοντρά ψαρά μουστάκια του αναστατωμένα, παλιός σιδηροδρομικός, οξύθυμος, βλάστημος, εδώ και τρεις μέρες ούτε μια βλαστήμια, ούτε να πετάξει στο πάτωμα κανένα κουτάλι, κανένα ποτήρι ή εκείνη την παλιά κρυστάλλινη φρουτιέρα (το μόνο πού 'χε απομείνει απ' το προπολεμικό νοικοκυριό), το βλέμμα του πάντα στυλωμένο στα γύψινα στολίδια της οροφής σα να πάσκιζε να τα διαπεράσει και να φύγει μα ήταν αδύναμο κι ασπρουδερό και δεν τα κατάφερνε· εγώ κι ο Τάσος παραξενευόμαστε και κάτι φοβόμαστε, όχι μήπως πεθάνει, κάτι άλλο, πιο μακρινό, πιο αόριστο. έξω στο πεζοδρόμιο, κολλητά στα παράθυρα, ακούγονταν τα βήματα των Γερμανών και πίσω τους ακούγονταν κάτι άλλα βήματα μαλακά, ύπουλα, ανήκουστα. θα σταματήσουν εδώ; πιο πέρα; στου κυρ Αντρέα; ο μπάρμπα - Ποθητός τα άκουγε ή τα 'βλέπε; όμως ήταν και τα παιδιά που γράφανε στους τοίχους. εγώ κι ο Τάσος ζεσταίναμε τη φασουλάδα νεροζούμι του λαϊκού συσσιτίου με τίποτα βέργες, χαρτιά, κανένα παλιό καρεκλοπόδαρο, του πηγαίναμε τη μερίδα του σε μιαν αλουμινένια κατσαρόλα, του βάζαμε στην πλάτη κάμποσα μαξιλάρια για να σταθεί, του στρώναμε μια λερωμένη πετσέτα στα γόνατα, πάνου απ' τις κουβέρτες, κι έτρωγε μόνος του λαίμαργα, «δεν έχει άλλο;», «δεν έχει», «καλά»· στο συρτάρι του κομοδίνου του κάτι θα 'χε κρυμμένο δεν ξέραμε τι, κι ήμασταν πάντα περίεργοι. το συρτάρι κλείδωνε, και το κλειδί το κρατούσε πάντα στο δεξί τσεπάκι του γιλέκου του. όταν αρρώστησε το 'βαζε κάτου απ' το προσκέφαλό του. μα κείνο το βράδυ πού του πήγαμε την κατσαρόλα με τη φασουλάδα μήτε που γύρισε να την κοιτάξει. την αφήσαμε στο κομοδίνο και καθίσαμε στο πλαϊνό δωμάτιο με ανοιχτή την πόρτα.
***
Ο Τάσος κάπνιζε με χαρτονένια πίπα κάτι αποτσίγαρα που 'χαμε μαζέψει απ' την πλατεία του Ατλαντα. εγώ προσπαθούσα κάτι να γράψω. αφουγκραζόμαστε· η σιωπή γινόταν πιο δυνατή· κι άξαφνα ένας γδούπος· τίποτα. μπήκαμε στο δωμάτιό του. τα μάτια του ανοιχτά. άδεια. τα χέρια του παγωμένα, χαλαρά πάνω απ' την κουβέρτα. στο δεξί του κρατούσε το κλειδάκι του κομοδίνου. του πιάσαμε το σφυγμό του· τίποτα. βάλαμε την παλάμη στην καρδιά του· τίποτα. ο Τάσος δοκίμασε να του κλείσει τα μάτια. δεν κλείνανε. άδεια, κοιτούσανε το άδειο. πού πήγε; πού πάμε; τον σκεπάσαμε με την κουβέρτα να μη φαίνονται πια τα μάτια του. ο Τάσος πήρε το κλειδάκι, άνοιξε το συρτάρι. ένα φλουρί, ένα δαχτυλίδι της γυναίκας του (τα μόνα που δεν είχε πουλήσει ο μπάρμπα - Ποθητός, ο πατέρας του Τάσου) και τρία κομματάκια σκουπόψωμο, τυλιγμένα ένα ένα σ' εφημερίδα. ανοίξαμε τα τζάμια να μπει λίγος αέρας απ' τις γρίλιες. πάλι τα βήματα των Γερμανών στο πεζοδρόμιο και τ' άλλα βήματα τα ανήκουστα μέσα στο σπίτι τώρα. πηγαίνουμε στ' άλλο δωμάτιο, κλείνουμε την πόρτα. τίποτα. να φύγουμε. πού να πάμε; ώρα απαγορευμένης κυκλοφορίας. τα μάτια του. καπνίζουμε. να πάμε στην κυρία Θεοδώρα να πούμε δυο λόγια με το Γιώργο, με το Σωτήρη, ξέρεις, να, δυο βήματα. σκοτάδι· φεύγουμε. την τελευταία στιγμή μπαίνουμε στο δωμάτιό του, παίρνει ο Τάσος απ' το κομοδίνο την κατσαρόλα με τη φασουλάδα. τρέχουμε στο δρόμο. απέναντι τα φώτα του Χαϊδαρίου. ίσκιοι. κανένας. «πέθανε» λέμε. η κυρία Θεοδώρα μας ζεσταίνει τη φασουλάδα μας, μας δίνει και μια χουφτίτσα μαύρη σταφίδα. τρώμε. ο Γιώργος κι ο Σωτήρης έχουν φάει· μας κοιτάνε με τα χέρια τους πάνω στο τραπέζι. «μας κρατάτε να κοιμηθούμε εδώ; δεν μπορούμε κει μέσα». Παίρνουν τα δυο στρώματα απ' τα κρεβάτια των παιδιών, στρώνουν στο διάδρομο, πλαγιάζουμε και τα τέσσερα αγόρια, κάτι ψευτολέμε, δε στεριώνει η κουβέντα, ζεσταινόμαστε, μας παίρνει ο ύπνος φιλικά, υπάρχουν ακόμα ζωντανοί. το πρωί γυρίζουμε σπίτι με την άδεια κατσαρόλα πλυμένη απ' την κυρία Θεοδώρα. δεν μπαίνουμε σε κείνο το δωμάτιο. ειδοποιούμε το Δήμο. πού φέρετρο και πού λεφτά τέτοιες μέρες· περνάει το κάρο του Δήμου. τον τυλίγουμε στην κουβέρτα του έτσι άντυτον, με το μακρύ του σώβρακο και τη χοντρή μάλλινη φανέλα του. είναι βαρύς. μας βοηθάει κι ο καροτσέρης. τον ρίχνουμε πάνου απ' τους άλλους πεθαμένους. δε θα πεινάει τώρα. κι είναι μια μέρα κίτρινη, χτικιασμένη· έξω απ' τη μάντρα του Μηχανοστασίου δυο Γερμανοί με αυτόματα και με τα κράνη τους. λίγο πιο δω, στο ημιυπόγειο ταβερνάκι του κυρ Νίκου, έξω στον τοίχο, με κόκκινα γράμματα ΛΕΥΤΕΡΙΑ -Η ΘΑΝΑΤΟΣ, κι ο κυρ Νίκος προσπαθούσε να τα σβήσει βουτώντας μια μπατανόβουρτσα σ' έναν κουβά με ασβέστη. το κάρο φεύγει. σηκώνω απ' το πεζοδρόμιο ένα μεγαλούτσικο αποτσίγαρο, το βάζω στην πίπα, το ανάβω. ο Τάσος στέκεται μπροστά στην πόρτα. «να πάρει ο διάολος των διαόλων» είπε, «γαμώ τον αγκυλωτό σταυρό τους», κι η βλαστήμια του κι η αστραψιά του ματιού του μου θύμισαν τον πατέρα του που έφευγε με το κάρο εκεί στο βάθος της οδού Παπαναστασίου. Μα τι κάθουμαι τώρα και τα θυμάμαι όλα τούτα; Μπούχτισα σας λέω από θανάτους και πολέμους και μνημεία και ηρώα. Δεν μπορώ. Κι όταν μάλιστα είναι δικά μου. Εκείνα τα δικά μου στη Μακρόνησο τα 'βαλα στον «Αποχαιρετισμό» στο στόμα του Αυξεντίου μες στη φλεγόμενη σπηλιά της Μονής Μαχαίρα. Και μάλιστα, όταν γύρισε απ' την εξορία ο Κέτσης, τα είπε, χαρτί και καλαμάρι, στην Τατιάνα Μιλλιέξ, ως και για τον μεγάλο κάτασπρο γλάρο πάνω απ' το Διοικητήριο (που η σκιά του έπεσε μπροστά στα πόδια μου και πήρα κουράγιο) - όλα της τα 'πε, κι η Τατιάνα έγραψε την περίφημη «Μαρτυρία» της, που δεν ξέρω αν την δημοσίευσε ακόμα, εγώ την είχα διαβάσει δυο χρόνια μετά στο χειρόγραφό της. Δε θέλω να τα θυμάμαι. Σας το 'πα: είναι πολύ μεγάλα, δε χωράνε στα λόγια, είναι πολύ αγκαθωτά, σου τρυπάνε τη γλώσσα. Αλλωστε αυτά, κουτσά στραβά, τα λέει η Ιστορία, τα 'χω πει κι εγώ κουτσότερα και στραβότερα, τα λένε και τ' Απομνημονεύματα νεκρών ή επιζώντων μαρτύρων και ηρώων. άστε με το λοιπόν να μιλήσω όπως μου 'ρχεται για πράματα που δεν τα γράφει ποτέ καμιά Ιστορία, πράματα σιωπηλά, βαθιά, αμελημένα, αθώα, περιπαιχτικά, σημαδιακά, ερωτικά, παιδιάστικα, πονηρούτσικα, παμπόνηρα, βουλιαγμένα σαν Ατλαντίδες, τοιχογραφίες της Θήρας, «παράξενα πράματα» που μιλάνε για όλα, για όλους, για πάντα, όπως ένα παπούτσι μονάχο στο ποτάμι, ένα κέρατο βοδιού σ' ένα σπασμένο κιονόκρανο, ένα πιάτο παντζάρια στο έρημο πανδοχείο, το κέρας του κυνηγού στο φαράγγι, μια άδεια καπότα στο χορτάρι του Δημοτικού Κήπου, ο καθρέφτης του ασανσέρ μ' ένα τριαντάφυλλο, ο Ορέστης χωρίς τον Πυλάδη μέσα στο μισοφώτιστο ναυτικό μπαρ χτυπώντας τα πλήκτρα του πιάνου με το 'να του δάχτυλο, οι δυο Αγγελοι που μπαίνουν στο μπαρμπέρικο του Μεταξουργείου ναν τους κουρέψουν λίγο τα φτερά τους που παραμεγαλώσανε κι ο μπαρμπέρης τα χάνει και του πέφτει το μεγάλο κύπελλο με τη σαπουνάδα και πιτσιλιέται ο χρυσοβαμμένος μυγοφτυσμένος καθρέφτης κι οι δυο Αγγελοι που κοιτιούνται στον καθρέφτη βλέπουν το πρόσωπό τους διάστικτο με αφρούς σα να χιονίζει, και πράγματι χιονίζει στο Σανατόριο της Πάρνηθος κι απλώνεται παντού μια ευλογημένη ασπράδα, μια ζεστή όμως ασπράδα, ως πέρα πέρα, μια συγγνώμη τόσο διάφανη που βλέπεις απ' την άλλη της μεριά τα τέσσερα πλοία που φεύγουν και μένει μόνη μια βαλίτσα στην προκυμαία κι ο τελωνοφύλακας κοιτάει τ' αντικρινό μπαλκόνι - πράγματα ασήμαντα δικά σου, δικά μας, ναι, ασήμαντα που ωστόσο σε βεβαιώνουν τρυφερά πως υπήρχες, υ π ά ρ χ ε ι ς, θ α υ π ά ρ χ ε ι ς κι είσαι όμορφος κι αγαπημένος κι όλα είναι όμορφα κι αγαπημένα κι είναι κατορθωτό το ακατόρθωτο, τόσο που ξύνεις το κεφάλι σου και κλαις σα βλάκας, γιατί είμαι βλάκας βρε Πέτρο και σ' αγαπάω για όλα, μα πιο πολύ για κείνο τ' όνειρό σου με την άσπρη αρκούδα στα χιόνια και γελούσατε άσπρα γέλια μέσα σ' εκείνη την απέραντη ζεστή ασπράδα κι ούτε ένας μαύρος πάσσαλος στρατιωτικού καταυλισμού ως το βάθος, γι' αυτό σ' αγαπάω βρε Αλέκο για κείνο το ποδήλατο στ' όνειρό σου πάνου στις στέγες κρούουου, δε θα πέσεις, σε κρατάω, και θα πω στον Τέλη να σε μάθει πραγματικό ποδήλατο και μοτοσικλέτα - δε θέλεις; - κι εγώ θα σε μάθω να σφυρίζεις, είναι εύκολο, να έτσι. κι έβαλα τα δυο δάχτυλα στο στόμα και σφύριξα μ' όλη μου τη δύναμη σαν τσοπάνος και βούιξε το σπίτι, βούιξαν οι κορφές του Ολύμπου, βγήκαν οι 11 Ολύμπιοι, από κοντά κι ο κουτσός Ηφαιστος βγήκε απ' το σιδεράδικο μαζί με τους Χρυσούς Εφήβους (έργα των χεριών του) που 'χουν και δύναμη και σκέψη και φωνή, κι όλοι τους με χάζευαν και μου πετούσανε ξεφλουδισμένα μύγδαλα, κι ο Πέτρος κι ο Αλέκος σκάσανε στα γέλια (ως εκείνη τη στιγμή κάπνιζαν, άκουγαν, δε βγάζαν άχνα σα να λείπαν, μα εγώ το χαβά μου) και τώρα γελούσαν μ' όλη την καρδιά τους, «α, ρε Ιων, γούστο που το 'χεις, ανεξάντλητος», ναι, ανεξάντλητος, και σύντροφος πάντα, συντρόφια μου, κι ούτε που νιώθω ένοχος κι αδικημένος, ούτε ο Πέτρος ένοχος ή αδικημένος, ούτε ο Αλέκος. Να σας ψήσω έναν αϊστρατήτικο καφέ; Εντάξει. Οσο ψήνω τον καφέ στην κουζινίτσα μου τους ακούω να κουβεντιάζουν χαρούμενα. Πίνουμε τον καφέ μας, καπνίζουμε. Υστερα, χωρίς καμιά συνεννόηση, βγαίνουμε απ' το σπίτι, ανηφορίζουμε την οδό Κόρακα πιασμένοι ώμο με ώμο ως το σταθμό του Αγίου Νικολάου, παίρνουμε το τραίνο, βγαίνουμε στην πλατεία Κυριάκου, πηγαίνουμε στο Πεδίον του Αρεως, καθόμαστε σ' ένα παγκάκι. Βραδιάζει. Ανάβουν τα φώτα πέρα στην πολιτεία, κι εδώ ανάμεσα στα δέντρα. Περνάνε στραγαλάδες, φιστικάδες, ζευγαράκια, μανάδες με τα καροτσάκια των παιδιών τους, εργάτες με τις φόρμες τους, δυο φαντάροι, ένας ναύτης, ένα παιδί με τσέρκι. Τι όμορφη βραδιά. Τι όμορφος ο κόσμος. Είμαστε σύντροφοι. Ναι, σύντροφε. Μωρέ, ξεχαστήκαμε. Δεν είδαμε τις απογευματινές εφημερίδες. Σηκωνόμαστε. Πηγαίνουμε στο περίπτερο του πάρκου. Αγοράζουμε τσιγάρα κι εφημερίδες. Κάτω απ' τους γλόμπους του περίπτερου ρίχνουμε μια ματιά στους μεγάλους τίτλους: ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΥΡΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. Οχι. Οχι. Οχι.
ΑΘΗΝΑ, 29.I.84
Πολύπλευρος, πολυπρόσωπος εικαστικός κόσμος
Πέτρες, βότσαλα, κοχύλια, ρίζες, κόκαλα, χαρτί, πηλός... Μορφές γνώριμες και οικείες, βγαλμένες από την Ιστορία της Ελλάδας, τα πάθη του λαού μας, τους αγώνες του, την ομορφιά και την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Συναισθήματα και μνήμες σε πρωτότυπες εικαστικές δημιουργίες, που γοητεύουν για τη δύναμη και την απλότητά τους. Ο εικαστικός φωτεινός κόσμος του Γιάννη Ρίτσου. Μια ακόμη πλευρά της δημιουργίας του, άρρηκτα δεμένη μ' εκείνη της ποίησης.
Οπως έλεγε ο ίδιος: «Τη ζωγραφική την αντιμετωπίζω σαν έναν άλλο τρόπο άσκησης της ποίησης. Βέβαια, το υλικό των δύο τεχνών είναι διαφορετικό, όμως η έκφρασή τους ξεκινάει από το ίδιο κέντρο... Το συγκλονιστικό στοιχείο της ζωγραφικής είναι η δυνατότητά της να αποτυπώνει και να στερεοποιεί εικόνες που από τη φύση τους είναι ρευστές, για να τις ρευστοποιεί κατόπιν με το δικό της τρόπο. Οπως στην ποίηση η μια λέξη βοηθάει την άλλη και η μείξη τους οδηγεί σε μια ανακάλυψη, έτσι και η ζωγραφική λειτουργεί απρόβλεπτα, ξεπερνώντας πολλές φορές κάθε προσχέδιο».
Πρωτότυπες δημιουργίες
Ο Γ. Ρίτσος άφησε πίσω του αξιόλογα δείγματα ζωγραφικής τέχνης, που αποκαλύπτουν έναν πολύπλευρο και πολυπρόσωπο κόσμο. Χρησιμοποιώντας ποικίλες τεχνικές (υδατογραφία, μονοτυπία, σχέδιο με μολύβι ή μελάνι, χαλκογραφία) και ευτελή υλικά, μετέτρεψε συναισθήματα και μνήμες σε πρωτότυπες εικαστικές δημιουργίες. Ο ποιητής ασχολήθηκε με τη ζωγραφική από την παιδική ακόμα ηλικία. Συχνά ζωγράφιζε πάνω σε πιάτα, είτε, αργότερα, σε τσιγαρόκουτα, ή στις μικρές σελίδες του μπλοκ που είχε πάντα μαζί του. Εκεί αποτύπωνε με ένα γρήγορο σχέδιό του στιγμιότυπα της καθημερινότητας.
Η ζωγραφική πάνω στις πέτρες ενδιέφερε τον Γιάννη Ρίτσο για τους διαφορετικούς χρωματικούς σχεδιασμούς και τα φυσικά τους σχέδια. «Πέτρες μονόχρωμες ή πολύχρωμες, ζωγραφικές ή γλυπτικές - άπειρη προθυμία για συνομιλία, άπειρες δυνατότητες, καθεμιά απ' αυτές και καθένας με τη φωνή του κι όλοι κι όλα συναντημένα στην ίδια ανάγκη να ειπωθούν και κατά κάποιο τρόπο να μείνουν». Ομως, τα πιο δυνατά βιώματα αποτυπώθηκαν στις ρίζες που ξέβραζε η θάλασσα: άγριες και ροζιασμένες, τις οποίες μετέτρεψε σε μαρτυρικές φυσιογνωμίες, γέρικα πρόσωπα και ανθρωπόμορφα τέρατα. «Η ρίζα έχει κάτι απ' τα απώτερα μυστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, κάτι απ' τις "ρίζες της ζωής" - κάτι πρωτόγονο ή μάλλον αρχέγονο, καταγωγικό - μια συστολή, μια αγωνία, μιαν αισθησιακή αδηφαγία - το ακαταμάχητο, το τυφλό και πολυόμματο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της διαιώνισης, αμεταμφίεστο, απροσποίητο, ολόγυμνο, κτηνώδες, αισχρό, θεϊκό».
«Εκανα μια, θα λέγαμε, ζωγραφική γλυπτική», σημείωνε χαρακτηριστικά. «Ξαφνικά μου έρχονταν μορφές ελληνικές οι οποίες σχετίζονταν με την αρχαία Ελλάδα, με τις αρχαιοελληνικές μορφές. Κάποτε ακολουθούσα τη γραφή της Κνωσού, κάποτε την κλασική... Μόνο ανθρώπινες μορφές κι ανθρώπινα σώματα, ποτέ τοπία. Σώματα ως επί το πλείστον γυμνά, ανθρώπινες μορφές και το πολύ πολύ άλογα».
Οπως ανέφερε ο Γ. Τσαρούχης: «Το θέμα του είναι ένα σ' ό,τι σχεδίασε και ζωγράφισε: η ανθρώπινη μορφή, που παλεύει με την αγριότητα του κόσμου για να αγριέψει και η ίδια στο τέλος και να γίνει τερατώδης και αλύπητη. Μα μέσα απ' την αγριάδα και τη σκληρότητα, σαν σπίθα μέσα στη στάχτη, υπάρχει ατόφια αγάπη και, σαν περαστική αστραπή, ο έρωτας... Ο έρως που δημιουργεί τον κόσμο».
Παράλληλη διαδρομή
Η εικαστική διαδρομή του Γ. Ρίτσου ακολούθησε τη ζωή του. Είναι συνυφασμένη με τα δύσκολα χρόνια, όταν ο ποιητής ήταν εξόριστος στα στρατόπεδα ή σε κατ' οίκον περιορισμό.
Για τη συνάντησή του με τον Γ. Ρίτσο στο Τμήμα Μεταγωγών Πειραιά, ο ζωγράφος - χαράκτης και συνεξόριστος του ποιητή, Γιάννης Στεφανίδης, γράφει: «Εδώ, το καμιόνι μάς ξεφόρτωσε. Ενα παλιό χτίριο διακοσμημένο με σωλήνες αποχέτευσης, όλο δύσοσμες διαρροές. Σπρωχτήκαμε σ' ένα χώρο που ήτανε κιόλας πήχτρα από κόσμο. Οι πιο πολλοί όρθιοι, άλλοι καθιστοί κατάχαμα, μερικοί ξαπλωτοί με μαζεμένα αναγκαστικά τα πόδια. Μισοσκόταδο, μπόχα ανθρωπίλας, έλλειψη οξυγόνου. Στη γωνιά ένα πιθάρι μικρό με ξύλινο καπάκι: η "βούτα", για τις "ανάγκες" μας. Δηλαδή μεσαιωνική φυλακή. Κάποιος λέει ανέκδοτα, τριγυρισμένος από κρατούμενους. Πλησιάζουμε. Είναι κατάδικος σε θάνατο, μαθαίνουμε. Λεβέντης, μελαχροινός, με ξέστηθο πουκάμισο και σταυρουδάκι στο μαλλιαρό στήθος. Ο Ρίτσος ανοίγει στα γρήγορα τη βαλίτσα του, βγάζει ένα μπλοκ κι αρχίζει να τον σκιτσάρει. Εμένα ούτε που μου πέρασε απ' το μυαλό ότι μέσα σε τούτο το άντρο της κόλασης μπορούσε να γίνει ζωγραφική. Καθίσαμε σε μια γωνιά. Κοιτάζω το σκίτσο. Μπορεί να μην έχει "σωστό" σχέδιο, όμως δίνει δυνατά, σχεδόν εξπρεσιονιστικά, τη μορφή.
-- Πώς μπόρεσες με αυτές τις συνθήκες, του λέω.
-- Αυτός ο άνθρωπος με συντάραξε με την απάθειά του. Επρεπε να το κάνω τώρα, αμέσως, αλλιώς θα το έχανα.
Αρχίζω να γνωρίζω τον Ρίτσο...».
Μερικές από τις ενότητες που ακολουθούν είναι τα ζωγραφικά έργα, στα οποία αποτυπώνονται πρόσωπα και λιγοστά τοπία που συνάντησε ο Γ. Ρίτσος ταξιδεύοντας. Ακόμη, υπάρχουν έργα που φιλοτέχνησε ο ποιητής στη Σάμο, αλλά και όσα δημιούργησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στην Αθήνα το χειμώνα και στο Καρλόβασι το καλοκαίρι.
Πέτρες και ρίζες
Τα περισσότερα δείγματα της εικαστικής του δραστηριότητας ήταν δημιουργήματα της εξορίας. Στους μαρτυρικούς τόπους εξορίας έψαχνε κάθε φορά για πέτρες, όταν του επέτρεπαν να βγει από τον περίβολο του στρατοπέδου. Σκιάζοντας μόνο κάποιες φυσικές κοιλότητες, αναδείκνυε τις μορφές που αυτές έκρυβαν. Σ' αυτές τις δημιουργίες, ο Γ. Ρίτσος διοχέτευσε την απελπισία του, αλλά και τις άσβεστες ελπίδες του. Ζωγράφισε την ασχήμια, τον πόνο, την αγάπη του για τη ζωή και την ομορφιά. Αποτύπωσε τη μοναξιά, αλλά και τη βαθιά του πίστη στον άνθρωπο.
Οπως έγραφε η Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα: «Ο Ρίτσος αναζητεί και ανακαλεί πάνω στις πέτρες του τον χαμένο παράδεισο: έναν κόσμο αιώνιας και αμάραντης νιότης, ερατεινά κορίτσια και αθλητικά αγόρια με ελληνικές κατατομές, εμπνευσμένες από την αρχαία αγγειογραφία. Το τραγικό του βίωμα ο ποιητής το αποτύπωσε σχεδόν αποκλειστικά και με μεγάλη εκφραστική ένταση στις ρίζες από καλάμια. Οι ίδιες οι ρίζες, βασανιστικές, ροζιασμένες, του υπαγόρευαν τις μορφές που ανέσυρε με ελάχιστες γραμμές μέσα από τα πάθη του ξύλου. Γιατί οι ρίζες έχουν πάνω τους τα ίχνη του χρόνου, της φθοράς, του γήρατος. Ετσι βγήκαν αυτές οι μαρτυρικές φυσιογνωμίες, που ανταποκρίνονται στα πάθη του ποιητή, στα πάθη του λαού μας».
«Περισσότερη όμως σημασία από την προφανή ζωγραφική ευχέρεια του ποιητή», σημείωνε ο Αγγελος Δεληβορριάς, «δεν έχει η πρόδηλη πνευματική και σωματική αξία του ανθρώπου, η διυλισμένη μέσα από μια ευδιάκριτα νοσταλγική διάθεση, αλλά η επιλογή των υλικών πάνω στα οποία εναποθέτει τα οράματά του: Οι πέτρες, τα βότσαλα και οι γλειμμένες από το κύμα επιφάνειες, οι ρίζες που ξεβράζει η θάλασσα στις παραλίες, με τις αλλόκοτες φόρμες να προσκαλούν την ερμηνευτική διάθεση, τα χαρτιά και τα μολύβια, τα πινέλα και τα χρώματα, ό,τι εξασφαλίζει στις επιλογές των εγγραφών της μνήμης την ανάκληση των αναμνήσεων. Οι πέτρες, τα βότσαλα και τα κύματα, οι θάλασσες, οι ρίζες και τα χαρτιά, λέξεις πυροδοτημένες με τη φλόγα ενός ξεχωριστού φορτισμού, σημαδεμένες με τα στίγματα μιας βασανισμένης ελληνικότητας σε ποιήματα, που έθρεψαν τις προσδοκίες μας και λάξευσαν τον ψυχισμό μας».
Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ